Στις 13 Φεβρουαρίου 1914, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου θα κατακυρωθούν στην Ελλάδα, εάν αυτή αποχωρήσει από τη Βόρειο Ήπειρο.
Όλα ξεκίνησαν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας που υπογράφηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 1914 στην ιταλική πόλη από τις Μεγάλες Δυνάμεις και με το οποίο χαράζονταν τα αλβανικά σύνορα. Η περιοχή της Βόρειας Ηπείρου παραχωρούνταν στην Αλβανία, η οποία είχε αναγνωριστεί επίσημα ως ανεξάρτητο κράτος με τη Συνθήκη του Λονδίνου.
Σύμφωνα με την απόφαση το Αργυρόκαστρο, το Βουθρωτό, το Δέλβινο, η Κορυτσά, η Χειμάρα, οι Άγιοι Σαράντα και η νήσος Σάσων ήταν πλέον αλβανικά εδάφη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες μετείχαν στη συνδιάσκεψη ήταν η Αγγλία , η Γαλλία, η Ιταλία, η Ρωσία, η Γερμανία, και η Αυστροουγγαρία. Η συμμαχία της Ιταλίας και της Αυστρίας, ήθελε ένα ανεξάρτητο κράτος στην περιοχή για να αποτελεί μία ζώνη ουδέτερη που να μπορεί να μετατραπεί εύκολα σε προγεφύρωμα σε πολεμική φάση.
Μέσα σε μια νύχτα οι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχή ανήκαν σε διαφορετικό έθνος. Αρχικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος αρνήθηκε να παραχωρήσει την περιοχή. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν υπόμνημα στο ελληνικό κράτος στο οποίο διαμήνυαν ότι αν δεν αποχωρούσαν οι ελληνικές δυνάμεις δεν θα γινόταν αναγνώριση των νησιών του Αιγαίου.
Τελικά, η Ελλάδα έκανε πίσω όμως σύντομα ξέσπασαν αναταραχές ανάμεσα στους Βορειοηπειρώτες και τους Αλβανούς. Ακολούθησε το πρωτόκολλο της Κέρκυρας, με το οποίο η Βόρεια Ήπειρος αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη περιοχή υπό αλβανική κυριαρχία.
Πόσες φορές απελευθερώθηκε η Β. Ήπειρος από τον ελληνικό στρατό
Πρώτη απελευθέρωση της Β. Ηπείρου (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος)
Κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο, ο ελληνικός στρατός μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Οθωμανούς (21 Φεβρουαρίου 1913) είχε απελευθερώσει και όλες πόλεις της Βορείου Ηπείρου.
Δεύτερη απελευθέρωση της Β. Ηπείρου (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος)
Όμως η κατάσταση άλλαξε όταν ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στις 14 Οκτωβρίου 1914 ο ελληνικός στρατός προέλασε για δεύτερη φορά στη Βόρεια Ήπειρο, όμως πάλι με τη λήξη του πολέμου οι Σύμμαχοι επιδίκασαν τα εδάφη στην Αλβανία, με αποτέλεσμα πολλά ελληνικά σχολεία να κλείσουν και η ελληνική μειονότητα να περιοριστεί από το αλβανικό κράτος.
Τρίτη απελευθέρωση της Β. Ηπείρου (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος)
Οι Έλληνες κατάφεραν για τρίτη φορά να καταλάβουν ξανά τα εδάφη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν αντεπιτέθηκαν στον ιταλικό στρατό και μπήκαν θριαμβευτές στα ελληνικά χωριά της Β. Ηπείρου.
Πρώτα απελευθερώθηκαν οι Άγιοι Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου 1940. Το ύψωμα 613 καταλήφθηκε μέσα σε χιονοθύελλα και πολύνεκρο αγώνα εκ του συστάδην, στις 17 Δεκεμβρίου.
Στις 19 Δεκεμβρίου κατελήφθησαν, με βαριές απώλειες, από το 6ο Σώμα Πεζικού το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Γκιάμι (βόρεια του Πανόρμου) και το ύψωμα Τσίπι (βόρεια του Πύλιουρι). Ανατολικότερα καταλήφθηκε από το απόσπασμα Τσακαλώτου το ισχυρά οργανωμένο ύψωμα Μάλι ε Τζόρετ και ο αυχένας Κούτσι μετά από τριήμερο σκληρό αγώνα που απέφερε στη σημαία του 4ου Σ.Π. χρυσό αριστείο ανδρείας.
