Το απολογητικό υπόμνημα του αστυνομικού που πυροβόλησε τον 16χρονο Ρομά στο κεφάλι, κατά τη διάρκεια καταδίωξης στη Θεσσαλονίκη.
Πριν από λίγο Ανακριτής και Εισαγγελέας διαφώνησαν για το θέμα της προφυλάκισης ή μη του 34χρονου και έτσι θα παραμείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό έως ότου αποφανεί το δικαστικό συμβούλιο.
Στην απολογία του ο αστυνομικός υποστηρίζει ότι στόχευσε χαμηλά χωρίς να αντιληφθεί αρχικά ότι έχει τραυματίσει τον οδηγό, ότι ο υπάλληλος του πρατηρίου υγρών καυσίμων ψεύδεται λέγοντας ότι δεν ήταν αυτός που ενημέρωσε τους αστυνομικούς για το συμβάν, ενώ αναφέρει ότι το όπλο του περιείχε ακόμα 10 σφαίρες που δεν χρησιμοποιήθηκαν γεγονός που δείχνει -κατά τον ίδιο- ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τον 16χρονο.
Ολόκληρη η απολογία: «Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Εργάζομαι ως αστυνομικός. Προέρχομαι από μία φτωχή τετραμελή οικογένεια. Ο πατέρας μου εργαζόταν ως οικοδόμος και πλέον είναι συνταξιούχος και η μητέρα μου ασχολείται με τα οικιακά. Δυστυχώς αμφότεροι αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας και για το λόγο αυτό έχω αναλάβει τη φροντίδα τους.
Παρά τις δυσκολίες, μου μεταλαμπάδευσαν όλα τα ήθη και τις αξίες που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Από μικρός είχα όνειρο να υπηρετήσω στην Αστυνομία καθώς διαθέτω υψηλό αίσθημα ευθύνης και επιθυμώ να προστατέψω με φιλότιμο και αυταπάρνηση τα δικαιώματα των πολιτών και να τους βοηθώ όταν βρίσκονται σε ανάγκη. Πρότυπο μου υπήρξε ο πεθερός μου, που είναι απόστρατος αξιωματικός στο Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης.
Όταν υπηρετούσα στην Αθήνα και συγκεκριμένα στις 1 Ιουλίου 2017, εγώ με τους συναδέλφους μου ενημερωθήκαμε ότι κινδυνεύει η ζωή ενός 8χρονου κοριτσιού μετά από ακατάσχετη αιμορραγία από τη θραύση τζαμιού μπαλκονόπορτας. Μεταβήκαμε άμεσα στο σημείο, παρείχαμε τις πρώτες βοήθειες και τέλος φροντίσαμε για την άμεση μεταφορά του παιδιού στο νοσοκομείο.
Από την υπηρεσία μου έχουν απονεμηθεί ηθικές αμοιβές-έπαινοι σε πέντε περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν τη μεθοδικότητά, το ζήλο και την προθυμία μου στην ανάληψη των καθηκόντων μου τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη».
Επί της αποδιδόμενης κατηγορίας
«Περί ώρα 00.50 της 5 Δεκεμβρίου 2022 ευρισκόμενος σε διατεταγμένη υπηρεσία με τομέα ευθύνης την περιοχή Ευόσμου-Κορδελιού, μαζί με τους τρεις συναδέλφους μου διήλθαμε από πρατήριο υγρών καυσίμων που βρίσκεται στην οδό Μοναστηρίου για την ικανοποίηση των σωματικών μας αναγκών.
Κατά την παραμονή στο πρατήριο μας προσέγγισε ένας υπάλληλος , ο οποίος μας δήλωσε ότι ένας πελάτης μόλις είχε βάλει καύσιμα αξίας 20 ευρώ σε ένα αγροτικό όχημα και έφυγε χωρίς να πληρώσει. Για το λόγο αυτό μας έδωσε και τα στοιχεία της πινακίδας που έφερε το όχημα.
