Στα πλαίσια της Επετειακής Ημερίδας με θέμα:
“Το Έπος των Δερβενακίων ως ορόσημο του νεωτέρου Ελληνισμού”
που διοργανώθηκε από:
Διεθνές Ίδρυμα “Κοινόν Πελοποννησίων”
Εταιρεία Ελλήνων Ευεργετών
Φιλολογικό Σύλλογο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
και έλαβε χώρα στις 26 Ιουλίου 2022 στο Κτήμα Καραμήτσος στη Νεμέα, δημοσιεύουμε την διάλεξη με την οποία συμμετείχαμε κι εμείς.
” Σας μεταφέρω Πατριωτικούς χαιρετισμούς από τον Απροσκύνητο Κυπριακό Ελληνισμό, που με ρόλο ακρίτα στο νοτιοανατολικότερο άκρο του ελευθέρου Ελληνισμού στέκεται εφ’ ο ετάχθει και αντιστέκεται πότε συμμετέχων, αλλά πάντοτε εμπνεόμενος από τους αγώνες και τις θυσίες του Μητροπολιτικού Ελληνισμού.
Έτσι και πέρυσι, στα 200 χρόνια από την Εθνεγερσία η Κύπρος συμμετείχε, τιμώντας την μεγάλη Επέτειο ποικιλοτρόπως, με σημαντικότερο εκ των οποίων την επαναφορά στην επιφάνεια της Σημαίας των 800 περίπου Κυπρίων Αγωνιστών με την οποία έλαβαν μέρος στον Αγώνα. «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΙΣ ΚΥΠΡΟΥ» υπάρχει και σκαλισμένη στο μνημείο των Κυπρίων πεσόντων στην Έξοδο του Μεσολογγίου δίπλα από τον τάφο του μεγάλου Μάρκου Μπότσαρη, διότι τότε στο Μεσολόγγι πολέμησαν από όλα τα μέρη της Ελλάδος.
Η Σημαία αυτή, με εντολή του νυν Αρχιεπισκόπου ήτo επηρμένη καθόλη τη χρονιά δίπλα από τον Βυζαντινό Δικέφαλο και την Γαλανόλευκη, στα υψηλότερα σημεία των Ι. Ναών. Έκανε το λάθος και μια εφημερίδα (Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής) να την δώσει δώρο. 15.000 Σημαίες, εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού και αναγκάστηκαν να την επανακυκλοφορήσουν. Οι φήμες ότι Σημαίες ανταλλάσσονταν στη μαύρη αγορά με τρία – τέσσερα τραπέζια full με κυπριακές σούβλες, είναι επιβεβαιωμένες.
Αυτό μας έμεινε εμάς στην Κύπρο από τα 200 χρόνια, αυτό και εκείνα τα ποιήματα του μεγάλου Έλληνα ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, από το σκλαβωμένο Λευκόνοικο (εκεί που ο Νταγίπ από την Ποταμιά της Ριζούντας θέλει να κατασκευάσει την βάση για τα μη επανδρωμένα) «Η 9η Ιουλίου εν Λευκωσία Κύπρου» και η «Χιώτισσα».
Αλλά καθώς προείπαμε, ο Κυπριακός Ελληνισμός είναι και εμπνεόμενος.
