Στο κλίμα που έχει διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα στον βρετανικό τύπο υπέρ της επιστροφής από το Βρετανικό Μουσείο των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα κινείται το άρθρο του πρώην επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας του Brexit, Ντέιβιντ Φροστ, ο οποίος υπογράφει άρθρο στο Telegraph με τον σαφή τίτλο «Η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει τα Ελγίνεια στην Ελλάδα» ενώ στη λεζάντα αναφέρεται ότι «η κυβέρνηση (σ.σ. της Βρετανίας) θα πρέπει να προσφέρει τις ζωφόρους σε αντάλλαγμα για μια νέα αγγλο-ελληνική πολιστική συνεργασία».
Αν και ο Φροστ ξεκινά το άρθρο του επαναλαμβάνοντας την επιχειρηματολογία των Βρετανών ως προς το γιατί το Βρετανικό Μουσείο είναι ο νόμιμος κάτοχος των Γλυπτών του Παρθενών που άρπαξε ο Έλγιν στις αρχές του 19ου αιώνα, εντούτοις σημειώνει ότι «ποτέ δεν ήμουν πιο πεπεισμένος από τα ηθικά, καλλιτεχνικά και πολιτισμικά επιχειρήματα. Πιστεύω ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν μια ειδική κατάσταση για την οποία θα πρέπει να βρούμε μια ειδική λύση».
Αφού αναφέρεται στη φημολογία περί «μυστικού διαλόγου» μεταξύ του προέδρου του Βρετανικού Μουσείο με την Ελλάδα, ο Φροστ σημειώνει ότι «οι ζωφόροι του Παρθενών αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της αρχαίας Ελληνικής, άρα Δυτικής, τέχνης. Δημιουργήθηκαν για την ανάγκη ενός συγκεκριμένου κτηρίου με ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό και θρησκευτικό πλαίσιο. Αντίθετα, δε, με αρκετά αρχαία γλυπτά, γνωρίζουμε ποιο ήταν το πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκαν και τι σηματοδοτούσαν. Δεν είναι τυχαία μουσειακά εκθέματα. Για όσο διάστημα δεν παρουσιάζονται σαν σύνολο είναι ελλειπή».
Όπως σημειώνει, επίσης, «για εμάς τους Βρετανούς τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι ένα – αν και σημαντικό – έκθεμα στα μουσεία μας. Για την Ελλάδα αποτελούν μέρος της εθνικής τους ταυτότητας και έναν εθνικό πολιτισμό στόχο».
Ο Βρετανός πρώην διπλωμάτης παραδέχεται ότι «η Ακρόπολη και τα κτήριά της είναι το πιο συμβολικό τμήμα της ελληνικής ταυτότητας οπότε αντιλαμβάνομαι γιατί είναι τόσο σημαντικό να επιστρέψουν σήμερα αυτές οι διασκορπισμένες αρχαιότητες».
«Οπότε αντιλαμβάνομαι γιατί ο Όζμπορν προσπαθεί να βρει μια νέα λύση. Αλλά δεδομένης της πολιτικής φύσης του θέματος, δεν πιστεύω ότι είναι σωστό να αφεθεί πλήρως στον ίδιο και το Βρετανικό Μουσείο ούτε ότι οι συζητήσεις θα πρέπει να είναι “κρυφές”» προσθέτει ο Φροστ.
Ο ίδιος τάσσεται υπέρ μιας συμφωνίας για δανεισμό η οποία, όπως αναφέρει, «θα πρέπει να έχει μεγάλο βεληνεκές, με όρους που θα πρέπει παράλληλα να ικανοποιούν και το βρετανικό εθνικό συμφέρον. Επομένως στις συνομιλίες θα πρέπει να εμπλακεί η βρετανική κυβέρνηση».
«Η άποψή μου είναι πως τώρα είναι η ώρα για μια μεγάλη χειρονομία. Μόνο η κυβέρνηση μπορεί να την κάνει. Θα πρέπει να προσφερθεί να επιστρέψει τα μάρμαρα ως ένα εφάπαξ δώρο από τη χώρα μας προς την Ελλάδα, ως μέρος μιας νέας ευρύτερης αγγλο-ελληνικής συνεργασίας» καταθέτει την πρότασή του ο λόρδος Φροστ.
Σύμφωνα με τον ίδιο αυτή η συμφωνία πρέπει να έχει τρία στοιχεία
- τη συνεργασία των μουσείων, με υψηλής ποιότητας αντίγραφα των Γλυπτών να μένουν στο Λονδίνο μαζί με μια συμφωνία δανεισμού από την Ελλάδα ορισμένων εκ των διασημότερων αρχαιοτήτων, προσωρινά, σε αντάλλαγμα και ίσως και σε μουσεία εκτός Λονδίνου.
- μια ευρύτερη πολιτιστική συνεργασία, ενδεχομένως με ιδιωτική χρηματοδότηση, που θα ανεβάσει σε άλλο επίπεδο την ακαδημαϊκή αλλά και καλλιτεχνική σύμπραξη των δύο χωρών
μια κοινή εκστρατεία για να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα τμήματα των Γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονται σε άλλα μουσεία σε όλο τον κόσμο γιατί, όπως αναφέρει ο Φροστ, αν και τα περισσότερα είναι στο Βρετανικό Μουσείο αυτό δεν κατέχει όλα
Ο ίδιος σπεύδει να συμπληρώσει ότι αυτή η συνεργασία θα πρέπει να βάλει τέλος στη διαμάχη για την απόκτηση των Γλυπτών και τον μετέπειτα χειρισμό τους και από τις δύο χώρες ενώ θα πρέπει να καθιστά σαφές ότι δε συνιστά προηγούμενο για αιτήματα αποκατάστασης άλλων εκθεμάτων.
Απευθυνόμενος, τέλος, στους Βρετανούς εξηγεί ότι από μια τέτοια συμφωνία η Βρετανία θα έδειχνε ότι εννοεί το επιχείρημα ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι τμήμα της κοινής δυτικής κληρονομίας καθώς και ότι «είμαστε μια χώρα που ενδιαφέρεται για τη φήμη της και τον πολιτισμό της. «Ας αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και ας κάνουμε μια συμφωνία», καταλήγει ο λόρδος Φροστ.