Ψευδής είναι ο ισχυρισμός του υπαλλήλου του πρατηρίου υγρών καυσίμων ότι ουδέποτε απευθύνθηκε σε μας για το εν λόγω περιστατικό και ότι, επειδή αυτός μονολογούσε ότι διέφυγε ο οδηγός του αγροτικού χωρίς να πληρώσει, εμείς ακούσαμε τα όσα είπε και τάχα προθυμοποιηθήκαμε αυτοβούλως να καταδιώξουμε το όχημα. Σε συνδυασμό μάλιστα με την προανακριτική κατάθεσή του αλλά και και την προανακριτική κατάθεση του… ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του θύματος για το αδίκημα της κλοπής, συνάγεται ότι οι ανωτέρω φοβούνται ότι τόσο οι ίδιοι όσο και το εν λόγω πρατήριο καυσίμων θα καταστούν στόχοι από την οικογένεια του θύματος.
Η πραγματικότητα έχει ως εξής: Αφού λάβαμε γνώση του περιστατικού από τον υπάλληλο του πρατηρίου, επιβιβαστήκαμε στις μηχανές και φύγαμε, προκειμένου να εντοπίσουμε το αγροτικό, ενεργοποιώντας τις σειρήνες.
Κινούμενοι επί της Μοναστηρίου με κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης, εντοπίσαμε το ύποπτο όχημα να έχει πραγματοποιήσει αναστροφή στο πρώτο φανάρι. Δε μπορέσαμε να καταλάβουμε εάν η αναστροφή έγινε επειδή μας είδε πίσω του. Στο σημείο αυτό ο συνάδελφός μου επιχείρησε να διαβιβάσει στο κέντρο της Άμεσης Δράσης, προκειμένου να ζητήσει συνδρομή και για τον έλεγχο αλλά δεν τα κατάφερε λόγω προβλημάτων στην επικοινωνία. Ενώ κινούμασταν και πριν ακόμη το προσεγγίσουμε, το όχημα έκανε ελιγμούς δεξιά και αριστερά.
Κινηθήκαμε ακολουθώντας την πορεία του οχήματος και στα φανάρια μπροστά από τα Ελληνικά Πετρέλαια το όχημα διέκοψε την πορεία του, καθώς το φανάρι ήταν κόκκινο. Τότε η πρώτη μηχανή σταμάτησε πίσω από το αυτοκίνητο και αφού χρησιμοποίησαν επανειλημμένα ηχητικά σήματα, ζήτησαν από τον οδηγό του οχήματος φωνάζοντας του να κάνει δεξιά και να ακινητοποιήσει το όχημα. Η άλλη μηχανή ήταν λίγα μέτρα παραπίσω. Το όχημα είχε φιμέ τζάμια.
Παρά το γεγονός ότι η πρώτη μηχανή προσέγγισε το όχημα και δόθηκαν εντολές επαναλαμβανόμενες στον οδηγό να κάνει στην άκρη, για να γίνει έλεγχος, εκείνος ξεκίνησε απότομα το όχημα, στρίβοντας το τιμόνι προς τα δεξιά με σκοπό να εμβολίσει τη μηχανή.
Μετά την απόπειρα εμβολισμού της πρώτης μηχανής, το αγροτικό παραβίασε το κόκκινο και αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα κινήθηκε προς Διαβατά, παραβιάζοντας και επόμενο ερυθρό σηματοδότη. Τότε ο συνάδελφος ενημέρωσε το κέντρο Άμεσης Δράσης προκειμένου να λάβουν γνώση ότι βρισκόμαστε σε ακολουθία.
Μάλιστα λόγω της μεγάλης ταχύτητας το όχημα χτύπησε από τη δεξιά πλευρά στο κράσπεδο του πεζοδρομίου και ακολούθως άρχισε να χάνει τον έλεγχο, αφού το πίσω μέρος του αγροτικού είχε χάσει την πρόσφυση.
