Στην πατρίδα του και ακριβώς στο σημείο που ο ίδιος επέλεξε, δίπλα στα μνήματα των γονέων του στο Τατόι, ετάφη εν τέλει ο Κωνσταντίνος Β’, ο τελευταίος βασιλέας των Ελλήνων. Η κηδεία του, τη Δευτέρα 16 Ιανουαρίου του 2023, μεταξύ των άλλων, επιβεβαίωσε ότι, με έναν παράξενο, σχεδόν ακατανόητο τρόπο, η έννοια της μοναρχίας εξακολουθεί να επιβιώνει, ασκώντας γοητεία σε κάποιους Ελληνες που βρέθηκαν χθες στη Μητρόπολη των Αθηνών είτε για να αγγίξουν το φέρετρο του τέως βασιλιά, είτε για να δουν ζωντανά τους σημερινούς απογόνους των πάλαι ποτέ μοναρχικών οίκων, από ολόκληρη την Ευρώπη και όχι μόνον -ή ενδεχομένως για όλα αυτά.
Ήταν όλοι αυτοί βασιλόφρονες και νοσταλγοί κάποιου τύπου «ελέω Θεού» μοναρχίας; Στάθηκαν με τις ώρες σε ουρές εκατοντάδων μέτρων παρακινημένοι από την ιδεολογία ή την περιέργειά τους; Προσδοκούσαν, άραγε, να παρακολουθήσουν ένα επεισόδιο του «Crown» σε ζωντανή μετάδοση από το ιστορικό κέντρο της Αθήνας; Απορίες που δύσκολα μπορούν να απαντηθούν τεκμηριωμένα.
Η αποδημία του Κωνσταντίνου Β’ συνέπεσε με την όξυνση των πολιτικών πνευμάτων στην Ελλάδα του 2023, λόγω της παρατεταμένης πλην εισέτι ακήρυχτης επισήμως προεκλογικής περιόδου. Κι αν ποτέ υπήρχε πιθανότητα για την κυβέρνηση να αμφιταλαντευτεί, στην τρέχουσα συγκυρία απλώς αποκλείστηκε κατηγορηματικά η απόδοση τιμών τέως αρχηγού κράτους στον Κωνσταντίνο. Εξού και ο τελευταίος άνθρωπος που έφερε τον τίτλο του βασιλέα των Ελλήνων, κηδεύτηκε σαν απλός πολίτης. Ένας απλός πολίτης, ο οποίος, όπως επανέλαβε αρκετές φορές ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος στη διάρκεια της εξοδίου ακολουθίας εις μνήμην του Κωνσταντίνου «βασιλέαν ημών γενόμενον». Ένας απλός πολίτης, που επηρέασε καθοριστικά τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και τιμωρήθηκε αυστηρά από την πολιτειακή επιλογή του ελληνικού λαού για την συμβολή του, ακούσια κατά το πλείστον, στην κατάλυση της δημοκρατίας από τη χούντα των συνταγματαρχών, το 1967.
Ταυτόχρονα, όμως, η τελετή της κηδείας του Κωνσταντίνου ήταν καθ’ όλα βασιλική στην ουσία της. Αφ’ ενός διότι προσέλκυσε τους περισσότερους εστεμμένους, ευγενείς και κληρονομικώ δικαιώματι αριστοκράτες, μετά από όσους παρέστησαν στην κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ. Αφορμής δοθείσης, εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν ο Κωνσταντίνος ήταν κάποιος αιρετός άρχων, η τελευτή του θα προσήλκυε ανάλογο πλήθος προσωπικοτήτων υψηλής περιωπής;
Εγκυκλοπαιδική και υποθετική η διερώτηση, αλλά το βέβαιον είναι ότι η βασιλεία εξακολουθεί, έστω και χωρίς να το διατυμπανίζει, να μένει διασυνδεδεμένη με έναν πυκνό ιστό οικογενειακών ή ακόμη και εξ αίματος δεσμών. Και, επίσης, να αποτελεί υπόδειγμα συνοχής: Οι βασιλείς, πρίγκηπες, διάδοχοι, δούκες κ.λπ. που εθεάθησαν στη Μητρόπολη, έστω και εάν το status τους συνεπάγεται διευκολύνσεις άπιαστες για τους κοινούς θνητούς, όπως φερ’ ειπείν τα ταξίδια με ιδιωτικά αεροσκάφη, έσπευσαν στην Ελλάδα για να αποχαιρετίσουν έναν δικό τους άνθρωπο. Με σεμνότητα και σοβαρότητα, με την τάξη και την πειθαρχία που ορίζει το βασιλικό πρωτόκολλο. Αντικειμενικά, ακόμη και για τον πλέον ένθερμο αντιμοναρχικό, η ανταπόκριση τόσο πολλών ευγενών στο θάνατο του Κωνσταντίνου ήταν εντυπωσιακή.
