Το ημερολόγιο δείχνει 2 Ιουνίου το 1992. Ο Βασίλης και ο Νίκος Παλαιοκώστας, μαζί με τον συνεργάτη τους Κώστα Σαμαρά, είναι αποφασισμένοι να ληστέψουν μια τράπεζα.
Δεν έχει σημασία ποια τράπεζα. Μια οποιαδήποτε. Ο λόγος που επιλέγουν τη συγκεκριμένη ημερομηνία είναι πως γνωρίζουν ότι από τη στιγμή που μόλις ξεκίνησε ο μήνας και γίνονται πληρωμές και συντάξεις, τα ταμεία θα είναι γεμάτα.
Το σχέδιό τους ξεκινάει με την κλοπή δυο αυτοκινήτων στην Καλαμπάκα.
Ο ίδιος ο Βασίλης Παλαιοκώστας στο βιβλίο του «Μια φυσιολογική ζωή» περιγράφει: «… φτάσαμε έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα. Έλειπε ένα περιπολικό. Ίσως είχε βγει με πλήρωμα για περιπολία. Δεν είχαμε καμία διάθεση να το περιμένουμε. Ο Κώστας ανέβασε το φορτηγάκι πάνω στο πεζοδρόμιο, φράζοντας κάθετα την είσοδο του υπαίθριου γκαράζ των μπάτσων». Η τράπεζα βρισκόταν δίπλα σε… αστυνομικό τμήμα.
Δεν το έκανε τυχαία όλο αυτό, καθώς οι αστυνομικοί θα αναγκάζονταν να πάνε με τα πόδια μέχρι την τράπεζα, κάτι που θα έδινε στους ληστές χρόνο για να διαφύγουν.
Ωστόσο αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος. Οι κάτοικοι της περιοχής δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι ένας επιπλέον στόχος των δραστών ήταν η γελοιοποίηση της αστυνομίας.
Φορώντας κοστούμια (!) και γυαλιά ηλίου, οι τρεις άνδρες μπαίνουν στο τραπεζικό κατάστημα, προτάσσοντας τα αυτόματα όπλα. «Ληστεία», φωνάζει ο Βασίλης Παλαιοκώστας και κατευθύνεται προς το χρηματοκιβώτιο.
«Κρατούσα μια μεγάλη τσάντα οικοδόμου που περιείχε δύο γεμάτες επτάσφαιρες κοντόκαννες καραμπίνες κι έναν μεγάλο ταξιδιωτικό σάκο. Ο Κώστας, συνοδηγός, βγήκε δεύτερος. Κάτω απ’ το ανοιξιάτικο μπουφάν του είχε κρεμάσει χιαστή με ιμάντα ένα ούζι. Ο Νίκος, ως οδηγός, βγήκε τελευταίος. Με αυτή τη σειρά δρασκελίσαμε τα λιγοστά σκαλιά μέχρι να μπούμε. Φορούσαμε όλοι γυαλιά ηλίου και καπέλα τύπου τζόκεϊ. Ο Κώστας έμεινε να φυλάει την είσοδο. Εγώ καθώς προπορευόμουν του Νίκου βγάζω μια κοντόκανη και του την πετάω. Την πιάνει στον αέρα. Βγάζω την άλλη και αρχινά το πανηγύρι… Για όποιον δεν κατάλαβε γίνεται ληστεία. Τα λεφτά της τράπεζας ήρθαμε να πάρουμε όχι τις ζωές σας. Μη μας αναγκάσετε να το κάνουμε. Στην τράπεζα θα ξανάρθουν χρήματα, η ζωή δεν επιστρέφει ποτέ. Φρόνιμα, να πάμε όλοι σπίτια μας’» περιγράφει ο ίδιος τη σκηνή…
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας πήγε στον ταμία και κολλώντας την κοντόκανη στο κεφάλι του ζήτησε το κλειδί για το χρηματοκιβώτιο, ωστόσο ο ταμίας του είπε πως το είχε ο διευθυντής. Αυτός έκανε πως… δεν καταλάβαινε τι γινόταν και ήταν σκυμμένος πάνω από τον ντοσιέ του. «Θες να δεις αίμα στην τράπεζα σου;» του είπε ο Παλαιοκώστας και τον πήγε στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο.
Όταν άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, ο Παλαιοκώστας με χαρά είδε ότι τα λεφτά είναι τόσα πολλά, που δεν χωράνε στους δύο σάκους που έχουν μαζί τους. Ο Νίκος Παλαιοκώστας, είχε προνοήσει και είχε φέρει μαζί του έναν υπνόσακο βάζοντας μέσα και εκεί πεντοχίλιαρα.
