Τι ισχυρίστηκε απαντώντας στις ερωτήσεις της δικαστικής λειτουργού.
Η Ρούλα Πισπιρίγκου εκτός από το απολογητικό υπόμνημα που παρέδωσε στην ανακρίτρια για την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε ότι αφορά στην ανακοπή της Τζωρτζίνας απάντησε και στις ερωτήσεις της δικαστικής λειτουργού για τα σημεία που έχουν εγείρει κενά και απορίες.
Η πρώτη ερώτηση αφορούσε στο γιατί καθυστέρησε δυο ώρες να πάει το παιδί στο νοσοκομείο στο πρώτο επεισόδιο που περιέγραψε στις 8 Απριλίου 2021.
Όπως αποκαλύπτει το Newpost η απάντηση της κατηγορούμενης μητέρας ήταν:
«Μετά το πρώτο επεισόδιο κοιμήθηκε για πολύ λίγο και ξύπνησε κάνοντας δεύτερο επεισόδιο το οποίο αντιλήφθηκε και η ίδια αφού εξαιτίας αυτού του επεισοδίου ξύπνησε. Μετά από αυτό ξεκίνησε η διαδικασία να τη ρωτήσουμε εγώ, οι γονείς μου, η αδερφή μου, τι ακριβώς ένιωθε και επειδή απευθυνόμασταν σε ένα μικρό παιδί προσπαθήσαμε να καταλάβουμε τι ακριβώς της συμβαίνει.»
Η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι εκείνη τη στιγμή ήταν στο σπίτι της μητέρας της στον Αλισσό και χρειαζόταν τουλάχιστον μισή ώρα για να φθάσει στο νοσοκομείο. «Θεωρώ ότι ενήργησα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.»
Η επόμενη ερώτηση ήταν για το αν ήταν παρών κάποιος γιατρός ή νοσηλευτής σε κάποια από τα επεισόδια του παιδιού. Η απάντηση ήταν όχι.
«Στην έναρξη των επεισοδίων δεν είχε τύχει να είναι παρών κάποιος γιατρός ή νοσηλευτής οι οποίοι λάμβαναν γνώση του επεισοδίου στη συνέχεια. Συνήθως τους ενημέρωνα εγώ για αυτά τα επεισόδια. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές έρχονταν στο δωμάτιο και διαπίστωναν τα συμπτώματα αυτών των επεισοδίων. Άλλωστε τα περιγράφουν στις καταθέσεις τους. Έχουν δει τους εμετούς που έκανε τις ανεβασμένες σφύξεις τις πτώσεις οξυγόνου και την ταχύπνοια. Άλλωστε για αυτό το λόγο κάποια στιγμή της είχαν βάλει μάσκα οξυγόνου στα δύο λίτρα.»
Η Ρούλα Πισπιρίγκου επέμενε λέγοντας ότι γιατροί και νοσηλευτές δεν έμεναν πάνω από τριάντα λεπτά μέσα στο δωμάτιο συμπληρώνοντας: «Θα ήταν τρομερή σύμπτωση να συμπέσει η έναρξη επεισοδίου με την επίσκεψη κάποιου γιατρού ή νοσηλευτή. Επιπλέον η Τζωρτζίνα απαντούσε τότε στους γιατρούς όταν την ρωτούσαν και τους έλεγε τι αισθανόταν πως ένιωθε αν πονάει και που. Επίσης θέλω να επισημάνω ότι είχε πλήρη επαφή με το περιβάλλον και αν έκανα την οποιαδήποτε παρέμβαση όπως κατηγορούμαι στο σώμα της θα γινόταν αντιληπτό από την ίδια και θα εξέφραζε τους φόβους της τόσο στον μπαμπά της που ήταν την ημέρα της ανακοπής το πρωί μαζί της όσο και στους συγγενείς με τους οποίους είχε άμεση επαφή.»