Χαρακτηριστικό το περιστατικό που έλαβε χώρα ένα παγωμένο απόγευμα του Δεκέμβρη του 1956, τρεις μόλις μήνες πριν το ολοκαύτωμα. Σε μια γωνιά του κρησφύγετου (χώμα από το οποίο υπάρχει σε αυτό το κουτάκι) υπό το φως ενός φανού θυέλλης ο Αυξεντίου κάτι διαβάζει και κλαίει γοερώς. Ένας αντάρτης από την ομάδα, στου οποίου την αντίληψη υπέπεσε το γεγονός ρώτησε τον Αυγουστή Ευσταθίου. « Ματρώζε, τι έχει ο Μάστρος και κλαίει»; Προσέξτε το ψευδώνυμο. Ματρώζος. Το πως ενέπνευσε η Εθνεγερσία του ’21, τον αγώνα της ΕΟΚΑ θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα μιας ξεχωριστής ημερίδας που καλό θα ήταν να διοργανωθεί στο νησί. Ο Ματρώζος που έχαιρε ιδιαίτερης συμπάθειας από τον Αυξεντίου καθώς ήταν ο μικρότερος σε ηλικία αντάρτης της ομάδας, ρωτά τον μεγάλο Υπαρχηγό:
« Μάστρε (από το αγγλικό master) γιατί κλαίεις»;
« Μα είναι να μην κλαίω ρε μιτσή (μικρέ); Ο Θεός υπέγραψε την Ελευθερία της Πατρίδας και με ρωτάς γιατί κλαίω»; Προφανώς ο Αυξεντίου διάβαζε τα Απομνημονεύματα του Γέρου.
Θα τολμήσω να πω, πως τον μεγάλο Έλληνα Αυξεντίου, τον ενώνει μια λεπτή γραμμή με τον μόνο Έλληνα που έχει το δικαίωμα να φέρει τον χαρακτηρισμό του Εθνάρχη, τον μεγάλο Θοδωρή Κολοκοτρώνη καθώς και οι δύο είχαν πλήρη την αντίληψη του χρέους ενός Αρχηγού απέναντι στο όλον. Απέναντι στον ίδιο τον Αγώνα.
Αυτά, ως όχι και τόσο σύντομη, μα απαραίτητη εισαγωγή. Και ερχόμαστε στο σήμερα.
Ο τίτλος της ομιλίας είναι τα τρία κρίσιμα περιστατικά της Εθνεγερσίας και ο Κολοκοτρώνης. Προσπαθήσαμε να βρούμε τα τρία γεγονότα καμπής. Προσπαθήσαμε δηλαδή, να απαντήσουμε στο ερώτημα: «Ποια τρία γεγονότα, εάν δεν είχαν λάβει χώρα θα άλλαζαν την ροή και το αποτέλεσμα της Επανάστασης»;
Καθόλου τυχαία, και τα τρία περιστατικά έχουν σχέση με τον Κολοκοτρώνη.
Περιστατικό πρώτο:
Βρισκόμαστε στα 1783. Ήταν 13 ετών. Μια μέρα που ‘χε βρέξει πολύ, έμπαινε με το μουλάρι του στην Τρίπολη για να πουλήσει ξύλα. Σ’ ένα καλντερίμι το ζώο γλιστράει και πέφτει σε μια λούμπα γεμάτη βρωμόνερα που λέρωσαν κάτι αγάδες που εκείνη την ώρα περνούσαν από δίπλα. Ένας από αυτούς θυμωμένος, ακαριαία τραβάει δυο φάπες στον Θοδωράκη Κολοκοτρώνη.
Παρακαλώ τον Άγιο Θεό, να ψάξει και να βρει σε ποιο υπόγειο της κολάσεως έχει κλεισμένο εκείνον τον αγά και να τον βάλει κάπου ψηλά να του φιλάμε το Άγιο χέρι που ξύπνησε τον γονότυπο του Επαναστάτη στην ψυχοσύνθεση του Θοδωράκη που μέχρι τότε αντιμάχονταν και πολεμούσε με τον γονότυπο του υπόδουλου που μόνο μέλημά του έχει απλά την επιβίωση.
Γιατί αν εκείνο το χέρι, εκείνη την ημέρα, δεν είχε συναντήσει το μάγουλο του Θοδωρή, εκείνος ίσως να μην ορκίζονταν ότι στην Τρίπολη θα ματαπάει μονάχα ως Ελευθερωτής. Και πραγματικά, Επανάσταση χωρίς επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη δεν ξέρω ποια πορεία θα είχε.
Περιστατικό δεύτερο:
Έτος 1822, 200 χρόνια ακριβώς πριν, λίγα μέτρα μακριά από το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε.
