Σε νέο παραλήρημα προχωρούν οι Τούρκοι, οι οποίοι στοχοποιούν τα Ίμια. Τι αναφέρουν:
”Η Τουρκία και η Ελλάδα έφτασαν στο χείλος του πολέμου τον Ιανουάριο του 1996 για τους βράχους των Ιμίων. Αυτή η εξέλιξη έκανε το τουρκικό κοινό να εξοικειωθεί με το πρόβλημα των απροσδιόριστων νησίδων και υφάλων στο Αιγαίο Πέλαγος.
Από τότε, οι βράχοι των Ιμίων έγιναν σημείο καμπής. Γιατί αν αφεθούν αυτοί οι βράχοι στην Ελλάδα, η Τουρκία θα πρέπει να παραιτηθεί από τα δικαιώματά της στο Αιγαίο.
Για να το θέσουμε πιο ξεκάθαρα, η Τουρκία θα έχει επιβεβαιώσει ότι τα «Πρακτικά της Συνάντησης», που συντάχθηκαν στις 28 Δεκεμβρίου 1932 και ορίζουν τις περιοχές θαλάσσιας κυριαρχίας στην περιοχή των Δωδεκανήσων έξω από το νησί Καστελόριζο, είναι δεσμευτικό έγγραφο.
Η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει το έγγραφο για να επισημοποιήσει την αξίωση της για κυριαρχία στις νησίδες και τους υφάλους που έχουν το ίδιο καθεστώς με τους υφάλους των Ιμίων. Αυτό θα δώσει την ευκαιρία στην Ελλάδα να επεκτείνει περαιτέρω τα όρια των χωρικών υδάτων που διεκδικεί στο Αιγαίο.
Όπως είναι γνωστό, η Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 καθόρισε το νομικό καθεστώς των νησιών στο Αιγαίο Πέλαγος. Με το 15ο άρθρο αυτής της Συνθήκης, 13 νησιά στην περιοχή των Δωδεκανήσων και Μέις αφέθηκαν στην Ιταλία.
Οι ιταλικές και τουρκικές αρχές συναντήθηκαν στην Άγκυρα στις 28 Δεκεμβρίου 1932 για να λύσουν το πρόβλημα της υπαγωγής στις νησίδες και τους βράχους στην περιοχή των Δωδεκανήσων. Οι αντιπροσωπείες τεχνικών και από τις δύο χώρες ετοίμασαν ένα «Πρακτικό Συνάντησης» στο οποίο περιγράφουν το έργο τους επί του θέματος. Το εν λόγω Αρχείο μονογραφήθηκε από τεχνικούς που δεν είχαν καμία εξουσία σύμφωνα με το δικό τους νομικό σύστημα. Το έγγραφο περιείχε μόνο τις διαπραγματεύσεις και τα αποτελέσματά τους, αντανακλώντας μια συναίνεση σε επίπεδο τεχνικών.
Πραγματοποιήθηκε διαδικασία αλληλογραφίας μεταξύ των τουρκικών και των ιταλικών αρχών για να γίνουν επίσημα τα πρακτικά της συνάντησης. Δεν προέκυψαν αποτελέσματα από 9 επιστολές που στάλθηκαν μεταξύ τους μεταξύ 4 Ιανουαρίου 1933 και 8 Ιανουαρίου 1937.
Ως εκ τούτου, το εν λόγω έγγραφο δεν υπογράφηκε από τα κράτη της Ιταλίας και της Τουρκίας. Για το λόγο αυτό δεν έχει εγκριθεί από τα κοινοβούλια των σχετικών χωρών και δεν έχει αποκτήσει ισχύ από πλευράς διεθνούς δικαίου.
Όταν φτάνουμε στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συναντάμε τη Συνθήκη του Παρισιού της 10ης Φεβρουαρίου 1947, μεταξύ των Συμμάχων Δυνάμεων και των ηττημένων κρατών, της Ιταλίας, αλλά χωρίς την υπογραφή της Τουρκίας. Η Συνθήκη αυτή επιβεβαιώνει ότι η κυριαρχία των 14 νησιών και βραχονησίδων στην περιοχή των Δωδεκανήσων έχει περάσει από την Ιταλία στην Ελλάδα.
Τώρα, διαβάστε προσεκτικά την επόμενη ενότητα και κρατήστε σημειώσεις.
Ξεκινώντας από τη Συμφωνία του Παρισιού, η Ελλάδα υπενθυμίζει ότι τα πρακτικά της συνάντησης Ιταλίας-Τουρκίας της 28ης Δεκεμβρίου 1932 υπογράφηκαν από Ιταλούς τεχνικούς και υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα που απέκτησε η Ιταλία πέρασαν σε αυτούς.
Οι Έλληνες βασίζουν το εν λόγω έγγραφο στα Πρακτικά της Συνάντησης που συνέταξαν οι Τούρκοι και Ιταλοί τεχνικοί που συναντήθηκαν στην Άγκυρα στις 18 Ιουνίου 1931 για να συζητήσουν το νησί Καστελόριζο και τις γύρω νησίδες.
Το έγγραφο αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη Συμφωνία της Άγκυρας που υπογράφηκε μεταξύ Τουρκίας και Ιταλίας στις 4 Ιανουαρίου 1932. Οι ελληνικές αρχές υπενθυμίζουν ότι η εν λόγω σύμβαση αποδεικνύει σε ποιον ανήκει το νησί Μέις και οι βραχονησίδες και βράχοι γύρω από αυτό.
Αποδέχονται επίσης τα πρακτικά της 28ης Δεκεμβρίου 1932, τα οποία συντάχθηκαν από Τούρκους και Ιταλούς τεχνικούς που συγκεντρώθηκαν για να λύσουν το πρόβλημα των νησίδων και των βράχων στην περιοχή των Δωδεκανήσων, αλλά δεν εγκρίθηκαν από τα αρμόδια κράτη και δεν έχουν αποκτήσει νομική ισχύ, ως συνέχεια. της Σύμβασης της Άγκυρας. Υποστηρίζουν ότι το έγγραφο που λύνει το πρόβλημα του νησιού του Καστελόριζου και των γύρω νησίδων ισχύει και για την περιοχή των Δωδεκανήσων.
Όταν λάβουμε υπόψη τον ελληνικό ισχυρισμό και εξετάσουμε τα πρακτικά της συνεδρίασης της 28ης Δεκεμβρίου 1932, θα φανεί ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι πρόκειται για τη συνέχεια της Σύμβασης της Άγκυρας της 4ης Ιανουαρίου 1932.
Τα Πρακτικά της Συνέλευσης δεν εγκρίθηκαν από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας με άρθρο νόμου όπως η Σύμβαση της Άγκυρας. Το πρακτικό της συνεδρίασης παρέμεινε ως έγγραφο πρακτικών. Δεν έχει νόημα πέρα από το να είναι ένα ημιτελές προπαρασκευαστικό έγγραφο.
Για να συνοψίσουμε την περίληψη, ενώ η Ελλάδα διεκδικούσε τις βραχονησίδες και τους βράχους στην περιοχή των Δωδεκανήσων, παραθέτει ένα υπόμνημα της 28ης Δεκεμβρίου 1932, το οποίο δεν επικυρώθηκε και δεν ισχύει από την άποψη του διεθνούς δικαίου.