Ανάμεσά μας υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που ψάχνει να βγει στα καφενεία, εγώ ανήκω σίγουρα σε αυτή και είναι και άλλοι τόσοι στην ηλικία μου.
Τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή με τα καφενεία στην Αθήνα: λειτουργούν αρκετά, τα οποία χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Υπάρχουν αυτά που αν και έχουν περάσει στη σφαίρα του cult, αν περάσεις απ’ έξω δίνουν ακόμα την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια παρέα στην οποία γυναίκες δεν χωράνε εύκολα, υπάρχουν και τα πιο σύγχρονα, τα δικά μας, αυτά που αυτοχαρακτηρίζονται καφενεία γιατί δεν έχουν το στήσιμο ενός μπαρ, γιατί έχουν και ούζο και τσίπουρο, γιατί η μπίρα τους είναι πιο οικονομική και φτιάχνουν για όλα αυτά μεζέδες απλούς συνήθως ή ελαφρώς δημιουργικούς.
Σε περίπτωση που δεν ψάχνει να παρακολουθήσει ποδοσφαιρικό αγώνα που μεταδίδεται μόνο στη δορυφορική συνδρομητική τηλεόραση, η δική μου γενιά συναντιέται στα καφενεία της δεύτερης κατηγορίας, σε αυτά των Εξαρχείων, σε αυτά που έχουν μετατρέψει εδώ και χρόνια τους δρόμους του Μεταξουργείου και του Κεραμεικού σε προορισμούς εξόδου, και πιο πρόσφατα και αυτούς του κοντινού Βοτανικού.
Σε όλα αυτά τα μέρη το κλίμα είναι χαλαρό, δεν νομίζω πως νοιάζει κανέναν τι φοράει, ποιος παίζει, ποιος βάζει τα ποτά, ποιος μαγειρεύει, αν είναι το μέρος που πρέπει να έχει επισκεφθεί για να είναι στη φάση.
Εσείς έχετε μεγαλώσει στην Αθήνα; Εγώ ναι, χωρίς να υπάρχει κάποιο χωριό να με περιμένει, έστω τα καλοκαίρια. Και για όλα αυτά, για το ότι τα καφενεία μπορούν να αποτελούν το επίκεντρο της ζωής μιας περιοχής, για το πώς κάποτε είχαν τρεις άσχετες λειτουργίες ταυτόχρονα, ήταν και κουρεία και μπακάλικα μαζί, τα μέρη για να βρεις αυτόν που ψάχνεις χωρίς καν να τον πάρεις τηλέφωνο, για το γεγονός πως ήταν το σπίτι έξω από το σπίτι του εκάστοτε καφετζή, για τα σχεδόν εθιμοτυπικά κεράσματα αλλά και τους τσακωμούς που φούντωναν και έφταναν στο απροχώρητο για κομματικούς λόγους, για εκείνον που έχει τηγανίσει τράπουλα επειδή δεν του έκατσε το χαρτί και γι’ αυτόν που απήγγειλε τον εθνικό ύμνο όταν κάποιος πετάχτηκε για να πει «ρε, τι ωραία που τα λέει ο Ελύτης», για όλα τα μνημειώδη σκηνικά της ελληνικής επαρχίας, έχω μόνο ακουστά. Μέχρι τώρα τουλάχιστον.
Όχι, στη νέα άφιξη της Αθήνας δεν πρόκειται να παίζουν πρέφα, ούτε το έχουν βάλει σκοπό να πιανόμαστε στα χέρια για το πολιτικό γίγνεσθαι, αλλά δείχνει να φτιάχτηκε για να έχουμε να λέμε ιστορίες.
Από εδώ και στο εξής, ο Νέος Κόσμος θα αποκτήσει ένα καφενείο που κινείται ανάμεσα στο τώρα και το χθες, το τώρα είναι αυτοί που το έφτιαξαν, το χθες είναι ο τρόπος που θα λειτουργεί. Στον στενό δρόμο της οδού Σισμάνη, λίγα βήματα μακριά από το πολυσυζητημένο εστιατόριο Annie Fine Cooking, ο Τιτάνας είναι ένας χώρος ελάχιστων τετραγωνικών, η πρώην αποθήκη του μπαρ Κάιν στην Αναπαύσεως, του οποίου συνιδιοκτήτης είναι ο Λεωνίδας Δεληγιάννης – μπορεί να τον γνωρίζετε και από το Kobra της Ναυαρίνου ή το ολοκαίνουργιο και ανατρεπτικό ζαχαροπλαστείο Ρεσιτάλ στο Μετς.
Μαζί με τον για χρόνια φίλο του Μίλτο Κοντογιάννη του Studiomateriality, που βρίσκεται πίσω από τον σχεδιασμό χώρων με μοναδική αισθητική, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε κάτι που συζητάνε χρόνια, να κάνουν «την τρέλα» τους, όπως λένε, «ένα μαγαζί που να το γουστάρουμε και να περνάμε καλά».
