Αναμφίβολα τα νέα από τις εκλογές στα κρατίδια της Γερμανίας διαμορφώνουν ή καλύτερα αποκαλύπτουν, ένα νέο πολιτικό και οικονομικό τοπίο στην καρδιά της Ευρώπης που αφορά όμως ολόκληρη την Ευρωζώνη. Και δικαίως κερδίζουν την προσοχή των ΜΜΕ και προκαλούν ισχυρό προβληματισμό στην κοινή γνώμη.
Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα «νέα» που έχουν περάσει τις τελευταίες ημέρες κάτω από τον ορίζοντα της δημόσιας προσοχής αλλά αξίζουν μια προσεκτική ματιά καθώς φωτογραφίζουν κινήσεις στον οικονομικό ορίζοντα που θυμίζουν μέρες του 2007 και του 2008.
Για να ήμαστε συγκεκριμένοι, στα διεθνή οικονομικά ΜΜΕ ο Γουόρεν Μπάφετ, επικεφαλής της Berkshire Hathaway, αφού ξεφόρτωσε το 50% των μετοχών του στην τις τελευταίες ημέρες είδαν το φως της δημοσιότητας στοιχεία, που αποκαλύπτουν ότι ο γνωστός 94χρονος γκουρού εδώ και δεκαετίες στον διεθνή επενδυτικό χώρο, Γουόρεν Amazon λίγο πριν την κατάρρευση της 5ης Αυγούστου, έκανε και κάνει το ίδιο και με τις μετοχές της Bank of Amerika (BofA).
Τα σχετικά διαγράμματα που είδαν το φως της δημοσιότητας αποκαλύπτουν ότι έχει αρχίσει να ξεφορτώνει τεράστιες «ποσότητες» μετοχών της BofA, πριν την προπαραμονή της κατάρρευσης της 5ης Αυγούστου, σταμάτησε να το κάνει μόλις ξέσπασε η καταιγίδα και … ξανάρχισε να πουλάει με το που ανέκαμψαν οι αγορές περίπου 7 – 10 ημέρες αργότερα.
Και να σκεφτεί κανείς ότι η Berkshire Hathaway είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της BofA και ένας από τους μεγαλύτερους της Amazon. Τόσο ισχυρός μάλιστα που πολλές αναλύσεις απέδωσαν την κατάρρευση της 5ης Αυγούστου και στην κίνηση της BH, σε συνδυασμό βέβαια με την αναστροφή της νομισματικής πολιτικής της BoJ (Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας) και την πορεία της απασχόλησης στις ΗΠΑ.
«Ξεφορτώνεται» δηλαδή μαζικά μετοχές από το ισχυρό γκρούπ των Big Seven της τεχνολογίας και το γκρούπ των πολύ μεγάλων αμερικανικών τραπεζικών ομίλων.
Με τα τρέχοντα δεδομένα της χρηματιστηριακής αγοράς είναι μία «κόντρα» κίνηση αν σκεφτεί κανείς ότι φεύγει από τις μετοχές της Amazon και της BofA για να σταθμεύσει τα πάνω από 270 δις δολ. που αποκόμισε από τις «πωλήσεις» – τις οποίες συνεχίζει – σε ρευστό (με διάφορες μορφές).
Το ερώτημα είναι τι κάνει την BH και τον Γουόρεν Μπάφετ να φεύγει από τις μετοχές και να «παρκάρει» το κεφάλαιό του σε ρευστότητα. Και μάλιστα να συνεχίζει αυτή την κίνηση, που άρχισε από τις αρχές του καλοκαιριού, δηλαδή πριν από τις 5 Αυγούστου, ακόμα και σήμερα ρευστοποιώντας την συμμετοχή του στην BofA.
Μία παρατήρηση που μπορεί να κάνει κανείς για να αναζητήσει απαντήσεις σε πιο γενικό ορίζοντα είναι να διακρίνει τι σημαντικές αλλαγές έχουν συμβεί στα τέλη της άνοιξης και τις αρχές του καλοκαιριού για να εντοπίσει πιθανές αιτίες αυτής της επενδυτικής στροφής.
Η βασική αλλαγή που έχει συμβεί αφορά ασφαλώς το κόστος του χρήματος δηλαδή το ύψος των επιτοκίων δανεισμού, καθώς αφ’ ενός η Fed στις ΗΠΑ έχει δρομολογήσει την διαδικασία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων και αφ’ εταίρου η BoJ στην Ιαπωνία έχει μετά από πολλά χρόνια δρομολογήσει την αναστροφή της τάσης στην εξέλιξη των επιτοκίων από μηδενικά και αρνητικά σε θετικά.