Και ακριβώς επειδή προσήλθαν δεκάδες «γαλαζοαίματοι» προκειμένου να μοιραστούν το πένθος με την οικογένεια του εκλιπόντος τέως ηγεμόνα, αποκαλύφθηκε μία εκδοχή της συμμετρίας των ιστορικών γεγονότων: Στη Μητρόπολη των Αθηνών ο Κωνσταντίνος Β’ παντρεύτηκε το 1964 και στη Μητρόπολη των Αθηνών κηδεύτηκε σχεδόν 60 χρόνια αργότερα. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις περιστοιχιζόταν από μεγάλο αριθμό εκπροσώπων της διεθνούς μοναρχίας, έχοντας δίπλα του τη δια βίου σύντροφο και μητέρα των πέντε παιδιών του, την Άννα-Μαρία. Η οποία, θρηνώντας σιωπηλά πάνω από το φέρετρο του Κωνσταντίνου, αναδείχθηκε στο πλέον χαρακτηριστικό πρόσωπο της όλης νεκρώσιμης τελετής.
Η Άννα-Μαρία, συντετριμμένη, προσήλθε στη Μητρόπολη τελευταία και πήρε τη θέση της στο πρώτο κάθισμα της δεξιάς σειράς καθισμάτων μπροστά στο φέρετρο του νεκρού, ως είθισται. Δίπλα της, ο πρωτότοκος γιος, Παύλος, ο οποίος είχε αναλάβει το καθήκον να εκφωνήσει τον έναν και μοναδικό επικήδειο λόγο για τον πατέρα του.
Παρόντων, λοιπών, εν ενεργεία βασιλέων, πριγκίπων, πριγκιπισσών, διαδόχων, δουκών κ.λπ., ο πρωτότοκος υιός του Κωνσταντίνου Β’ ανέλαβε να εκφωνήσει τον δέοντα επικήδειο για τον αγαπημένο πατέρα του. Σε κάπως ασταθή ελληνικά, αλλά σε πολύ πιο ρέοντα αγγλικά, ο Παύλος απήγγειλε την ομιλία του, επιχειρώντας μια σύντομη ανασκόπηση του βίου και της πολιτείας του πατρός του.
«Κωνσταντίνε, μεγαλειότατε, βασιλιά πατέρα μου» ήταν η αρχική προσφώνηση εκ μέρους του υιού, για να ακολουθήσουν αναφορές στον Ολυμπιακό άθλο του Κωνσταντίνου, με το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960 -το οποίο και εξετίθετο μπροστά στο φέρετρο. Κατόπιν, ο Παύλος μίλησε για το κενό που αφήνει στην οικογένεια ο θάνατος του τέως βασιλιά, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε ο τρόπος με τον οποίον προσέγγισε το πιο ευαίσθητο σημείο της θητείας του -την τριετία που μεσολάβησε ανάμεσα στη διαδοχή του βασιλέα Παύλου το Μάρτιο του 1964 και το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
«Ήταν μια δύσκολη εποχή, πατέρα, όταν ανέβηκες στο θρόνο» είπε στον επικήδειό του ο Παύλος «με σκληρότατες συγκρούσεις. Πάθη αβυσσαλέα. Και το αποτέλεσμα, κάτι που δεν το θέλησε κανείς. Από την πρώτη στιγμή αντιστάθηκες με σθένος και αναζήτησες τρόπο ανατροπής των πραξικοπηματιών. Η προσπάθειά σου απέτυχε, όμως δεν ήθελες, μένοντας στην Ελλάδα να γίνεις η αιτία μιας νέας αιματοχυσίας. Πάντα πιστός στην παρακαταθήκη του πατέρα σου, δέχθηκες με σεβασμό την απόφαση του ελληνικού λαού».
