Ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου, Γιώργος Οικονόμου, εξήγησε τι συμβαίνει με το ελαιόλαδο στη χώρα μας
Για τις τιμές του ελαιολάδου που έχουν εκτιναχθεί στα ύψη και τη δικαιολογημένη ή μη αύξηση του «πράσινου χρυσού» που φέτος λόγω ακαρπίας θα είναι σε έλλειψη, μίλησε στην ΕΡΤ ο Γιώργος Οικονόμου, γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου υποστηρίζοντας ότι δεν έχει εντοπιστεί από το υπουργείο φαινόμενο αισχροκέρδειας.
«Ο αρμόδιος υπουργός (σ.σ. Ανάπτυξης) έχει στα χέρια του τιμολόγια που αποδεικνύουν ποιοι είναι αυτοί οι μεγάλοι παίκτες που έχουν κάποιες ποσότητες. Μη δίνουμε την εντύπωση ότι όλοι γενικώς κερδοσκοπούν και ότι όλοι έχουν επωφεληθεί από αυτή την κατάσταση. Το υπουργείο έχει κάνει πάρα πολλούς ελέγχους, δεν έχει διαπιστώσει κερδοσκοπικά φαινόμενα στις τυποποιητικές επιχειρήσεις. Κάποιοι παραγωγοί βεβαίως έχουν διαμορφώσει την τιμή» δήλωσε o κ. Οικονόμου.
Ad
Κάποιοι παραγωγοί έχουν διαμορφώσει την τιμή
Ο εκπρόσωπος των τυποοποιητών ελαιολάδου τόνισε ότι τα προβλήματα οφείλονται στις επιπτώσεις από την κλιματική κρίση των τελευταίων ετών στις μεγαλύτερες παραγωγές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή στη χώρα μας, την Ισπανία και στην Ιταλία. Και όπως υποστήριξε αυτός είναι ο λόγος που διαμορφώθηκαν και οι τιμές από το επίπεδο του παραγωγού, του ελαιοτριβείου και του ενδεχομένως του μεσολαβητή εμπόρου.
Όσον αφορά το εάν μπορεί κάποιος να βρει ελαιόλαδο σε καλύτερη τιμή από τα 8 – 14 ευρώ/λίτρο, που έφτασε να πωλείται το έξτρα παρθένο, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει δυνατότητα να βρει κανείς χαμηλότερη τιμή από αυτή που οι συνθήκες της προσφοράς και της ζήτησης έχει διαμορφωθεί σε αυτό το επίπεδο. Αυτή η κατάσταση διαμορφώθηκε σταδιακά, από 4 ευρώ το λίτρο σε αρχές του χρόνου και κάθε μήνα να έχουμε φτάσει στα 8 ευρώ ανά λίτρο».
Ερωτηθείς για την μεγάλη απόκλιση από τις περυσινές τιμές παραγωγού με τις τιμές που αγοράζουν οι καταναλωτές είτε χυμα (τενεκές) είτε τυποποιημένο το ελαιόλαδο ο κ. Οικονόμου εξήγησε ότι οι παραγωγοί που είχαν στα χέρια τους ποσότητες είναι λίγοι σε αντίθεση με τα μεγάλα ελαιοτριβεία και κάποιες συνεταιριστικές οργανώσεις.
Σε καμία περίπτωση, όπως είπε, αυτό δεν οφείλεται στις εταιρείες τυποποίησης ελαιόλαδου, οι οποίες αγοράζουν από τους προηγούμενους κρίκους και διαχειρίζονται τις προμήθειές τους σταδιακά και ανάλογα με τη ζήτηση.
Η αγορά διαμορφώνει τις τιμές
«Δεν είναι πολλοί αυτοί που είχαν αυτές τις ποσότητες, την προνοητικότητα ή την τύχη, να κρατάνε 20 – 30 τόνους ελαιόλαδου, που σημαίνει σχεδόν μια περιουσία στις αποθήκες τους», πρόσθεσε.
Ο γενικός διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ έκανε έκκληση το ελαιόλαδο, που είναι εθνικό μας προϊόν, να αποτελεί αντικείμενο πολιτικών και άλλων αντιπαραθέσεων. Όπως δήλωσε ο κ. Οικονόμου «η αγορά είναι αυτή η οποία διαμορφώνει την κατάσταση που είναι παγκόσμια». Όπως εξήγησε υπάρχουν ορισμένες λύσεις αλλά δεν είναι εύκολες. «Θα μπορούσε να επιτραπεί η εισαγωγή από τρίτες χώρες, θα μπορούσε να απαγορευτεί η εξαγωγή χύμα (λαδιού) προς άλλες χώρες, θα μπορούσε να απαγορευτεί η εξαγωγή… Κάποιοι λένε να μπει διατίμηση. Πάλι, δεν είναι ένα μέτρο το οποίο μπορεί κάτι να κάνει», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Γ. Οικονόμου, γ. δ/ντής ΣΕΒΙΤΕΛ για το ελαιόλαδο: Το υπουργείο έχει κάνει πάρα πολλούς ελέγχους – Δεν έχει διαπιστώσει κερδοσκοπικά φαινόμενα
Κρούσματα κλοπών ελαιόλαδου και ελαιοκάρπου άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και στη χώρα μας μετά την άνοδο της τιμής πώλησης.
Υποστήριξε μάλιστα ότι εκτός από τους ελέγχους σε ότι αφορά τις τιμές πώλησης, «είναι ανάγκη να έχουμε το νου μας -και οι αρμόδιοι ελεγκτικοί φορείς- σε διαρκείς ελέγχους για τη διακίνηση ανώνυμου ελαιολάδου».
Ο κ. Οικονόμου έκανε παράκληση, τέλος, να μην υποστεί ζημιά το εθνικό μας προϊόν ζητώντας από τους καταναλωτές να πρέπει να παραμείνουν πιστοί στο ποιοτικό ελληνικό ελαιόλαδο και να μη στραφούν σε άλλα φυτικά έλαια. Θέλοντας να υποστηρίξει τον κλάδο της τυποποίησης ελαιολάδου ο γενικός διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ υποστήριξε ότι δεν είναι τόσο μεγάλη η ανατίμηση στο λάδι που σημειώθηκε λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «αρκεί να κόψουμε έναν καφέ το μήνα και θα ισοσκελίσουμε αυτή την αύξηση».