Η αφορμή της επίσκεψης του DP στη Μαριέττα – Ατλάντα της Πολιτείας Τζόρτζια στις ΗΠΑ στην εντυπωσιακή γραμμή παραγωγής των C-130J της Lockheed Martin, μετά την επιστροφή, αποτέλεσε ορόσημο σοβαρού προβληματισμού για το πρόβλημα του ελληνικού στόλου μεταφορικών αεροσκαφών. Η τεχνολογία εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς, καθώς επίσης και τα κόστη προμήθειας και επιχειρησιακής αξιοποίησης τέτοιων αεροσκαφών. Όπως έχει κατ’ επανάληψη υποστηρίξει το DP, σημείο αναφοράς για όλα δεν μπορεί παρά να είναι το «πορτοφόλι». Τα διαθέσιμα χρήματα θα καθορίσουν εάν όσα αποκτηθούν θα μπορούν να αξιοποιηθούν ορθολογικά, ώστε και να αποφέρουν τα μέγιστα ως αμυντική επένδυση.
Του ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΙΔΗ
Κατά συνέπεια, είναι κομβικής σημασίας η ολιστική αντιμετώπιση του ζητήματος, όπως άλλωστε έχει κάνει το DP και για τον στόλο μαχητικών αεροσκαφών, καταθέτοντας προβληματισμούς και σενάρια λύσεων προς αξιολόγηση από τους υπεύθυνους. Ένα από τα θέματα που τέθηκαν κατά την ενημέρωση στις ΗΠΑ από το DP, ήταν και αυτό του κόστους, στην παράμετρο που αφορά το κόστος αξιοποίησης τετρακινητήριων ή δικινητήριων αεροσκαφών.
Η συζήτηση τόσο στην ενημέρωση όσο και σε προσωπικό επίπεδο, εμπλούτισε σημαντικά την εικόνα. Αποφασίσαμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα όχι ως ένα απλό ρεπορτάζ με τις εντυπώσεις από την επίσκεψη, όπως κάναμε στην υπόθεση των μαχητικών F-35 και των Blackhawk, ελικοπτέρων μέσης μεταφορικής ικανότητας. Ξεκινάμε λοιπόν από τη σημασία της αξιοποίησης δικινητήριων μεταφορικών αεροσκαφών από μια χώρα με το γεωγραφικό ανάγλυφο της Ελλάδας. Αυτή η παράμετρος είναι κομβική για το πιο κατάλληλο, υπό την έννοια της λειτουργικότητας, μείγμα του μεταφορικού στόλου.
Θα περάσουμε στις εξελίξεις με το πρόγραμμα αποκατάστασης της διαθεσιμότητας των C-27J Spartan και θα ολοκληρώσουμε με τα C-130J, που θα πρέπει οργανωμένα και ορθολογικά να αποτελέσουν «την κορωνίδα στο στέμμα», μαζί με τις προσπάθειες… να σωθεί οτιδήποτε κι αν σώζεται με τα υφιστάμενα μέσα, μετά από τόσα χρόνια εγκατάλειψης, ελέω οικονομικής κρίσης, που έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο αμυντικό εποικοδόμημα της Ελλάδας. Η Πολεμική Αεροπορία και η Ελλάδα λοιπόν, όχι μόνο δεν βγήκαν κερδισμένες, αλλά υπέστησαν τεράστια οικονομική ζημιά από την παρατεταμένη αδρανοποίηση και καθήλωση του στόλου των οκτώ μεταφορικών αεροσκαφών C-27J. Γιατί το κόστος κάθε κύκλου λειτουργίας (απογείωση-πτήση-προσγείωση) ενός δικινητήριου αεροπλάνου (C-27J) είναι το μισό κατά προσέγγιση σε σχέση με αυτό ενός τετρακινητήριου (C-130J).
Λιγότερο κρέας, καλύτερα για όλους _ Greenpeace
00:00
Αυτό από μόνο του επιτάσσει τη διατήρηση ενός στόλου μεταφορικών αεροσκαφών που θα περιλαμβάνει και δικινητήρια αεροσκάφη που θα αναλαμβάνουν σειρά ρόλων, με αισθητά χαμηλότερο κόστος, αποτρέποντας και την καταπόνηση των C-130. Αυτό ήταν εξάλλου και το σκεπτικό πίσω από την απόφαση να τα προμηθευτεί η Πολεμική Αεροπορία. Ασχέτως εάν σε άλλη μια εξοπλιστική προμήθεια, «ξεχάσαμε» ότι η πραγματική πρόκληση δεν είναι η αγορά του συστήματος, αλλά η διαθεσιμότητα που θα επιτευχθεί, ώστε να αποδώσει ως επένδυση.
Το πρώτο μεγάλο σφάλμα της ελληνικής πλευράς λοιπόν εντοπίζεται στο ότι δεν συνόδευσε την αγορά των αεροπλάνων C-27J με σύμβαση (ενσωματωμένη στην κύρια σύμβαση, ή ξεχωριστή…) «εν συνεχεία υποστήριξης» (FOS) το 2003. Όλα αυτά τα χρόνια που τα C-27J δεν πετούσαν, εξαιτίας αυτής της παράληψης, το μεταφορικό έργο που αναμενόταν ότι θα «παρήγαγαν», φορτώθηκε στο στόλο των μεγαλύτερων τετρακινητήριων C-130E/H. Και αυτά όμως με τη σειρά τους, το ένα μετά το άλλο, συμπλήρωναν το όριο των ωρών πτήσης και τον αριθμό των απο/προσγειώσεων που επιβάλλουν την εργοστασιακή τους συντήρηση. Όλα τα άλλα είναι γνωστά… Κατά συνέπεια ένας από τους λόγους για τους οποίους ο στόλος των ελληνικών C-130E/H καθηλώθηκε, ήταν και το ότι επιβαρύνθηκε με έργο που θα μπορούσε πολύ πιο οικονομικά να αναληφθεί από τα δικινητήρια C-27J.