Στις τελευταίες σιδηροδρομικές γραμμές πριν τις φυλακές, χωρίς εμφανή λόγο και ενώ μπορούσε να συνεχίσει ευθεία για να εισέλθει στον οικισμό, προκειμένου να διαφύγει της σύλληψης, καθώς γνώριζε ότι δεν ήμασταν σε οργανωμένη επιχείρηση και δεν είχαμε τη δυνατότητα να εισέλθουμε στον οικισμό, ξαφνικά εντελώς απότομα έκανε αναστροφή, με αποτέλεσμα να έρθει κατά μέτωπο και ελαφρώς διαγώνια με την πρώτη μηχανή των συναδέλφων. Τότε επειδή ο οδηγός σταμάτησε προς στιγμήν το όχημα, σταμάτησε και η πρώτη μηχανή και οι συνάδελφοι άρχισαν να δίνουν εντολές για να αποβιβαστεί από αυτό. Ωστόσο, ο οδηγός δεν υπάκουσε, αλλά εκκίνησε εκ νέου το όχημα με μεγάλη ταχύτητα με σκοπό να χτυπήσει την πρώτη μηχανή με το μπροστινό μέρος του αγροτικού.
Εξαιτίας του ότι δεξιά της πρώτης μηχανής υπήρχαν εμπόδια, χόρτα και μπάρες, η μόνη επιλογή ήταν να κινηθούν γρήγορα ευθεία για να αποφύγουν τη σύγκρουση με το αγροτικό που κινούνταν κατά πάνω τους. Αφού η μηχανή απέφυγε τη σύγκρουση για δεύτερη φορά, συνέχισε να κινείται ευθεία με κατεύθυνση προς τις φυλακές των Διαβατών. Η δική μου μηχανή βρισκόταν 10-15 μέτρα πιο πίσω που πλησιάζαμε με χαμηλή ταχύτητα.
Τότε ο οδηγός του αγροτικού οχήματος αντί να συνεχίσει την πορεία του ευθεία, έκανε αναστροφή και άμεσα ξαναπάτησε γκάζι, προκειμένου να κινηθεί για Τρίτη φορά κατά της πρώτης μηχανής, που ήταν μπροστά του σε πολύ μικρή απόσταση 3-4 μέτρων, με καταφανή σκοπό να τη χτυπήσει, να την ανατρέψει και να εξουδετερώσει τους επιβαίνοντες αστυνομικούς, απειλώντας έτσι τη ζωή και της σωματική τους ακεραιότητα.
Μόλις αντιλήφθηκε ότι το αγροτικό επιτάχυνε με κατεύθυνση προς τη μηχανή των συναδέλφων μου, χάσαμε από το οπτικό μας πεδίο τη μηχανή, δε μπορούσαμε να διακρίνουμε και πιστέψαμε ότι κατάφερε να τους παρασύρει, οπότε έβγαλα το υπηρεσιακό μου όπλο και πυροβόλησε δύο φορές, ενώ το κρατούσα μόνο με το δεξί μου χέρι, επειδή η μηχανή μας ήταν εν κινήσει. Πυροβόλησα χαμηλά και τις δύο φορές, προς τα λάστιχα του αυτοκινήτου, πλην όμως από την ανωμαλία του εδάφους του συγκεκριμένου σημείου, λόγω του ότι στο σημείο αυτό υπήρχαν σιδηροδρομικές γραμμές και η άσφαλτος είναι παραμορφωμένη, η μηχανή αναπήδησε, με αποτέλεσμα το πιστόλι, λόγω της απροόπτου και μη προβλεπόμενης αναπηδήσεως, να βρεθεί ψηλότερα και έτσι να επέλθει το τραγικό αποτέλεσμα. Παρά το γεγονός ότι δεν κινούμασταν με μεγάλη ταχύτητα δε μπορούσα να στοχεύσω με ακρίβεια, επειδή κρατούσα το όπλο με το ένα μου χέρι και είχα απόσταση τουλάχιστον 15 μέτρων από το αγροτικό όχημα.
Το όπλο περιέχει 12 φυσίγγια σε γεμιστήρα. Όπως έχει προκύψει από τη βαλλιστική έκθεση, ο γεμιστήρας μου περιείχε τις υπόλοιπες σφαίρες, γεγονός που σημαίνει ότι δεν είχα σκοπό να τον σκοτώσω τον οδηγό του αγροτικού οχήματος, αλλιώς θα είχα αδειάσει όλο το γεμιστήρα. (…) Ουδέποτε σημάδεψα τον οδηγό ή την καμπίνα του οδηγού-συνοδηγού του αγροτικού, επομένως όταν διαπίστωσα τον τραυματισμό του σοκαρίστηκε, καθώς και ο δύο βολές μου είχαν στοχεύσει χαμηλά».