Στην Επιτροπή Εξοπλιστικών της Βουλής το πρόγραμμα για την απόκτηση και αμερικανικών Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών τύπου MQ-9 Reaper – Επαφές με τους Ισραηλινούς για την αγορά του πιο εξελιγμένου τύπου των UAV Heron – Αποτελούν απάντηση στην αναδυόμενη απειλή των τουρκικών Bayraktar TB2 στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο – Ανάπτυξη αμυντικής ομπρέλας πάνω από τα ελληνικά νησιά και τον Εβρο
Μετά την προμήθεια των 24 γαλλικών Rafale, την αναβάθμιση 84 F-16 σε επίπεδο Viper και τη δρομολόγηση ένταξης στην Πολεμική Αεροπορία 20+20 μαχητικών αεροσκαφών F-35, η χώρα μας ετοιμάζεται να κάνει τη μεγάλη «ρελάνς» και στον τομέα των drones και των Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών (Unmanned Aerial Vehicle – UAV) αποκτώντας αφενός τρία αμερικανικά UAV τύπου MQ-9 Reaper, αφετέρου συζητώντας με τους Ισραηλινούς την αγορά του πιο εξελιγμένου τύπου των Heron (χρησιμοποιούνται ήδη από τις Ενοπλες Δυνάμεις), Heron-TP, με δυνατότητα πραγματοποίησης και επιθετικών αποστολών αφού μπορούν να φέρουν και πυραύλους.
Σε μια προσπάθειά του να κλείσει το σχετικό «άνοιγμα της ψαλίδας» που υπάρχει στα συγκεκριμένα οπλικά συστήματα ανάμεσα στις ελληνικές και τις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας εμφανίζεται να δαπανά σημαντικά ποσά προκειμένου να προλάβει την αναδυόμενη απειλή που αποτελούν για την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο τα τουρκικά drones. Παράλληλα, μια άλλη πτυχή της ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων με Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη σχετίζεται με τη δημιουργία ενός κατάλληλου επιχειρησιακού περιβάλλοντος εν όψει της ένταξης των F-35 στο δυναμικό της Πολεμικής Αεροπορίς από το 2028, καθώς η φιλοσοφία που διέπει τη χρήση των συγκεκριμένων μαχητικών τα θέλει να πλαισιώνονται και να συνεργάζονται με συστήματα UAV και drones.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ήδη από τις αρχές της εβδομάδας κατατέθηκε στην Επιτροπή Εξοπλιστικών της Βουλής το πρόγραμμα για την απόκτηση τριών UAV τύπου MQ-9 Reaper (στα ελληνικά «θεριστής»), με το συνολικό κόστος τους, μαζί με τους δύο επίγειους σταθμούς ελέγχου τους, να υπολογίζεται στα περίπου 340 εκατ. ευρώ. Τα συγκεκριμένα UAV μπορούν να παρακολουθούν τον «εχθρό» μεταδίδοντας σε πραγματικό χρόνο την εικόνα του πεδίου στα κέντρα επιχειρήσεων, να συλλέγουν πληροφορίες, αλλά και να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, έχοντας τη δυνατότητα να παραμένουν χωρίς ανεφοδιασμό στον αέρα έως και 48 ώρες και ακτίνα δράσης μέχρι την Κύπρο.
Aπρόσβλητα από τα όπλα
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Α/ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος, κατά την κεκλεισμένων των θυρών ενημέρωση που έγινε την περασμένη Δευτέρα από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ προς τα μέλη της επιτροπής, επιχειρηματολόγησε υπέρ της απόκτησης των τριών MQ-9 τονίζοντας πως καλύπτουν σε υψηλό βαθμό τις ανάγκες επιτήρησης που έχει η χώρα. Τα χαρακτήρισε απαραίτητα προκειμένου να υπάρχει σε πραγματικό χρόνο επιχειρησιακή εικόνα, τόσο στο Αιγαίο όσο και σε μεγάλο μέρος της Μεσογείου, αναφορικά με τις κινήσεις του αντιπάλου.
Δείτε το βίντεο με τις δυνατότητες των αμερικανικών MQ-9 Reaper
Τόνισε δε πως η ευρεία χρήση τους μειώνει σημαντικά το κόστος επιτήρησης των συνόρων μας και όχι μόνο, αφού πλέον δεν θα απαιτείται να σηκωθεί αεροσκάφος ή να σταλεί πλοίο προκειμένου να υπάρχει εικόνα από περιοχές όπου ο αντίπαλος διατηρεί ή στέλνει δυνάμεις. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, όπως παρατήρησε ο Α/ΓΕΕΘΑ, τα MQ-9 θα έχουν αμυντικό χαρακτήρα, αφού δεν φέρουν φορείς πυραύλων, αλλά από την άλλη θα μπορούν να πετούν σε μεγάλο ύψος, άνω των 40.000 ποδών, γεγονός που τα καθιστά απρόσβλητα από τα όπλα του αντιπάλου, ενώ θα διαθέτουν αυξημένες δυνατότητες απόκτησης πληροφορίας, αποστολής εικόνας του πεδίου και ηλεκτρονικού πολέμου. Την ίδια στιγμή, το ΥΠΕΘΑ εμφανίζεται να είναι σε προχωρημένες συζητήσεις με το Ισραήλ για την προμήθεια UAV τύπου Heron-TP, αλλά και για την ανάπτυξη μιας anti-drone ομπρέλας πάνω από τα ελληνικά νησιά και τον Εβρο.
