Οι ουκρανικές δυνάμεις προχώρησαν αυτή την εβδομάδα κατά περίπου δύο χιλιόμετρα γύρω από την πόλη Μπαχμούτ, επίκεντρο των μαχών στην ανατολική Ουκρανία, και δεν έχουν εγκαταλείψει τις θέσεις τους εκεί, διαβεβαίωσε σήμερα η Ουκρανή υφυπουργός Άμυνας Χάνα Μάλιαρ.
«Ο εχθρός υπέστη σημαντικές ανθρώπινες απώλειες. Οι αμυντικές μας δυνάμεις προχώρησαν κατά δύο χιλιόμετρα κοντά στο Μπαχμούτ», επεσήμανε η Μάλιαρ σε ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η ίδια κάλεσε τους Ουκρανούς να αγνοήσουν τη ρωσική παραπληροφόρηση, όπως τη χαρακτήρισε, για την κατάσταση γύρω από τη Μπαχμούτ.
«Πώς καλύπτει ο εχθρός τις μάχες στη Μπαχμούτ; Συγχαίρει τον εαυτό του, κάνει λόγο για υποτιθέμενες νίκες και εφευρίσκει ιστορίες για τη στρατιωτική μας διοίκηση», σημείωσε η Ουκρανή υπουργός.
«Παράλληλα ο εχθρός δίνει ψευδείς πληροφορίες για την έλλειψη όπλων, που πιθανόν έχουν στόχο να δικαιολογήσουν την πραγματική κατάσταση», πρόσθεσε.
Οι δηλώσεις της Μάλιαρ έγιναν αφού άλλος υψηλόβαθμος στρατιωτικός της Ουκρανίας δήλωσε την Τετάρτη ότι οι ρωσικές δυνάμεις υποχώρησαν από κάποιες περιοχές κοντά στην Μπαχμούτ, έπειτα από την αντεπίθεση του ουκρανικού στρατού.
Παράλληλα Ρώσοι στρατιωτικοί μπλόγκερ ανέφεραν χθες Πέμπτη ότι ουκρανικά στρατεύματα κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή του μετώπου σε κάποια σημεία. Η Μόσχα διέψευσε τις πληροφορίες αυτές και τόνισε ότι η κατάσταση στην πόλη είναι υπό έλεγχο.
«Οι δηλώσεις που μεταδόθηκαν από ατομικούς λογαριασμούς στο Telegram για ‘σπάσιμο της άμυνας’ που φέρεται να υπήρξε σε διάφορα σημεία της γραμμής επαφής δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα», απάντησε το ρωσικό υπουργείο Άμυνας.
Η παραστρατιωτική οργάνωση της Ρωσίας Wagner, που ηγείται της επίθεσης εναντίον της Μπαχμούτ, πρόσφατα είχε παραπονεθεί για ελλείψεις πυρομαχικών και είχε απειλήσει να εγκαταλείψει τις θέσεις της στην πόλη, αν δεν λάβει επιπλέον στήριξη από τη Μόσχα.
Η μάχη για τη Μπαχμούτ, μια πόλη που έχει καταστραφεί, με το 80% της να ελέγχεται από τις ρωσικές δυνάμεις, αποτελεί την πιο μακρά και αιματηρή μάχη από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022.
ΑΠΕ-ΜΠΕ