Και κάπως έτσι βρέθηκαν να φτιάχνουν το δικό τους μαγαζί, ένα μέρος που μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι εντελώς sui generis, που κάποιοι θα το λατρέψουν και άλλοι όχι, όπως συμβαίνει με όλα αυτά τα μαγαζιά, έτσι δεν είναι; Στα ελάχιστα τετραγωνικά του Τιτάνα, οι δυο τους συγκέντρωσαν διάφορα αντικείμενα που αγαπούν για διάφορους λόγους, memorabilia και design θησαυρούς που τους έχουν κυνηγήσει και συγκεντρώσει μέσα στα χρόνια.
Ένα φωτιστικό οροφής Memphis Milano του 1983 με την υπογραφή του Matteo Thun και ένα δαπέδου σχεδιασμένο από τον Sergio Carpani για τη Stilnovo την ίδια δεκαετία παντρεύονται με σκαμπό Established & Sons και ένα σκαμπό εργασίας για συνεργεία και καρέκλες του Naoto Fukusawa για τη Magis μέσα, ενώ οι έξω καρέκλες είναι ό,τι πιο άνετο μπορείτε να προμηθευτείτε σε περίπτωση που είστε πολύ οργανωμένοι κατασκηνωτές.
Ο Τιτανικός σε εννιά χιλιάδες κομμάτια Lego, ένα φωτιστικό σαν γυναικεία θεότητα από το πατρικό του Μίλτου Kοντογιάννη, αγορασμένο από μια αντικερί πριν από τριάντα χρόνια, μια μπλούζα του Αργεντινού μεγάλου μπαλαδόρου Ariel Ortega, ένα κασκόλ του Maurizio Cattelan σχεδιασμένο για το ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, ένα κορνιζαρισμένο μαντήλι της σχεδιάστριας Κλέλιας Άνδραλη, μια vintage ζωγραφιστή διαφήμιση για φρουτόκρεμες και μια φιγούρα του Μπαρμπα-Γιώργου, Rosenthal πορσελάνες -πάλι από τη δεκαετία του ‘80-, ένα έργο του ανερχόμενου ζωγράφου Άγγελου Μεργές και μια φωτογραφία της Αλίνας Λέφα είναι μόνο μερικά απ’ όσα αποτελούν τη διακόσμηση του καινούργιου καφενείου της Αθήνας∙ άλλωστε αυτά τα μαγαζιά δεν ακολουθούσαν μόδες παρά τα στόλιζε ο ιδιοκτήτης με όσα του άρεσαν, με τις δικές του εμμονές.
Στο καφενείο, που θα καταλάβετε ότι αγαπούν τον Κώστα Βάρναλη και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, δεν λείπει ο καλόγερος δίπλα στην πόρτα, η τηλεόραση που απλά υπάρχει για να παίζει μόνη της, η παλιά ταμπέλα εξωτερικά που μαρτυρά ότι κάποτε εκεί μέσα εργαζόταν κάποιος που αναλάμβανε τη συντήρηση κλιματιστικών.
Ηχεία δεν έχει και ούτε θα μπουν, η μουσική θα αλλάζει όπως θα άλλαζε σε μια σπιτική μάζωξη, αυθόρμητα, χωρίς κανείς να ξέρει από πού θα ξεκινάει και πού θα φτάνει∙ ο Λεωνίδας Δεληγιάννης θυμάται να πηγαίνει σε καφενείο που έπαιζε από Pulp μέχρι Βασίλη Τερλέγκα.
Στον Τιτάνα αν ο καφετζής έχει δουλειά και εσείς διψάτε, μπορείτε να μπείτε να πάρετε το νερό σας μόνοι σας. Θα τρώμε ψωμί με γαλοπούλα και τυρί ή με μαρμελάδα και φυστικοβούτυρο, γάλα με τσίριος ή κόκο ποπς για πρωινό, κρέμα σοκολάτα και βανίλια για γλυκό, υποβρύχιο και ένα φανταστικό λουκούμι που έχουν βρει, basic πατατάκια με αλάτι και ρίγανη, μπισκότα, κρακεράκια και χαλβαδόπιτα, τα «σκατολοΐδια», όπως τα λένε, που έβρισκαν και εκείνοι κάποτε στα καφενεία όπου ανατράφηκαν.
Σε αυτό το μαγαζί για «διασκέδαση χαμηλής όχλησης» πίνουμε τα βασικά ποτά, ούζο, τσίπουρο σε ατομικά μπουκαλάκια από το Μεσολόγγι και τη Ζίτσα, χύμα κρασί, αναψυκτικά, μια μπίρα μόνο και σε κοκτέιλ μόνο νεγκρόνι. Για μεζέ έχουν τυρί με παστέλι, πιατάκια με αντζούγιες, τυρί και ελιές, ντολμαδάκια με γιαούρτι, το καλοκαίρι που θα έρθει θέλουν να βγάζουν καρπούζι και πεπόνι, απλά πράγματα, για τη μέση, που όλοι τα τρώνε και όλοι τα έχουμε ζητήσει εκεί που έχουμε κάτσει με σκοπό να κάνουμε κατανάλωση, να πίνουμε τσίπουρο και να σβήνουμε με μπίρα.
Και επειδή σίγουρα ότι θα έχετε απορία, σε καφέ δεν θα σερβίρουν μόνο ελληνικό, θα έχουν και εσπρέσο ζεστό και φρέντο. Ο Τιτάνας είναι το καφενείο μιας γενιάς που θέλει να έχει τα δικά της χύμα στέκια.
Σισμάνη 18, Νέος Κόσμος