Όλη η ληστεία να κράτησε πέντε λεπτά, ωστόσο μέσα σε αυτόν τον χρόνο, η ατμόσφαιρα είχε ελαφρύνει, ο Νίκος Παλαιοκώστας έκανε αστεία με αποτέλεσμα υπάλληλοι και πελάτες να γελάνε, σε σημείο, την ώρα που έφευγαν να τους φωνάζουν «καλοφάγωτα» και «σε καλή μεριά».
Έξω από την τράπεζα είχε μαζευτεί κόσμος και ένας αστυνομικός με πολιτικά, μέσα από το πλήθος έβγαλε όπλο και πυροβόλησε, αλλά δεν κατάφερε το παραμικρό. Πιο κάτω οι ληστές άλλαξαν αυτοκίνητο.
Τα αδέλφια Παλαιοκώστα και ο Σαμαράς έχουν ήδη «φορτώσει» τη λεία τους, η οποία αποδεικνύεται πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι υπολόγιζαν: 150.000.000 δραχμές, ήτοι 440.000 ευρώ με σημερινά δεδομένα.
Η διαφυγή
Όταν οι αστυνομικοί καταφέρνουν πια να επιβιβαστούν στο περιπολικό για να καταδιώξουν τους δράστες είναι πια πολύ αργά. Οδηγώντας το όχημα προς τα βουνά της περιοχής, που ως ντόπιοι γνωρίζουν πολύ καλά, φροντίζουν να προκαλέσουν συμφόρηση στους δρόμους.
Ο Βασίλης πετάει ανά δεσμίδες τα πεντοχίλιαρα από το παράθυρο και φυσικά τα νέα μαθαίνονται εν ριπή οφθαλμού. Οι οδηγοί των οχηματών που προσπερνάει το όχημα βλέπουν έκπληκτοι να «βρέχει» χαρτονομίσματα και φυσικά σταματούν για να συλλέξουν τα ουρανοκατέβατα δώρα, που για τους πιο τυχερούς υπερβαίνουν ακόμα και την αξία του ετήσιου μισθού τους.
Λίγα λεπτά αργότερα στους δρόμος επικρατεί χάος. Το «μονοπάτι» των τριών ληστών έχει γεμίσει από ανθρώπους που μαζεύουν χρήματα, καθώς στην άσφαλτο έχουν διασκοπιστεί πολλά εκατομμύρια.
Όπως αναφέρουν αργότερα τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, ο Παλαιοκώστας άφησε πίσω του περί τα 90 εκατομμύρια δραχμές!
Φυσικά οι τρεις σύντροφοι καταφέρνουν να διαφύγουν. Για να μην αφήσει ίχνη, ο Παλαιοκώστας αναγκάζεται να κλέψει αργότερα το άλλο όχημα, ενός ντόπιου. Λίγες ώρες αργότερα τού το επιστρέφει γυαλισμένο και με 150.000 δραχμές κάτω από το χαλί της θέσης του οδηγού!
Τη διαφυγή τους θα περιγράψει ο Κώστας Σαμαράς, στο δικό του βιβλίο με τον τίτλο «Καταζητείται»:
«Περάσαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα το Κέντρο Υγείας της πόλης από τα δεξιά μας και το γήπεδο πιο πάνω στʼ αριστερά χωρίς να μας ακολουθεί κανένα αυτοκίνητο από πίσω. Κανά δυο χιλιόμετρα πριν από την Καλαμπάκα, καθώς κινούμασταν με αρκετά μεγάλη ταχύτητα, είδαμε να εμφανίζονται από την απέναντι μεριά τα δύο περιπολικά της αστυνομίας που είχαν βγει στο κατόπι μας. Πρώτο ήταν το τζιπ και από πίσω το Μιτσουμπίσι κι άλλο ένα συμβατικό αυτοκίνητο.
“Νάτοι!” έκανε ο Βασίλης όλο έξαψη. “Εγώ πέφτω κάτω, παιδιά”, είπα και χώθηκα στο κενό ανάμεσα στα πίσω και στα μπροστινά καθίσματα του αυτοκινήτου ώστε οι μπάτσοι να δούνε μόνο δύο άτομα στο όχημα. Μόλις κατάλαβα ότι διασταυρωθήκαμε με τα τρία αστυνομικά οχήματα χωρίς να ακουστεί κάποιο ανησυχητικό φρενάρισμα άρχισα νʼ ανασηκώνομαι πάλι».
Βασίλης, Νίκος Παλαιοκώστας και Κώστας Σαμαράς κατάφεραν να διαφύγουν στα βουνά, τα οποία ήξεραν από μικρά παιδιά. Όταν άνοιξαν τις τσάντες διαπίστωσαν πως είχαν αρπάξει 125 εκατομμύρια δραχμές (336.000 ευρώ) ο Παλαιοκώστας όμως θα γράψει ότι δεν έμειναν ευχαριστημένοι, γιατί ήξεραν ότι πίσω τους παράτησαν άλλα τόσα.