Να σημειώσουμε ότι τα συστήματα που συνθέτουν την εν λόγω ομπρέλα έχουν τη δυνατότητα να παραπλανούν τα εχθρικά UAV, να παρεμβάλλονται στο σύστημα διεύθυνσής τους και να τα αποπροσανατολίζουν, είτε ακόμη και να τα χακάρουν αποκτώντας τον έλεγχό τους. Στο πλαίσιο αυτό, μόνο τυχαία δεν ήταν η συνάντηση που είχε την περασμένη Τετάρτη στο γραφείο του ο Α/ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρος με τους εκπροσώπους των ισραηλινών εταιρειών Rafael Advanced Defense Systems Ltd και Aeronautics Group, οι οποίες παράγουν τα συγκεκριμένα συστήματα.
Η Πολεμική Αεροπορία, άλλωστε, έχει αποκτήσει σημαντική εμπειρία πάνω στη χρήση των Heron, τα οποία έχει υπενοικιάσει για τρία χρόνια από το Ισραήλ και εδώ και περίπου έναν χρόνο επιχειρούν από τη Σκύρο. Τα συγκεκριμένα UAV χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε αποστολές ISR (Intelligence-Surveillance-Reconnaissance), συλλογής πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης, δίνοντας τη δυνατότητα ελέγχου του ελληνικού αρχιπελάγους όχι μόνο σε επίπεδο Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και βελτίωσης της φύλαξης των συνόρων και επιπλέον αποτελεσματικότητας σε αποστολές έρευνας και διάσωσης από το Λιμενικό. Αναπτύσσουν δε ταχύτητα που ξεπερνά τα 200 χλμ., έχοντας τη δυνατότητα να πετούν συνεχώς έως και 52 ώρες, σε ύψος 35.000 ποδών, με τη «ματιά τους» να εκτείνεται ακόμη και πέρα από τα 30 μίλια.
Να προσθέσουμε επίσης ότι η χώρα μας διαθέτει παράλληλα μια σημαντική δύναμη drones τύπου «Πήγασος», αρκετά από τα οποία ωστόσο είναι παλιάς τεχνολογίας. Δίπλα σε αυτά επιχειρούν και κάμποσα ακόμη γαλλικής κατασκευής UAV τύπου «Sperwer», οι δυνατότητες των οποίων πρόκειται να αναβαθμιστούν. Ταυτόχρονα, σε εξέλιξη βρίσκεται και η σχεδίαση και κατασκευή ενός καινοτόμου Μη Επανδρωμένου Αεροσκάφους το οποίο αφενός θα χρησιμοποιείται για αποστολές επιτήρησης σε τακτικό επίπεδο, αφετέρου, όπως εκτιμάται, θα μπορεί να φέρει και οπλισμό.
Πρόκειται για το λεγόμενο «πρόγραμμα LOTUS» (Low Observable Tactical Unmanned Air System), το οποίο υλοποιεί ήδη μια κοινοπραξία ευρωπαϊκών οντοτήτων με συντονιστή την εγχώρια εταιρεία Intracom Defense Electronics, υπό την επίβλεψη του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας. Το πρόγραμμα υποστηρίζεται από κοινού με την Κυπριακή Δημοκρατία, στο πλαίσιο Διακρατικής Συμφωνίας, μετά από σχετική έγκριση του ΚΥΣΕΑ, με τα πρώτα Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη να αναμένεται ότι θα αρχίσουν να παραδίδονται στις Ενοπλες Δυνάμεις το 2024. Δίπλα στα παραπάνω τρέχει και το πρόγραμμα «Αρχύτας», με στόχο την παραγωγή ενός αμιγούς ελληνικού drone πολλαπλών χρήσεων, με συνεργασία της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας και τριών ελληνικών πανεπιστημίων (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης). Βασικός στόχος των εμπλεκόμενων φορέων είναι το πρόγραμμα να ολοκληρωθεί το αργότερο μέσα στους πρώτους μήνες του 2024.
Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, όπως ανέφερε την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή ο ΥΕΘΑ Νίκος Παναγιωτόπουλος, το πρόγραμμα «Αρχύτας» είναι ακόμη σε ανάπτυξη, ενώ ενδέχεται να υπάρξει περαιτέρω καθυστέρηση ως προς την παραγωγή του, λόγω της ύπαρξης σχετικών «γραφειοκρατικών αγκυλώσεων».
