Ενδυνάμωση της ιδεολογίας του Παντουρκισμού, με εκτοπισμό της οφειλόμενης στο σοβιετικό παρελθόν ρωσικής επιρροής – και δευτερευόντως της αναδυόμενης κινεζικής.
Του Κώστα Ράπτη
Η απόφαση στην οποία κατέληξε τη Δευτέρα κατά τη συνάντησή της στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν η Επιτροπή για το Κοινό Αλφάβητο του Τουρκικού Κόσμου θεωρήθηκε ιστορική. Με αυτήν εγκρίθηκε η κωδικοποίηση ενός συστήματος γραφής αποτελούμενου από 34 γράμματα (προερχόμενων από το λατινικό αλφάβητο, με ή χωρίς πρόσθετα διακριτικά) το οποίο θα χρησιμοποιείται για να αποδοθούν όλες οι τουρανικές (turkic) γλώσσες, καλύπτοντας τα ιδιαίτερα φωνολογικά χαρακτηριστικά της κάθε μίας από αυτές.
Οι πάνω από 35 γλώσσες της τουρανικής οικογένειας έχουν αθροιστικά περίπου 200 εκατομμύρια ομιλητές στον χώρο της Ευρασίας, διατηρούν εμφανή την κοινή καταγωγή τους (με ορισμένες από αυτές να είναι αμοιβαία κατανοητές), ξεχωρίζουν για κοινά τυπολογικά χαρακτηριστικά (συγκολλητική μορφολογία, φωνηεντική αρμονία, απουσία γραμματικού γένους κ.ο.κ.) και υποδιαιρούνται περαιτέρω σε ομάδες όπως η ογουζική (Τουρκικά, Αζερικά, Τουρκμενικά, Γκαγκαουζικά, Κασκάι του Ιράν), την κιπτσακική (Καζάχικα, Κιργιζικά, Τατάρικα, Μπασκίρικα), την καρλουκική (Ουζμπέκικα, Ουιγουρικά) την σιβηριανή (Γιακουτικά, Τουβίνικα) και άλλες.
Από την άποψη του αριθμού των ομιλητών δεσπόζει μεταξύ των γλωσσών της οικογένειας η Τουρκική, ενώ εκτός της γείτονος, άλλα πέντε κράτη έχουν τουρανικές γλώσσες ως επίσημες (Αζερμπαϊτζάν, Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιζία). Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν ορισμένες Αυτόνομες Δημοκρατίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας (λ.χ. Ταταρστάν, Μπασκορτοστάν, Τσουβασία, Τουβά, Χακασία, Γιακουτία ή Σαχά κ.ά.) αλλά και μη αναγνωρισμένα μορφώματα όπως η Γκαγκαουζία στην Μολδαβία και η κατεχόμενη Βόρεια Κύπρος.
Η υπόθεση ότι οι τουρανικές γλώσσες συγγενεύουν σε ένα απώτερο επίπεδο με τις μογγολικές και τις τουνγκουζικές (ή ακόμη και τα κορεάτικα), στο πλαίσιο μιας “αλταϊκής” οικογένειας, εξακολουθεί να προκαλεί διαφωνίες μεταξύ των γλωσσολόγων, ενώ η παλαιότερη θεωρία που ενέπλεκε και τις ουραλικές γλώσσες (π.χ. Ουγγρικά, Φινλανδικά) έχει καταρριφθεί. (Αυτό πάντως δεν εμποδίζει την Ουγγαρία να συμμετέχει ως παρατηρητής στον Οργανισμό Τουρκικών Κρατών).
Τα συστήματα γραφής που έχουν χρησιμοποιηθεί για την απόδοση αυτών των γλωσσών παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία στον χώρο και τον χρόνο, ξεκινώντας από την Παλαιοτουρκική Γραφή του 8ου μ.Χ. Ο εξισλαμισμός των περισσότερων τουρανικών λαών (όχι όλων) έφερε την καθιέρωση της (περσο-)αραβικής γραφής, η οποία εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για τα Ουιγουρικά στην δυτική Κίνα. Ωστόσο ο 20ός αιώνας έμελλε να φέρει στον τομέα αυτόν πολλές ανατροπές.
Η αρχή έγινε με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, οπότε οι μπολσεβίκοι, βάσει της εθνοτικής πολιτικής τους, ανέλαβαν να μετατρέψουν σε γραφόμενες όλες τις γλώσσες των λαών της ρωσικής πρώην αυτοκρατορίας και υιοθέτησαν για τον σκοπό αυτό (με τις αναγκαίες κατά περίπτωση αναπροσαρμογές) το λατινικό αλφάβητο. Θεωρήθηκε αυτό βήμα εκσυγχρονισμού και αποκοπής από το τσαρικό παρελθόν, χωρίς να λείπουν και όσοι φιλοδοξούσαν να καθιερώσουν το λατινικό αλφάβητο για τα ίδια τα ρώσικα.