Στις 21 Δεκεμβρίου, οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την πόλη της Χειμάρρας. Πλήθος αιχμαλώτων, ανάμεσα τους και δύο αντισυνταγματάρχες, αλλά και μεγάλος οπλισμός περιέρχονταν στα ελληνικά χέρια. Τη νύχτα του Σαββάτου 22 Δεκεμβρίου 1940, ελληνικά τμήματα εισέρχονταν στην Χειμάρρα και η πόλη επανενώθηκε για λίγο με την Ελλάδα μέχρι τη Γερμανική εισβολή το 1941.
Τον Απρίλιο του 1941 μετά την Γερμανική επίθεση που εκδηλώθηκε στα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει για μια ακόμη φορά την Β. Ήπειρο.
Κατοχή – μεταπολεμική περίοδος
Τα χρόνια της κατοχής η αγγλική κυβέρνηση προέβη σε ευνοϊκές δηλώσεις για το βορειοηπειροτικό ζήτημα στη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά η κατάσταση παρέμεινε ίδια. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο στρατηγός Ν. Ζέρβας εισηγήθηκε να ενσωματωθεί η Βόρειος Ήπειρος στην Ελλάδα.
Στις 19 Οκτωβρίου 1944 ο Γεώργιος Παπανδρέου ως πρωθυπουργός, διακήρυξε ότι η Βόρειος Ήπειρος είναι αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής επικράτειας. Ωστόσο, το 1945 ο Ενβέρ Χότζα ανέλαβε την εξουσία και υπήρξαν αντιδράσεις από τους σοβιετικούς αξιωματούχους. Οι Βορειοηπειρώτες υπέστησαν καταπίεση και πολλοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στα αστικά κέντρα. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία μόνο όσοι κατοικούσαν στη μειονοτική ζώνη θεωρούνταν Έλληνες. Εκείνο το διάστημα η ελληνική γλώσσα απαγορεύτηκε και ο πληθυσμός διδάσκονταν πλέον την αλβανική ιστορία.
Τον Ιούνιο του 1960 ο Γεώργιος Παπανδρέου σε ομιλία του στη Βουλή επανέφερε το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου: «Εκείνο πάντως το οποίο οφείλουν όλαι αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις να γνωρίζουν, είναι ότι το θέμα της Βορείου Ηπείρου υφίσταται. Και εκείνον το οποίον απαγορεύεται εις τον αιώνα, είναι δι΄ οιονδήποτε λόγον η απάρνησις του ιερού αιτήματος…..Καθ΄ όσον αφορά την Βόρειο Ήπειρο… η διεκδίκησις είναι ιερά και απαράγραπτος». Στο τέλος της ομιλίας του ανέφερε: «Αλλ’ εκτός της εθνικής διεκδικήσεως, υπάρχει και κάτι άλλο καθημεριvόν, επείγον θέμα: Η προστασία του πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου. Η προστασία της ζωής, της τιμής και της περιουσίας του. Εις το σημείον αυτό, έχομεν χρέος να διεξαγάγωμεν συνεχώς αγώνας. Οι μάρτυρες αδελφοί μας, ζητούν από την Μητέρα πατρίδα μόνον συνεχή στοργικήν συμπαράστασιν. διότι ζουν, υπό το κράτος της αφορήτου τυραννίας. Και αυτήν την στοργήν, οφείλομεν να τους παράσχωμεν!»….
Τη δεκαετία του ’60 η αλβανική κυβέρνηση ακολούθησε μια πολιτική αφελληνισμού της ελληνικής μειονότητας.
Το Μάρτιο του 1984 ο ΟΗΕ εξέδωσε απόφαση με την οποία καταδικαζόταν διεθνώς η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Αλβανία, σε βάρος των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις των δύο χωρών άρχισαν να βελτιώνονται, αν και κατά καιρούς υπήρξαν επεισόδια που καλλιέργησαν εθνικιστικοί κύκλοι.
Σήμερα υπολογίζεται ότι υπάρχουν 99 χωριά όπου ζουν Έλληνες, εκ των οποίων οι περισσότεροι μιλούν την ελληνική γλώσσα.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Η επίσημη ανακήρυξη της βορειοηπειρωτικής αυτονομίας στο Αργυρόκαστρο, την 1η Μαρτίου 1914. Σε πρώτο πλάνο, ο Γεώργιος Χρηστάκης – Ζωγράφος, μέλη της κυβέρνησης, του κλήρου και του στρατού. Πηγή: Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
Πηγή: mixanitouxronou.gr