Σε μια συστηματική αλλά ταυτόχρονα παράτυπη και εξωθεσμική απόπειρα παρέμβασης στην ανεξαρτησία των δημόσιων πολιτιστικών θεσμών της Βρετανίας, τοποθετώντας πρόσωπα της επιλογής του στη διοίκηση μεγάλων μουσείων και οργανισμών, έχει επιδοθεί, τα τελευταία χρόνια, ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ. Προσφάτως μάλιστα επιχείρησε, ανεπιτυχώς ευτυχώς, να παρέμβει στη διαδικασία επιλογής του νέου διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, με στόχο να κινεί τα νήματα σε όλες τις σημαντικές υποθέσεις που σχετίζονται με αυτό, και κυρίως το θέμα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα απέναντι στο οποίο έχει ταχθεί, επανειλημμένα, κάθετα αντίθετος.
Συγκεκριμένα ζήτησε, ως μη όφειλε, από τη διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου να τού προτείνει τα ονόματα δύο υποψήφιων νέων διευθυντών προκειμένου να κάνει ο ίδιος την τελική επιλογή. Αυτό βέβαια έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη νομοθεσία η οποία ορίζει πως το συμβούλιο των 25 διαχειριστών που διοικούν το μουσείο είναι αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων τις οποίες κοινοποιεί στη συνέχεια στον πρωθυπουργό προκειμένου να λάβει την τυπική έγκρισή του.
Ο Πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου και πρώην υπουργός οικονομικών της χώρας επί κυβέρνησης Ντέιβιντ Κάμερον, Τζορτζ Όσμπορν, αρνήθηκε κατηγορηματικά να ικανοποιήσει το παράτυπο αυτό αίτημα του Ρίσι Σούνακ και η διαδικασία προχώρησε σύννομα με την επιλογή, τον περασμένο μήνα, του πρώην επικεφαλής της Εθνικής Πινακοθήκης, Νίκολας Κάλιναν, ως νέου διευθυντή του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας και ενός από τα διασημότερα στον κόσμο.
Ο Ρίσι Σούνακ έχει φροντίσει, με κάθε τρόπο, να καταστήσει σαφή τη θέση του ενάντια στον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα, παρά την ισχυρή τάση της διεθνούς κοινής γνώμης η οποία, τα τελευταία χρόνια κυρίως, υποστηρίζει την επιστροφή των παρανόμως εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών στους τόπους καταγωγής τους. Η ανησυχία του, μάλιστα, εντάθηκε, μετά τις συζητήσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου με στόχο την εξεύρεση μιας κοινώς αποδεκτής λύσης για τη μακροχρόνια αυτή διένεξη. Τον περασμένο Νοέμβριο, μάλιστα, έφθασε μάλιστα στο σημείο να ακυρώσει, την τελευταία στιγμή, την προγραμματισμένη συνάντησή του στο Λονδίνο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη εκφράζοντας με αυτόν τον ομολογουμένως απρεπή τρόπο τη δυσσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε διατυπώσει δημόσια, λίγες ώρες νωρίτερα, την πάγια θέση της χώρας μας σχετικά με το θέμα των Γλυπτών. Η στάση του αυτή μάλιστα είχε στηλιτευθεί από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης ακόμη και από τον ίδιο τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου ο οποίος έκανε λόγο για «υστερική αντίδραση» καθιστώντας μάλιστα σαφές πως οι συζητήσεις ανάμεσα στις δυο πλευρές θα συνεχιστούν ανεξαρτήτως όσων πρεσβεύει ο Βρετανός πρωθυπουργός.
Μπαράζ παρεμβάσεων σε μουσεία και γκαλερί
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που Ρίσι Σούνακ προσπάθησε να παρέμβει στους ανεξάρτητους πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας του. Το 2020 άσκησε βέτο προκειμένου να μην τοποθετηθεί η κλασικίστρια, Mary Beard στο συμβούλιο των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου εξαιτίας των φιλευρωπαϊκών της πεποιθήσεων. Και σε αυτή την περίπτωση όμως η διοίκηση του μουσείου εμφανίστηκε κατηγορηματική και τής έδωσε τη θέση χρησιμοποιώντας το δικαίωμα που της δίνει ο νόμος να διορίζει πέντε από τους 25 συνολικά διαχειριστές χωρίς να απαιτείται κυβερνητική έγκριση.
«Υπάρχει μια αυξανόμενη πολιτικοποίηση στο θέμα των υποψηφιοτήτων για τα συμβούλια μουσείων και γκαλερί. Προσωπικά, θεωρώ πως αυτό είναι κρίμα γιατί τα κριτήρια θα πρέπει η να είναι η καταλληλότητα των υποψηφίων και η συνεισφορά που θα έχουν» επιβεβαίωσε στον βρετανικό τύπο ο Μαρκ Τζόουνς, ο μεταβατικός διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου που ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα μετά την αποκάλυψη του τεράστιου σκανδάλου των κλοπών που γίνονταν επί σειρά ετών.
Και άλλα μουσεία της Βρετανίας όμως έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για την συντονισμένη εκστρατεία του Ρίσι Σούνακ και των υπουργών του να απομακρύνουν μη αρεστά στους ίδιους πρόσωπα που κατέχουν διοικητικές θέσεις σε μουσεία, γκαλερί και πολιτιστικούς φορείς και να τους αντικαταστήσουν με άλλους οι οποίοι θα βρίσκονται κάτω από τον απόλυτο έλεγχό τους.