Η πολιτική αυτή αντιστράφηκε επί των ημερών του Στάλιν, οπότε όλες οι γλώσσες της Σοβιετικής Ένωσης (εκτός από όσες είχαν παλαιότερη γραπτή παράδοση, σαν τα Γεωργιανά και τα Αρμένικα) άρχισαν να γράφονται με το κυριλλικό αλφάβητο, εμπλουτισμένο, όπου χρειαζόταν, με πρόσθετα γράμματα για την απόδοση ιδιαίτερων φθόγγων. Το ίδιο έγινε και σε χώρες-δορυφόρους, όπως η Μογγολία, η οποία υιοθέτησε αντί της παραδοσιακής γραφής της το κυριλλικό αλφάβητο.
Όμως το αρχικό σοβιετικό πείραμα, καίτοι βραχύβιο, επέδρασε καταλυτικά, εμπνέοντας την απόφαση του Μουσταφά Κεμάλ να επιβάλλει τη χρήση της λατινικής γραφής για την τουρκική γλώσσα (με διακριτικά αντλημένα από τα γερμανικά), ξεκόβοντας από την (περσο-)αραβική της οθωμανικής περιόδου. Πέρα από το γεγονός ότι το νέο σύστημα γραφής απέδιδε πολύ καλύτερα την τουρκική φωνολογία, συμβόλιζε και ένα βήμα απο-ισλαμοποίησης και προσέγγισης με την Ευρώπη.
Δεν είναι πολύ διαφορετικό το πνεύμα της συζήτησης που άνοιξε στην Κεντρική Ασία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οπότε τα νεοσυσταθέντα τουρανόφωνα κράτη άρχισαν να φλερτάρουν με την ιδέα της επιστροφής στο λατινικό αλφάβητο. Τις προσπάθειες αυτές ενθάρρυνε η Τουρκία, ως “ηγέτιδα” και πρότυπο του “Τουρκικού Κόσμου”.
Η αρχή έγινε στο Αζερμπαϊτζάν το 1991 και στο Τουρκμενιστάν το 1993, ενώ την παράλληλη χρήση λατινικού και κυριλλικού αλφαβήτου υιοθέτησαν το Ουζμπεκιστάν το 1993 και το Καζαχστάν το 2023. (Η Κιργιζία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί αποκλειστικά το κυριλλικό).
Ωστόσο, οι εκδοχές λατινικού αλφαβήτου που χρησιμοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες για τις τουρανικές γλώσσες έχουν διαφορές και συνεχείς ήταν οι πειραματισμοί ως προς την καθιέρωση πρόσθετων γραμμάτων για φθόγγους για τους οποίους δεν υπήρχαν έτοιμες λύσεις εκ δυσμών. Αυτό και οδήγησε στην δημιουργία προ διετίας της Επιτροπής για το Κοινό Αλφάβητο του Τουρκικού Κόσμου, με την ενθάρρυνση του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών και την συνεργασία της “Τουρκικής Ακαδημίας” που εδρεύει στην Αστάνα του Καζαχστάν και του “Ιδρύματος Τουρκικής Γλώσσας” της Τουρκίας.
“Το σχέδιο του κοινού τουρκικού αλφαβήτου με βάση τα λατινικά, το οποίο προτάθηκε για πρώτη φορά από επιστήμονες το 1991, εξετάστηκε διεξοδικά κατά τη συνεδρίαση και τα μέλη της επιτροπής έκαναν τους απαραίτητους προσδιορισμούς. Το κοινό τουρκικό αλφάβητο προωθεί την αμοιβαία κατανόηση και συνεργασία μεταξύ των τουρκογενών λαών, διατηρώντας παράλληλα τη γλωσσική τους κληρονομιά”, επισημαίνει σχετική ανακοίνωση της Τουρκικής Ακαδημίας.
Σε περισσότερο πολιτική γλώσσα, όμως, θα διέβλεπε κανείς την προσπάθεια προβολής της soft power της Τουρκίας στην Κεντρική Ασία και την ενδυνάμωση της ιδεολογίας του Παντουρκισμού, με εκτοπισμό της οφειλόμενης στο σοβιετικό παρελθόν ρωσικής επιρροής – και δευτερευόντως της αναδυόμενης κινεζικής. Πρόκειται για παλαιό ανταγωνισμό, ο οποίος δεν δύναται να ενταφιασθεί χάριν των τωρινών ανοιγμάτων της Άγκυρας στον “κόσμο” των Brics.
ΠΗΓΗ: Capital.gr