Το δικινητήριο μεταφορικό είναι ιδανικό για τον ελληνικό χώρο, επειδή οι αποστάσεις είναι μικρές. Επομένως οι «κύκλοι λειτουργίας» είναι πολλοί. Περισσότεροι από τις ώρες πτήσης. Κατά συνέπεια, αεροπλάνα μεγαλύτερης μεταφορικής ικανότητας, μέσων/μεγάλων αποστάσεων όπως το τετρακινητήριο C-130 σε οποιαδήποτε έκδοσή του, επιβαρύνονται και καταπονούνται δομικά πολύ ταχύτερα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσες απογειώσεις και προσγειώσεις απαιτούνται καθημερινά για την μετακίνηση προσωπικού και υλικού στις Πτέρυγες Μάχης της Πολεμικής Αεροπορίας στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη, αλλά και για την μεταφορά δυνάμεων και υλικού και των δύο άλλων Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων από και προς τα νησιά του Αιγαίου.
Το κόστος, κατά συνέπεια, της αξιοποίησης μεταφορικών αεροσκαφών, ενός κατ’ εξοχή διακλαδικού οπλικού συστήματος θα έπρεπε να επιβαρύνει συνολικά τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Όχι αποκλειστικά την Πολεμική Αεροπορία. Η μεταφορά ανταλλακτικών και τεχνικών ή ακόμα και ολόκληρου κινητήρα σε περίπτωση που ένα μαχητικό καθηλωθεί από βαριά βλάβη στη Λήμνο (130 Σμηναρχία Μάχης) για παράδειγμα, έχει το μισό κόστος συγκρινόμενη ως πτήση, ως κύκλος λειτουργίας, σε σχέση με αυτή ενός C-130! Η τεράστια οικονομική και επιχειρησιακή ζημιά που υπέστησαν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις από την καθήλωση των C-27J μπορεί να περιγραφεί με πολλά… δεκάδες για την ακρίβεια περιστατικά.
Κρατάμε όμως μόνο την ουσία. Το C-27J είναι πολύ περισσότερο κατάλληλο για «island hopping» και πτήσεις εντός της ηπειρωτικής Ελλάδας, σε σχέση με το C-130. Και αυτό είναι κάτι που η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπόψη, σχεδιάζοντας ορθολογικά για το μέλλον. Χωρίς να υπονοείται εδώ ότι τα τετρακινητήρια μεταφορικά αεροσκάφη δεν πρέπει να υπάρχουν στον στόλο, υποστηρίζεται ότι ένας καλά συντηρημένος και επιχειρησιακά διαθέσιμος στόλος δικινητήριων, είναι προϋπόθεση μείωσης του κόστους και συνεχούς διαθεσιμότητας των μεγάλων τετρακινητήριων…
Εκ των ανωτέρω εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα, ότι η Ελλάδα και οι Ένοπλες Δυνάμεις της πλήρωσαν και θα συνεχίσουν να πληρώνουν πολύ ακριβά το δεύτερο τεράστιο λάθος που διαπράχθηκε. Αυτό του περιορισμού του αριθμού των C-27J που τελικά αγοράστηκαν, από 12 σε οκτώ. Σε συνδυασμό με το πρώτο της μη υπογραφής FOS το 2003 που τελικά οδήγησε στη μακρόχρονη καθήλωσή τους, οδηγεί σήμερα στην απαίτηση ενός πολύ μεγάλου ποσού για να επανέλθουν στην ενέργεια τα δύο τελευταία αεροπλάνα που παραλήφθηκαν. Το έβδομο και το όγδοο…
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει -και αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό- ότι πολύ απλά δεν υπήρχαν τα κονδύλια για την υποστήριξη των C-27J πριν από δέκα χρόνια. Σε μία περίοδο δηλαδή που η ελληνική οικονομία τελούσε υπό αυστηρή επιτήρηση και περιορισμούς δαπανών. Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι τα κονδύλια αυτά θα έπρεπε να προτεραιοποιηθούν και να εξοικονομηθούν από αλλού. Η Ελλάδα στερείται… διαχρονικής και μη ευκαιριακής ευαισθησίας στον τομέα της άμυνας. Με την συνύπαρξη του ορθολογισμού και της τολμηρής αναδιοργάνωσης με στόχο την εξοικονόμηση κονδυλίων.
Εν κατακλείδι, από την ημέρα της υπογραφής της σύμβασης προμήθειας των C-27J Spartan, έχουν περάσει άλλα 20 χρόνια! Η επένδυση σε αυτά τα υπερπολύτιμα επιχειρησιακά αεροσκάφη, πετάχτηκε επί μακρόν στον κάλαθο των αχρήστων. Οι Ένοπλες Δυνάμεις και κατ’ επέκταση η ελληνική κοινωνία και ο φορολογούμενος, στερήθηκαν των υπηρεσιών τους. Ας φροντίσουμε αυτή τη φορά, να μην αφήσουμε στη μέση την προσπάθεια να στήσουμε τον μεταφορικό στόλο στα πόδια του. Διότι αν είναι να γίνουν ξανά αγορές και σε 20 χρόνια να χρειαζόμαστε νέες, δουλειά δεν πρόκειται να γίνει…
Defencepoint