Ομολογώ πως δεν έσπευσα να επισκεφτώ το νέο «απόκτημα» της οδού Τρώων μόλις άνοιξε. Δίσταζα, καθώς ανήκα σε εκείνους που δεν εκστασιάζονταν με την κουζίνα του Chez Lucien. Αφενός γιατί ποτέ δεν με έπεισε η ποιότητα της πρώτης ύλης του κι αφετέρου γιατί αισθανόμουν πως πάντα απουσίαζε ό,τι κάνει γοητευτικά τα γαλλικά μπιστρό: η γενναιοδωρία τους και η συντροφικότητα που απορρέει από αυτήν.
Αφού πέρασαν τόσοι μήνες, όμως, απαλλαγμένη πια κι από την αγωνία τού «μπήκα πρώτη», ένα βράδυ Παρασκευής, αρκετά νωρίς για τα δεδομένα της γειτονιάς, βρέθηκα στον εντελώς ανανεωμένο χώρο του που παραπέμπει ευθέως σε παριζιάνικο καφέ. Παντού επικρατεί εκείνο το ζωηρό κόκκινο χρώμα, που κάνει έντονο κοντράστ με τις πράσινες πλεκτές καρέκλες και τα μαύρα λιτά τραπέζια. Ακόμα και το όνομα του εστιατορίου χαραγμένο με art deco, χρυσαφί γραμματοσειρά στο τζάμι του παραθύρου- «καρμανιόλα», που τέτοια εποχή ανοίγει συρόμενo κατακόρυφα, θυμίζει Παρίσι.
Διαλέξαμε πιάτα α λα καρτ, παρότι το εστιατόριο εξακολουθεί να προτείνει και τη «formule» του Lucien – θυμίζω ότι ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πιο οικονομική πρόταση προκαθορισμένων επιλογών, σε αντίθεση με τα μενού γνωριμίας (dégustation) που στοχεύουν να εισαγάγουν τον πελάτη στη φιλοσοφία του εστιατορίου.
Ξεκινήσαμε παίρνοντας τα τρία από τα πέντε πρώτα∙ τα σαλιγκάρια à la bourguignonne, με το σκορδάτο βούτυρο και τα μυρωδικά τους, την ανάμεικτη σαλάτα με τα αντίβ (τσίκορι), το λάχανο, τα καρύδια, το μήλο και το roquefort και την τερίνα (μοσχάρι, χοιρινό, πάπια και συκωτάκια πουλιών), που συνοδευόταν από μια πράσινη σαλάτα. Και τα τρία πιάτα ήταν καλοφτιαγμένα και με καλά υλικά.
Στη συνέχεια πήραμε το steak tartare, με πράσινη σαλάτα και τηγανητές πατάτες, στην κλασική ωμή του εκδοχή (το σερβίρουν και ως aller-retour, ελαφροψημένο για 30’’), το magret de canard με σάλτσα από κόκκινο κρασί και μέλι, που για τα γούστα μου παραήταν ψημένο. Σίγουρα, όμως, στα κύρια πιάτα, η έκπληξη ήταν η entrecôte, ένα κόντρα φιλέτο dry aged Charolais (δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να δει κανείς κάτι τόσο ποιοτικό και γενναιόδωρο στο παρελθόν) ήρθε σωστά ψημένο και το πλούσιο gratin dauphinois που επιλέξαμε ήταν όντως αυτό που θα έπρεπε να περιμένει κανείς από την κουζίνα ενός μπιστρό.
Μια κουζίνα που ποντάρει σε κλασικά πιάτα αναφοράς, τα οποία όμως θα πρέπει να εκτελούνται πάντα σωστά. Από τις συνοδευτικές σάλτσες προτίμησα τη σος πιπεριού που πραγματικά μοσχομύριζε. Προσωπικά επιλέγω για το κλείσιμο το πλατό των γαλλικών τυριών, που μας επιτρέπει να τελειώσουμε το κρασί μας, αλλά και η crème brulée τους και το soufflé au chocolat, με παγωτό ή χωρίς, είναι καλές επιλογές, δεν λέω.
Αν όλα αυτά που περιέγραψα, λαμβανομένης υπόψη και της τιμής τους, δεν συνηγορούν υπέρ της πρότασής μου, ας προσθέσω την παρουσία της Άννας Ιωαννίδη σε ρόλο φιλόξενης μετρ και τις προσιτές τιμές της σύντομης λίστας γαλλικών κρασιών -γύρω στα 30 ευρώ το μπουκάλι-, που αποτελούν έναν επιπλέον λόγο για να επισκεφθεί κανείς το μπιστρό αυτό. Δεν παύω όμως να αναρωτιέμαι ποιος είναι ο λόγος να φέρει ακόμα, έστω κι εντός παρενθέσεως, τον διακριτικό τίτλο του προκατόχου του, αφού τα καταφέρνει πολύ καλύτερα και πολύ γαλλικότερα.
info
Τρώων 32, Άνω Πετράλωνα, τηλ. 210 3410590 και κιν. 6947 155827 τιμές 35-45 ευρω/ άτομο (+1/2 μπουκάλι κρασί)