« ‘Έλληνες, βαπτιστήκαμε μια φορά στο λάδι, θα βαπτιστούμε και μια φορά στο αίμα για την Ελευθερία της Πατρίδας. Ο Θεός έβαλε την υπογραφή Του και δεν την παίρνει πίσω».
Ο Κολοκοτρώνης, έχει κατορθώσει να συμμαζέψει τ΄ ασυμμάζευτα. Έχει κατορθώσει την ώρα που οι πάντες έτρεχαν να κρυφτούν σαν τα ποντίκια,
«να σταθεί σαν το δέντρο που μάχετ’ ο άνεμος. Που το δέρνουν οι μπόρες μ’ ασάλευτο τον καρπό ετοιμάζει στα κλώνια»
που λέει κι ένα τραγούδι που τραγουδάμε στην Κύπρο.
Και παρά το γεγονός ότι τα σύννεφα του εμφυλίου σπαραγμού είχαν αρχίσει να ρίχνουν τις πρώτες τους ψιχάλες (σας στέλνω τριάντα χιλιάδες Τούρκους, μπας και ομονοήσετε είχε γράψει στην επιστολή του προς την Κυβέρνηση ο Οδυσσέας Ανδρούτσος), παρά το γεγονός ότι η Κυβέρνηση (ο Θεός να την κάνει) είχε καβαλήσει τα πλοία και βρίσκονταν αρόδο στον Αργολικό, παρά το γεγονός ότι ο γνωστός ναύαρχος Χάμιλτον που ενεργούσε ναυτικό αποκλεισμό του Ναυπλίου δήλωνε ότι αφού δεν υπάρχει πλέον συγκροτημένη κυβέρνηση οι Έλληνες δεν είναι τίποτε άλλο παρά τρομοκράτες και είναι υποχρεωμένος να λύσει τον αποκλεισμό και να αποχωρήσει, ο Κολοκοτρώνης στάθηκε εκεί Α Δ Ι Α Λ Λ Α Κ Τ Ο Σ.
Και τότε άπαντες κατάλαβαν ότι ο μόνος που είχε τα στομάχια να κάνει την δουλειά ήταν αυτός.
Δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα ήταν η Επανάσταση χωρίς το Έπος των Δερβενακίων. Ίσως και να ήταν άλλο ένα αποτυχημένο κίνημα. Αλλά με ίσως δεν γράφεται η Ιστορία. Και η ιστορία γράφτηκε πριν 200 χρόνια στα διάσελα του Αη Σώστη και του Αγιονορίου, εκεί που λύγισαν και οι πιο γενναίοι. «Κουράγιο ωρέ Νικήτα. Τούρκους σφάζεις» είπε ο γενναίος των γενναίων.
Και η ιστορία, θα ξαναγραφτεί σε λίγο στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του μεγάλου Έλληνα τα οποία είχαμε αποφασίσει το Φεβρουάριο του 1843. Δεν αργήσαμε πολύ. 179 χρόνια. Το καλό πράγμα άλλωστε αργεί να γίνει.
Αλλά ευτυχώς που αργήσαμε, γιατί αλλιώς δεν θα ήμασταν παρόντες.
Περιστατικό τρίτο:
Ο Εμφύλιος δυστυχώς δεν αποφεύχθηκε.
Και καλό θα ήταν ένα από τα επόμενα έτη, που όπως λέει κι ο Πρόεδρος είναι γεμάτα διακοσάχρονα, να ασχοληθούμε σοβαρά με τους εμφύλιους σπαραγμούς που όπως είπε κι ο Γέρος αν δεν υπήρχαν, θα φτάναμε στην Πόλη. Την Κωνσταντινούπολη.
Θέλησα να φρεσκάρω τη μνήμη μου προκειμένου να συγγράψω τις γραμμές αυτές και δεν σας κρύβω πως από τα όσα διάβασα ότι κάναμε οι Έλληνες εναντίον Ελλήνων, λίγο έλειψε να σιχαθώ το γένος μας.