Το τελευταίο αντίο στον τέως βασιλιά:
Η αναφορά του Παύλου στον παππού του, ενώ απευθυνόταν στο κλειστό φέρετρο του Κωνσταντίνου, ήταν η εξής: «Πατέρα, στερήθηκες πολύ νέος τον πατέρα σου, τον βασιλέα Παύλο, τον παππού μου. Τήρησες όμως την παρακαταθήκη του, που άφησε όταν έγινες 18 χρονών και ανέλαβες την ευθύνη του διαδόχου του ελληνικού θρόνου. Και παρέλαβες το ξίφος του αξιωματικού των ευλογημένων Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδος. Σου είπε: ‘Αφιέρωσον την ζωήν σου εις την ευτυχίαν της πατρίδος. Ουδεμία ευγενεστέρα και πλέον αξιόλογος αποστολή. Ενθυμού πάντοτε ότι προτιμώτερον είναι να υποφέρει ο βασιλεύς, παρά ο λαός και η χώρα. Έσο φύλαξ και προστάτης της αγίας ημών Εκκλησίας. Θεράπευε την προσβολήν διά της συγγνώμης, την διχόνοιαν διά της ενότητος, την πλάνην διά της αληθείας, την αμφιβολίαν διά της πίστεως’». Ρήσεις του βασιλέα Παύλου από την τελετή ενηλικίωσης του διαδόχου Κωνσταντίνου, στις 28 Ιουνίου 1958.
Μεταξύ άλλων, στον επικήδειό του για τον Κωνσταντίνο Β’, ο Παύλος έκανε λόγο για «συμβόλαιο τιμής με όσα σου όρισε ο πατέρας σου. Ένας ιερός κανόνας συμπεριφοράς για εμάς. Τον ετίμησες εσύ σε όλη σου τη ζωή. Δόξασες τη χώρα με το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του 1960. Έφερες τιμή στη γαλανόλευκη σημαία και στην πατρίδα μας.
»Η αποφασιστική επιρροή στην εκλογή της Αθήνας για την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ήταν μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες σου. Και μαζί με τη μητέρα μας, δημιουργήσατε μια μεγάλη οικογένεια, που την ενώνει άρρηκτα η αγάπη, η έννοια του καθήκοντος προς την πατρίδα. Ο Θεός, σε αξίωσε πατέρα να αφήσεις την τελευταία σου πνοή στην πατρίδα μας, που αγάπησες όσο τίποτα άλλο σε όλη σου τη ζωή.
«’Ισχύς μου η αγάπη του λαου» ήταν και πάντα θα είναι ο κανόνας της οικογένειάς μας. Για εμάς, όμως και για κάθε Έλληνα, η ισχύς της πατρίδας είναι η αγάπη του Έλληνα για αυτήν».
Της εξοδίου ακολουθίας στη Μητρόπολη είχε προηγηθεί η έκθεση του νεκρού σε λαϊκό προσκύνημα, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ελευθερίου, από τις 06:00 το πρωί της Δευτέρας 16/1 και για περίπου πέντε ώρες. Χιλιάδες Έλληνες, κάθε ηλικίας και φύλου, από πολλά μέρη της Ελλάδας εκτός Αθηνών, ενίοτε φορώντας παραδοσιακές ενδυμασίες ή και κραδαίνοντας γαλανόλευκες σημαίες με το στέμμα στο κέντρο του σταυρού, στάθηκαν σε σειρά για να ακουμπήσουν το φέρετρο του τέως άνακτα. Πολλοί από αυτούς θα έφευγαν άπρακτοι, καθώς ήταν αδύνατον να εξυπηρετηθούν όλοι. Οι ουρές του πλήθους μεγάλωναν, καθώς περνούσε η ώρα, παρά αραίωναν.
Μετά από τη νεκρώσιμη ακολουθία ενώπιον των εκλεκτών, λιγότερων από 200, βάσει των προσωπικών προσκλήσεων, παρισταμένων, ο νεκρός του Κωνσταντίνου Β’ μεταφέρθηκε με αυτοκινητοπομπή από τη Μητρόπολη των Αθηνών στο Τατόι. Εκεί, περί τις 15:15 της Δευτέρας εψάλη τρισάγιο, στο κοιμητήριο του ναού της Αναστάσεως.