Με δεδομένο ότι όπως επιβεβαιώνει η BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) το μεγαλύτερο μέρος πλέον των επενδύσεων χαρτοφυλακίου τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες αγορές προέρχονται από «μόχλευση» κεφαλαίων, δηλαδή με απαλά λόγια είναι με «δανειακά», η αλλαγή ειδικά στο μηδενικό ή και αρνητικό κόστος δανειακών κεφαλαίων από την Ιαπωνία, είναι βασικός λόγος για να δικαιολογήσει κανείς την δυναμική των κινήσεων της BH από τα τέλη της άνοιξης.
Όμως αυτό δεν έχει συνοδευθεί από μετακίνηση των τοποθετήσεων αυτών στις ΗΠΑ που προβλέπεται μείωση επιτοκίων. Αντίθετα μετακινούνται σε «ρευστότητα» και παραμένουν εκεί, ενώ παράλληλα έχουν αυξηθεί οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου σε μετοχές μεγάλων ιαπωνικών παραγωγικών και χρηματοπιστωτικών Ομίλων δηλαδή στην περιοχή που προβλέπεται ενίσχυση του νομίσματος (γιέν) λόγω της αύξησης των επιτοκίων της BoJ.
Ασφαλώς θα ήταν υπερβολή και λάθος να επιχειρήσει να ερμηνεύσει κανείς αποκλειστικά με «μάκρο» εξελίξεις τις καθημερινές «μίκρο» κινήσεις της χρηματιστηριακής αγοράς.
Η αλήθεια όμως είναι ότι είτε γρήγορα είτε αργά -όπως απέδειξε το 2008- οι χρηματιστηριακές αγορές δεν μπορούν να αποφύγουν να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα της οικονομίας σαν σύνολο. Και στην περίπτωση Μπάφετ μπορεί να παρατηρήσει κανείς μια προβλεψιμότητα στις κινήσεις του που σχετίζονται αφ’ ενός με τις μεταβολές στο κόστος του χρήματος (του «μοχλευμένου») και αφ’ εταίρου με τους τομείς στους οποίους η «μόχλευση» αυτή μπορεί να κάνει την μεγαλύτερη ζημιά όταν αναστρέφεται, όπως π.χ. η αποκαλούμενη «φούσκα» της τεχνολογίας ή του τραπεζικού συστήματος και ειδικά εκείνου του τμήματος που είναι συνδεδεμένο περισσότερο με το λεγόμενο «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα.
Είναι χαρακτηριστικές κάποιες παρατηρήσεις που σχετίζονται με τα γεγονότα της 5ης Αυγούστου στο τελευταίο δελτίο του IIF (Institute of International Finance), όπου επισημαίνεται ότι η μεγαλύτερη ανησυχία προέρχεται από τις περιπτώσεις που έχουν επιτρέψει «τη δημιουργία μεγάλων επενδυτικών «θέσεων» σε περιόδους ηρεμίας και απαιτούν γρήγορη χαλάρωση όταν αυξάνεται η μεταβλητότητα. Η εξάρτηση από τη «μόχλευση» για πολλές από αυτές τις θέσεις συνεπάγεται ότι οι επενδυτές θα πρέπει να ανταποκρίνονται πιο άμεσα και έντονα σε δυσμενείς διαταραχές για να αποφύγουν σημαντικές απώλειες. Εάν μια τέτοια συμπεριφορά λαμβάνει χώρα σε ένα νευρικό και μη ρευστοποιήσιμο περιβάλλον αγοράς, η μεταβλητότητα θα μπορούσε να επιδεινωθεί περαιτέρω και στην περίπτωση αυτή ο βρόχος αρνητικής ανάδρασης θα μπορούσε να αναφλεγεί (σ.σ. όπως συνέβη την 5η Αυγούστου, ή την όχι και τόσο μακρινή 15η Σεπτεμβρίου 2008 με την Lehman Brothers).
Επιπλέον, ξαφνικές (και μεγάλες) μεταβολές στα περιθώρια κέρδους από τα παράγωγα (σ.σ. ειδικά στο «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα) και οι θέσεις τίτλων που δεν συνδέονται άμεσα με συναλλαγές που βασίζονται σε χαμηλή μεταβλητότητα, θα μπορούσαν να ασκήσει περαιτέρω πίεση στις αγορές, τις υποδομές και τους μεσάζοντες…». Αυτά τα σημεία θα μπορούσαν να δώσουν μια εξήγηση στο γιατί ο Μπάφετ πουλάει και κρατάει … μετρητά χωρίς να αγοράζει τίποτα.