Αλλά όπως ο καλός Θεός προκειμένου να γλιτώσει τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα έστειλε στη Γη τον ίδιο του τον Υιο , έτσι και για λυτρώσει το Ελληνικό γένος από τα όσα κακά έκανε στους Εμφυλίους της Επανάστασης, είχε φροντίσει να αποστείλει το Σκεύος Εκλογής Του. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από τον Μέγα Θοδωρή Κολοκοτρώνη ο οποίος ανέβηκε τον δικό του Γολγοθά «ίνα άρει τας αμαρτίας των Ελλήνων».
Έπεσε σε κατάθλιψη λόγω της δολοφονίας του Πάνου. Έστειλαν 4.000 στρατό να τον έβρει και να τον τιμωρήσει κι αυτός κρυβόταν για να γλιτώσει και να σκεφθεί. Και είμαστε σίγουροι πως σε κάποια από τις ατελείωτες στιγμές μοναξιάς του θα ψέλλισε (απελθέτω απ΄ εμού τω ποτηρίω τούτω).
Αποφάσισε όμως να παραδοθεί.
Πήγε στο Ναύπλιο, άκαπνοι μισθοφόροι του παίρνουν τ’ άρματα, τ’ άλογο και τη στολή (διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού και επί τον ιματισμόν του έβαλον κλήρον).
Κάποιοι φίλοι του, πρότειναν να κάνουν έφοδο με τα σπαθιά να τον ελευθερώσουν, αλλά αυτός δεν δέχθηκε (βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατήρ, οὐ μὴ πίω;)
Αποφάσισαν να τον εξορίσουν στην Ύδρα. Στη διαδρομή ένα πλήθος βαλτούς του εκτελεστικού τον φτύνουν, τον γιουχαΐζουν, τον χτυπούν. Γυρίζει και τους λέει: «Κρίνετε εσείς αν μου πρέπει τέτοια ντροπή» (τί με δέρεις;)
Εκεί στο Μοναστήρι του Προφ. Ηλία στην Ύδρα, έλαβε χώρα η εις Άδου κάθοδος του Γέρου. Μέχρις ότου ένα όνομα ακούστηκε.
Ιμπραήμ.
Έγιναν προσπάθειες να ανακοπεί η προέλαση του Αιγύπτιου. Για σκέψεις απελευθέρωσης του Γέρου ούτε κουβέντα. Βλέπετε, είδαν κι έπαθαν να τον συλλάβουν χωρίς ο λαός να επαναστατήσει. Αλλά στο τέλος αναγκάστηκαν να αποταθούν στο παιδί για όλες τις δουλειές.
Ο Κολοκοτρώνης Αναστήθηκε και μαζί του έβγαλε από τον Άδη και τον τότε σύγχρονο Αδάμ, ολόκληρο το Έθνος δηλαδή.
Κατά την επιστροφή του από την Ύδρα, συγχώρεσε συνειδητά τους εχθρούς του λέγοντας ότι όλα του τα κρίματα τα έριξε στη θάλασσα. Κάποιοι απλοί άνθρωποι τον ρώτησαν τι να κάνουν. Και τους απάντησε να ανοίξετε μια τρύπα κι εκεί μέσα να ρίξετε κι εσείς τα δικά σας.
Έκανε ακριβώς το ίδιο με τον Θεμιστοκλή και τον Αριστείδη πριν την Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Και αυτό είναι το τρίτο κρίσιμο γεγονός. Διότι αν ο Κολοκοτρώνης, έβαζε τη θλίψη από το χαμό του Πάνου, και τον εγωισμό του πάνω απ’ το καλό της Πατρίδας, ο Ιμπραήμ απλά θα ισοπέδωνε τα πάντα.
Επίλογος
Στεκόμαστε λοιπόν εδώ και όσο περισσότερο ομιλούμε για τους ηρωισμούς των προγόνων, τόσο περισσότερο μικροί και τιποτένιοι αισθανόμαστε ενώπιόν τους. Αλλά τελικά αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της γενιάς μας.