Το φέρετρο, στους ώμους των γιών και των εγγονών του Κωνσταντίνου Β’, περιτυλιγμένο με την ελληνική σημαία, έφτασε στο σημείο της ταφής γύρω μισή ώρα αργότερα, στις 15:45 υπό τον ήχο του εθνικού ύμνου, τον οποίον ανέπεμψαν κάποιοι από τους παρισταμένους.
Ειδικά για την τελετή κηδείας και ενταφιασμού του Κωνσταντίνου Β’, στην Αθήνα συγκεντρώθηκε σύσσωμη η οικογένειά του -ήτοι η σύζυγος Άννα-Μαρία, οι γιοι Παύλος, Νικόλαος, Φίλιππος, οι θυγατέρες Αλεξία και Θεοδώρα, μαζί με τις/τους συζύγους και τα παιδιά τους. Πέραν αυτών, παρέστη το βασιλικό ζεύγος Φελίπε και Λετίθια της Ισπανίας, αλλά και ο τέως βασιλέας των Ισπανών Χουάν Κάρλος με τη βασιλομήτορα και αδελφή του τεθνεώτος, Σοφία. Μάλιστα, στα παράπλευρα γεγονότα της τελετής, ήταν η δημόσια επανασύνδεση του Χουάν Κάρλος με τη Σοφία, προφανώς επειδή αυτό επέτασσε το βασιλικό πρωτόκολλο.
Μεταξύ των υπολοίπων, διαπρεπεστάτων προσωπικοτήτων, στη Μητρόπολη κατέφθασαν ο πρίγκιπας του Μονακό Αλβέρτος, η πριγκίπισσα Άννα του Ηνωμένου Βασιλείου, ο βασιλιάς της Ολλανδίας Γουλιέλμος Αλέξανδρος με τη σύζυγό του, βασίλισσα Μαξίμα, η βασίλισσα της Δανίας και αδερφή της Άννας-Μαρίας, Μαργαρίτα, ο βασιλιάς Κάρολος ΙΣΤ΄ Γουσταύος της Σουηδίας, ο μέγας δουξ του Λουξεμβούργου, Ερρίκος, ο βασιλιάς των Βέλγων Αλβέρτος Β΄ με τη σύζυγό του, Λαίδη Ματθίλδη ντ’ Ουντεκέμ ντ’ Ακόζ, μεταξύ πολλών άλλων.
Σε ό,τι αφορά στους Έλληνες επισήμους, το τελευταίο αντίο στον τέως βασιλέα, εν απουσία του πρωθυπουργού και της Προέδρου της Δημοκρατίας, απέδωσαν τα προαναφερθέντα στελέχη της κυβέρνησης, καθώς και ο βουλευτής της ΝΔ Θανάσης Δαβάκης, η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ο Μάκης Βορίδης με τη σύζυγό του, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής Σπύρος Καπράλος, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ο επιχειρηματίας Μιχάλης Χανδρής, ο εφοπλιστής Νικόλαος Τσάκος με τη σύζυγό του, η σχεδιάστρια haute couture Σήλια Κριθαριώτη, o ιδιοκτήτης του φερώνυμου οίκου κοσμημάτων Κώστας Καίσαρης κ.α.
Κι έτσι έκλεισε οριστικά και τυπικά το κεφάλαιο «μοναρχία» για την Ελλάδα, με τον ενταφιασμό του Κωνσταντίνου Β’ ή Γλύξμπουργκ ή ντε λα Γκρέτσια στο Τατόι. Όπως και εάν προτιμούσε κατά καιρούς να προσφωνείται, ο τέως βασιλιάς ουδέποτε περιορίστηκε σε δευτερεύοντα ρόλο. Θέλησε να αναμιχθεί ενεργά στην πολιτική, κάτι για το οποίο θα κρίνεται εσαεί και για όσο θα υπάρχει ελληνική ιστορία. Στην οποίαν, παρόλ’ αυτά, ο Κωνσταντίνος Β’ θα αναφέρεται στο διηνεκές σαν επικεφαλής του ελληνικού κράτους κατά την περίοδο 1964-1973. Το ότι ενδεχομένως δεν ήταν ο καλύτερος ή ο πιο άξιος γι’ αυτό το ρόλο, δεν αλλάζει ούτε στο ελάχιστο το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στη θέση του νόμιμου, βάσει του συντάγματος της εποχής του, ηγεμόνα των Ελλήνων.