Η χορήγηση τραπεζικού δανείου ύψους 300 δισεκατομμυρίων γιουάν εκ μέρους της κινεζικής κυβέρνησης για τη διάσωση του στεγαστικού τομέα είναι προφανώς μικρό ποσό σε σύγκριση με το ποσό που πρέπει να καλυφθεί.
Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι η πρόταση καθιστά τις τράπεζες δανειστή έσχατης ανάγκης, αντί της κεντρικής τράπεζας.
Για τις περισσότερες χώρες που αντιμετωπίζουν μια τόσο τεράστια κρίση, η εκτύπωση χρημάτων και η παροχή ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα είναι σχεδόν κανόνας.
Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας δεν έκανε κάτι τέτοιο και δεν υπήρξε καν κύκλος μείωσης των επιτοκίων.
Οι λόγοι
Οι λόγοι γι’ αυτό είναι οι εξής:
Πρώτον, η μη βοήθεια οφείλεται σε εσωτερικές διαμάχες.
Οι δισεκατομμυριούχοι αποτελούν απειλές για το τρέχον καθεστώς.
Όσο πιο πλούσιοι είναι, τόσο μεγαλύτερη είναι η απειλή.
Με μια στεγαστική κρίση, οι περισσότεροι δισεκατομμυριούχοι θα ξαναγίνουν εκατομμυριούχοι.
Δεύτερον, η πολιτική αδράνεια θα οδηγούσε σε απότομη πτώση, η οποία θα μπορούσε να τερματίσει την κρίση νωρίτερα παρά αργότερα.
Ωστόσο, αυτό ενέχει τον κίνδυνο της… υπερβολικής δόσης, επειδή οι περισσότερες κρίσεις τείνουν να είναι ανεξέλεγκτες μόλις ξεκινήσουν.
Αυτό προφανώς γίνεται αντιληπτό στην Κίνα.
Τρίτος λόγος είναι οι συνέπειες της υπερβολικής ρευστότητας.
Η Κίνα έκανε αυτό το πείραμα τη δεκαετία του 1940.
Η μαζική εκτύπωση χρήματος προκάλεσε υπερπληθωρισμό, ο οποίος οδήγησε το νόμισμα σε κατάρρευση, όπως και το πολιτικό καθεστώς.
Το υπάρχον κυβερνών καθεστώς γνωρίζει καλά την Ιστορία.
Για να εξυπηρετήσει τα πολιτικά του συμφέροντα, θα προτιμήσει την οικονομική κατάρρευση μέσω παρατεταμένης ύφεσης, παρά την κατάρρευση του νομίσματος, άρα και του ίδιου του καθεστώτος.
Είναι η αλήθεια
Αλλά πόσο πιθανό είναι αυτά να είναι αλήθεια;
Η εκτύπωση χρημάτων γίνεται σε πολλές χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, πολλές φορές, χωρίς να έχει ως αποτέλεσμα… την κατάρρευση.
Η Κίνα είναι τόσο μεγάλη όσο αυτές οι δύο χώρες.
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν ισχύει το ίδιο είδος ανοσοποίησης από τον υπερπληθωρισμό ή την κατάρρευση του νομίσματος μετά από μαζική δημιουργία χρήματος.
Στην πραγματικότητα, οι Κινέζοι policymakers πειραματίστηκαν το 2009, όταν το M2 επεκτάθηκε με ρυθμό σχεδόν 30% από έτος σε έτος (YoY).
Αποδεικνύεται ότι δεν υπήρξε πίεση για υποτίμηση, αλλά ο πληθωρισμός έπεσε στο 6% μετά από δύο χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια συνέβαινε το αντίθετο.
Από το 2018, υπήρξαν δύο γύροι νομισματικής επέκτασης, με τον ρυθμό αύξησης του M2 ετησίως να αγγίζει διψήφιο ποσοστό.
Το αποτέλεσμα δεν ήταν πληθωρισμός αλλά αποπληθωρισμός λόγω κρίσης χρέους, συνοδευόμενος από υποτίμηση του νομίσματος.