Ξέρετε, το να διατηρούμε απλά τη Μνήμη, το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ δλδ που λέμε και στην Κύπρο, είναι το ένα κομμάτι του χρέους. Θα μου πει κάποιος, μέσα σε όλη την ηθική κατάπτωση, το να διατηρείς τη Μνήμη είναι λίγο; Όχι δεν είναι. Αλλά δεν φτάνει.
Αυτό που λείπει είναι μια νέα Μεγάλη Ιδέα. Είναι συνεχώς να λέμε ο καθένας στον εαυτό του και στους γύρω του, ότι ΘΥΜΑΜΑΙ, ΤΙΜΩ αλλά θα ΞΕΠΕΡΑΣΩ.
Αγαπητοί, μετά την Ναυμαχία της Έλλης το Δεκέμβριο του 1912 και της Λήμνου έναν μήνα αργότερα, ρώτησαν τον Ναύαρχο Κουντουριώτη τι τον έπιασε και έπλεε μόνος του πάνω στο Αβέρωφ εναντίον του πανικόβλητου οθωμανικού στόλου. Κι αυτός απάντησε: Έβλεπα τον παππού μου και τον Μιαούλη στην είσοδο των Στενών να με καλούν.
Φαντάζομαι συμφωνούμε όλοι πως τον Κουντουριώτη στα Στενά δεν τον καλούσε ο παππούς του, αλλά η βαθύτατη επιδίωξή του να ξεπεράσει τον παππού του. Για αυτό και εκείνο το Επικό Ναυτικό Σήμα.
«Πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της Νίκης εναντίον του εχθρού του Γένους».
Γιατί ο Κουντουριώτης ήθελε να μείνει στην ιστορία ως καλύτερος από τον παππού του.
Θα μου πει κάποιος πάλι, ότι στη σύγχρονη εποχή αυτά δεν γίνονται. Θα του απαντήσω πως μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται.
Ήδη η γενιά μας, αυτή η γενιά που υποτιμούμε, πριν δυο χρόνια έγραψε ιστορία. Ακριβώς 2.500 χρόνια μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών κατεβάσαμε τα ρολά στον Έβρο και ακριβώς 2.500 χρόνια μετά την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, τους τρυπήσαμε την Ναυαρχίδα (Μεθ’ ορμής ακαθέκτου) 100ν.μ νοτίως του Καστελλορίζου.
Αν καταφέρουμε μάλιστα να μείνουμε ενωμένοι και να ΜΗΝ διχαστούμε, θα είμαστε η μοναδική γενιά στην Ελληνική Ιστορία που και θα νικήσουμε και δεν θα φαγωθούμε μεταξύ μας. Θα είμαστε οι κάρρονες όλων.
Σεβαστέ Πρόεδρε του «Κοινόν Πελοποννησίων» και της «Εταιρείας Ελλήνων Ευεργετών» κ. Ανάστο Δημητρόπουλε , αγαπημένε φίλε Γενικέ Διευθυντή του ¨Κοινόν Πελοποννησίων» κ. Αντρέα Νικολόπουλε Κορμά και αγαπημένε φίλε Επικεφαλής της Νεολαίας του «Κοινόν Πελοποννησίων» κ. Δημήτριε Βερδελή, θέλω να σας πω ότι ήδη στα παιδιά μου λέω ότι στα 200 χρόνια από την σημαντικότερη μάχη της Εθνεγερσίας ήμουν ένας εκ των ομιλητών (και αν δεν ήταν μικρά στην ηλικία θα ήταν κι αυτά μαζί μας) και θα το λέω στα παιδιά των παιδιών μου όταν έρθει η ώρα, γιατί η τιμή που κάνατε στην οικογένειά μου είναι ΤΕΡΑΣΤΙΑ.
Σας ευχαριστώ και συγγνώμη που σας κούρασα με την πολυλογία μου.