Τουρκική απειλή
Από την άλλη πλευρά, η Αγκυρα, έχοντας μετατρέψει την ευρεία χρήση των drones και των Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών σε βασικό δόγμα της επιθετικής της πολιτικής έναντι της χώρας μας, εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα να τα χρησιμοποιεί σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς αλλά και συχνότητα, σε αποστολές επιτήρησης και αμφισβήτησης του εθνικού μας εναέριου χώρου, κατασκοπείας, αποπροσανατολισμού, ακόμη και «εγκλωβισμού» μονάδων των Ενόπλων Δυνάμεων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, η Τουρκία συγκαταλέγεται στην πρώτη τριάδα των χωρών με τη μεγαλύτερη εμπειρία χρήσης UAV σε επίπεδο πολεμικών επιχειρήσεων, έχοντας αναπτύξει τέτοιου τύπου συστήματα σε όλα τα θερμά ή ψυχρά μέτωπα που έχει ανοίξει, από τη ΝΑ Μεσόγειο και τη Συρία μέχρι τη Λιβύη και πρόσφατα το Αζερμπαϊτζάν. Εμφανίζεται να διαθέτει ένα διευρυμένο δίκτυο βάσεων επιχειρήσεων των UAV, αρκετές από τις οποίες βρίσκονται είτε κοντά στις ακτές της Μεσογείου (Ιντσιρλίκ, Γκαζιαντέπ), είτε στο Αιγαίο (Δαρδανέλια, Νταλαμάν). Δίπλα σε αυτές τις βάσεις η Αγκυρα φέρεται να έχει δημιουργήσει ειδικές εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών σε τουλάχιστον επτά αεροδρόμια μόνο την τελευταία διετία. Η Τουρκία χρησιμοποιεί τα UAV παράλληλα με τα drones, με τη διαφορά ότι η δράση των πρώτων, επειδή είναι σε θέση να φέρουν οπλικά συστήματα και σύγχρονα μέσα υποκλοπών και καταγραφής εικόνας και ήχου, είναι εξαιρετικά πιο επικίνδυνη.
Συνοδεία
Ενδεικτικά να επισημάνουμε ότι εδώ και περίπου έξι μήνες η πλειονότητα των παραβιάσεων του εθνικού μας εναέριου χώρου γίνεται από UAV. Σύμφωνα δε με πληροφορίες, οι Τούρκοι, επί του παρόντος τουλάχιστον, αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν σε αυτές τις αποστολές τη ναυαρχίδα του στόλου των Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών τους, το Bayraktar TB2, από τον φόβο ότι μπορεί οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις να υποκλέψουν ή να αποκτήσουν εμπειρία αντιμετώπισης των επιχειρησιακών δυνατοτήτων τους. Για τον λόγο αυτό, συνήθως, στις αποστολές τους στο Αιγαίο επιλέγουν να χρησιμοποιούν κάποιον από τους άλλους τύπους UAV που διαθέτουν.
Οι αρμόδιοι επιτελείς του Πενταγώνου που παρακολουθούν τη δραστηριότητα των τουρκικών UAV στο Αιγαίο εκτιμούν ότι θα αποτελέσουν μόνιμους συνοδούς από αέρος του πλωτού γεωτρύπανου «Αμπντούλ Χαμίτ Χαν», το οποίο αναμένεται να ξεκινήσει εργασίες στη ΝΑ Μεσόγειο εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του Αυγούστου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, υπάρχουν συνολικά έξι τύποι UAV που επιχειρούν στις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις, με δυνατότητες -ανάλογα με τον τύπο – να πραγματοποιούν αποστολές αναγνώρισης, επιτήρησης, συλλογής πληροφοριών, αλλά και εξόντωσης εχθρικών στόχων.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τα Bayraktar TB2 και Akinci της εταιρείας Baykar Makina, τα Anka της Turkish Aerospace Industries, τα Serçe-1 της εταιρείας Aselsan, τα Kargu της εταιρείας STM και τα Karayel SU της Vestel Defence. Εκτιμάται ότι συνολικά τα UAV που βρίσκονται σε υπηρεσία στις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις υπολογίζονται σε κάτι παραπάνω από 1.000, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι μικρά σε μέγεθος. Από τους παραπάνω τύπους UAV ξεχωρίζουν τα Akinci και τα Bayraktar TB2 (σχεδόν 100), δεδομένου ότι μπορούν να φέρουν πυραύλους, με τα τελευταία να χρησιμοποιούνται σε όλα τα πολεμικά μέτωπα που έχει εμπλακεί η Αγκυρα, έχοντας εμβέλεια περίπου 160 χλμ. Η εταιρεία που τα παράγει ανήκει στον Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ, γαμπρό του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς έχει παντρευτεί τη μικρότερη κόρη του, Σουμιγιέ.