Γιατί παίζει τόσο μεγάλο ρόλο η «μόχλευση» σ’ αυτές τις στιγμές αναταραχής; Όπως επίσης σε προηγούμενο δελτίο του IIF επισημαίνεται (σε συμφωνία με την BIS), η «μόχλευση», δηλαδή ο δανεισμός… υπερδανεισμένου κεφαλαίου αποτελεί την βασική πηγή χρηματοδότησης των επενδύσεων χαρτοφυλακίου.
Και ιδού το «περιεχόμενο» αυτής της «μόχλευσης». Η οικονομία στηρίζεται πλέον σε περισσότερο χρέος, λιγότερη παραγωγικότητα και περισσότερες εταιρείες ζόμπι με «το παγκόσμιο χρέος να πλησιάζει γρήγορα τα 325 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2024, από 260 τρισεκατομμύρια δολάρια πριν από την πανδημία. Η πιο πρόσφατη αύξηση οφείλεται κυρίως στον κρατικό δανεισμό. Σήμερα, το χρέος της γενικής κυβέρνησης υπερβαίνει το 130% του ΑΕΠ στις χώρες της G7, από μόλις πάνω από 65% το 2000. Στις μεγάλες αναδυόμενες αγορές (ΕΜ7), το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σχεδόν στο 80% του ΑΕΠ, έναντι 35% το 2000.
Πάνω σ’ αυτό το ανεξέλεγκτο πλέον «βουνό» χρέους είναι που προσπαθεί να κινηθεί … προβλεπτικά η BH και ο Γουόρεν Μπάφετ φροντίζοντας να είναι κοντά στην έξοδο όταν αισθάνεται την καταιγίδα να πλησιάζει.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής προσέγγισης των γεγονότων της 5ης Αυγούστου, δεν είναι πλέον λίγοι οι αναλυτές που έχουν αρχίσει να ανησυχούν ότι το 2023 – 2024 έχει αρχίσει να μοιάζει ολοένα και περισσότερο με το 2007 – 2008 πριν ξεσπάσει η καταιγίδα του Σεπτέμβρη με την Lehman Brothers και την κρίση χρέους που ακολούθησε…
Πάντως και η BIS σε πρόσφατη μελέτη της με αφορμή την 5η Αυγούστου επιχείρησε να κωδικοποιήσει τις αιτίες της κρίσης αυτής, επισημαίνοντας διακριτικά ότι παρά την γρήγορη ανάκαμψη των αγορών οι αιτίες είναι εδώ και παραμένουν… ενεργές.
Ιδού οι επισημάνσεις της BIS:
Η μεταβλητότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών επανεμφανίστηκε στις αρχές Αυγούστου, καθώς η «χαλάρωση» των μοχλευμένων συναλλαγών στις αγορές μετοχών και συναλλάγματος ενίσχυσε την αρχική αντίδραση σε μια αρνητική μακροοικονομική ανακοίνωση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη συνέχεια, οι αγορές σταθεροποιήθηκαν γρήγορα και η μεταβλητότητα υποχώρησε.
Οι συναλλαγές μεταφοράς συναλλάγματος επλήγησαν σκληρά από τις πιέσεις απομόχλευσης. Το συνολικό τους μέγεθος είναι δύσκολο να μετρηθεί. Διάφορες εκτιμήσεις που βασίζονται τόσο στη δραστηριότητα εντός όσο και εκτός ισολογισμού, αποδίδουν ένα σημαντικό επίπεδο 40 τρισεκατομμυρίων ¥ (250 δισεκατομμυρίων δολαρίων) που αφορά στο γεγονός (σ.σ. η μελέτη παραδέχεται ότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να μη αντανακλούν το πραγματικό μέγεθος).
Το γεγονός ήταν ένα ακόμη παράδειγμα μεταβλητότητας που επιδεινώθηκε από την προκυκλική απομόχλευση και τις αυξήσεις των περιθωρίων κέρδους. Αν και αυτή τη φορά αποφεύχθηκε μια πλήρης δυσλειτουργία της αγοράς, τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος που στηρίζουν τέτοια επεισόδια αξίζουν συνεχή προσοχή από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.