Υπό εξαφάνιση βρίσκεται η ελληνική διάλεκτος που ονομάζεται ρωμέικα και ομιλείται από μερικές χιλιάδες στην Τουρκία και ιδιαίτερα στον Πόντο, ενώ αποτελεί μια «ζωντανή γέφυρα» του σύγχρονου κόσμου με την αρχαία Ελλάδα.
Η καθηγήτρια Ιστορικής Γλωσσολογίας στο Κέιμπριτζ, Ιωάννα Σιταρίδου, μίλησε στον Guardian και είπε ότι η συγκεκριμένη διάλεκτος έχει συγγένεια με τα σύγχρονα ελληνικά, αλλά οι ρίζες της εντοπίζονται στην εποχή του Ομήρου, δηλαδή περίπου το 800 π.Χ., περίοδο της αρχαιότητας γνωστή ως ο «αρχαιοελληνικός Μεσαίωνας».
«Είναι αδερφή των νέων ελληνικών, όχι κόρη της, οπότε μοιάζει περισσότερο με τα αρχαία ελληνικά», είπε και έφερε ως παράδειγμα τον αόριστο τύπο των ρημάτων που περιέχει, ο οποίος είναι απαρχαιωμένος σε όλες τις άλλες ελληνικές διαλέκτους από την πρώιμη εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Εντούτοις, δεν είναι καταγεγραμμένη και μόνο προφορικές αναφορές υπάρχουν, ενώ ομιλείται από μερικές χιλιάδες σε όλο τον κόσμο, κυρίως άτομα άνω των 65 ετών, με την πλειοψηφία τους να μένει ή να κατάγεται από τον Πόντο στην Τουρκία. Έτσι, η κα. Σιταρίδου δημιούργησε το πρόγραμμα Crowdsourcing Romeyka και ζητάει από ανθρώπους που μιλούν ρωμέικα να στείλουν ηχητικά, ώστε να γίνει επίσημη καταγραφή της συγκεκριμένης διαλέκτου.
Επιγραφή στα αρχαία ελληνικά σε ερείπια στην αρχαία πόλη Κίβυρα
Η πορεία των ελληνικών στην Τουρκία
Η πλειοψηφία του πληθυσμού της Τουρκίας μιλάει γλώσσα και διαλέκτους που κατάγονται από την Ασία, με ορισμένες να έχουν συγγένεια με μακρινές χώρες, όπως η Μογγολία ή η Κορέα. Ωστόσο, η κατάσταση ήταν διαφορετική τους προηγούμενους αιώνες και ιδιαίτερα όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι (11ος-14ος αιώνας) και μετέπειτα οι Οθωμανοί κατέκτησαν τα εδάφη της σύγχρονης Τουρκίας από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Μελετητές υποστηρίζουν ότι μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα (1.500 μ.Χ.) τα ελληνικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα στην περιοχή της Ανατολίας, δηλαδή το μέρος που είναι η σύγχρονη Άγκυρα, λόγω του έντονου ελληνικού στοιχείου και επειδή ήταν επίσημη γλώσσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Λίγο πριν, αλλά και μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1.453 μ.Χ.), οι ντόπιοι πληθυσμοί (Έλληνες και Ανατολίτες) υποτάχθηκαν οικειοθελώς στους Οθωμανούς, ώστε να ξεφύγουν από τη βαριά φορολογία του Βυζαντίου και τη στρατολόγηση. Ως αντάλλαγμα είχαν ελευθερίες στη θρησκεία τους και στη γλώσσα που μιλούσαν.
Στις περιοχές με πράσινο, κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο και μπλε χρώμα οι πληθυσμοί μιλούσαν ελληνικές διαλέκτους μέχρι τον 16ο αιώνα. Μετέπειτα, περιορίστηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας και στον Πόντο, ενώ πλέον οποιαδήποτε ζωντανό στοιχείο εντοπίζεται μόνο στην τελευταία περιοχή
Όμως, με την έλευση του 16ου αιώνα η κατάσταση άλλαξε, γιατί οι Οθωμανοί αναζητούσαν στρατιώτες για εκστρατείες από τη Βιέννη της Αυστρίας, μέχρι το Κάιρο της Αιγύπτου. Χωρίζοντας τους πληθυσμούς με βάση τα θρησκευτικά πιστεύω και τη γεωγραφική κατανομή, τους έστελναν σε αντίθετα μέτωπα, για να ελέγχονται, αφού δεν είχαν αφομοιωθεί πολιτιστικά σε μια ενιαία οντότητα, παρά το τότε κυρίαρχο αφήγημα. Δηλαδή στρατολογούσαν Μουσουλμάνους για να πολεμήσουν Χριστιανούς και Χριστιανούς για να πολεμήσουν Μουσουλμάνους.
Με την επεκτατική πολιτική που ακολούθησαν λοιπόν εκείνο τον αιώνα, ιδιαίτερα στην Ασία που δόθηκαν μεγάλες και αιματηρές μάχες, το ελληνικό στοιχείο ξεκίνησε να υποχωρεί στην Ανατολία, όπως και οι ελληνικές διάλεκτοι. Με την πάροδο των αιώνων λοιπόν, την καταπίεση τους ντόπιους πληθυσμούς και την άνοδο του εθνικισμού προς τον 20ο αιώνα, οι ελληνικές διάλεκτοι περιορίστηκαν στα μέρη που κατοικούνταν από ορθόδοξους πληθυσμούς.
Αντίστοιχη είναι η περίπτωση των ρωμέικων, που κατέληξαν να ομιλούνται μόνο στον Πόντο, αφού ήταν ένα από τα τελευταία εδάφη με μεγάλο ποσοστό Χριστιανών και με έντονο το ελληνικό στοιχείο.