Στις ελληνικές καλένδες κινδυνεύει να οδηγηθεί ο GSI, καθώς όλα δείχνουν ότι αν δεν υπάρξει κάποια παρέμβαση της τελευταίας στιγμής, το έργο θα μπει οριστικά στο «ράφι», ακολουθώντας τη τύχη ενός άλλου μεγαλόπνου project, του αγωγού φυσικού αερίου EastMed.
Τα τελευταία γεγονότα, η τοποθέτηση του υπ. Οικονομικών Μ.Κεραυνού ότι το έργο «δεν είναι βιώσιμο» και η άρνηση της Κύπρου να ικανοποιήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις φέρνουν πιο κοντά παρά ποτέ το τέλος του, και μαζί του τον κίνδυνο, η Τουρκία να επισημοποιήσει και με τη βούλα το ρόλο ενός ντε φάκτο «τροχονόμου» κάθε μεγάλου ενεργειακού σχεδίου στην Αν.Μεσόγειο.
Ακόμη και εκείνων, όπως ο GSI, που δεν χρειάζονται άδεια από το παράκτιο κράτος στα διεθνή ύδατα εντός της οριοθετημένης ή και της δυνητικής ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου.
Στο βαθμό που η Λευκωσία δεν αλλάξει γνώμη, τότε είναι βέβαιο πως και η Αθήνα που διεμήνυε πως είναι έτοιμη να επανεκκινήσει τις έρευνες βυθού στα διεθνή ύδατα, δεν θα προχωρήσει σε έκδοση Navtex και το έργο των 2 δισ ευρώ θα μπει οριστικά στη κατάψυξη.
Στην ουσία, η κυβερνητική γραμμή είναι ότι σε μια κρίσιμη συγκυρία που η Ελλάδα προτίθεται να επανεκκινήσει τις έρευνες για το καλώδιο – έτσι τουλάχιστον έχει υποστηρίξει ο ΥΠΕΞ Γ.Γεραπετρίτης – και να αναλάβει ένα γεωπολιτικό ρίσκο, δεν μπορεί η Κύπρος, δηλαδή ο κύριος ωφελούμενος από το έργο, αφού θα βγει από την ενεργειακή της απομόνωση, να υπονομεύει την προσπάθεια και να δηλώνει ότι θέλει να το εγκαταλείψει.
Στη πραγματικότητα ωστόσο υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση. Σύμφωνα με αυτήν, το κυπριακό «όχι» διευκολύνει ίσως την Αθήνα, αφού το διαφαινόμενο φιάσκο θα το επωμιστεί η Λευκωσία, ενώ ταυτόχρονα η ελληνική κυβέρνηση δεν θα βρίσκεται εγκαλούμενη από το δεξιό ακροατήριο ότι δεν τόλμησε να επανεκκινήσει τις έρευνες βυθού για τον GSI, και δεν υπερασπίστηκε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.
Το blamegame που παίζεται από χθες έχει και αυτή τη διάσταση. Το μομέντουμ άλλωστε προσφέρεται ενόψει ΔΕΘ, με τη κυβέρνηση να δίνει όλο και μεγαλύτερο βάρος στα δεξιά της, έχοντας τα μάτια στραμμένα στις δημοσκοπικές της απώλειες, τις κινήσεις του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και το δύσκολο πολιτικά στίβο της Β.Ελλάδας.
Το μήνυμα στη κυπριακή πλευρά να ξεκαθαρίσει τη θέση της έστειλαν συντονισμένα χθες ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης και ο υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου. Σύμφωνα με τον τελευταίο, οι δηλώσεις του Κύπριου υπ. Οικονομικών στέλνουν ένα αμφίσημο μήνυμα και δημιουργούν ερωτηματικά, ιδιαίτερα όταν το έργο είναι κρίσιμης σημασίας για τη Κύπρο και ιδιαίτερα όταν η ΡΑΕΚ ενέκρινε πρόσφατα τα 25 εκατ. ευρω που οφείλει να καταβάλει η κυπριακή πλευρά.
Το blamegame Αθήνας- Λευκωσίας, η Κομισιόν και η Nexans
Σε κάθε περίπτωση, η κυπριακή στάση προσφέρει ίσως στη κυβέρνηση την ευκαιρία να βγει από μια δύσκολη εκ των πραγμάτων θέση. Αν η Λευκωσία εμμείνει στη θέση της, η Αθήνα δεν θα χρειαστεί προφανώς να προβεί σε έκδοση NAVTEΧ, δηλαδή να τεστάρει τις αντοχές της επί του πεδίου έναντι της Τουρκίας, ρισκάροντας να βρεθεί αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο μιας δεύτερης «Κάσου», με ό,τι εθνική και πολιτική ζημιά θα σήμαινε κάτι τέτοιο.
Το θέμα παρακολουθούν στενά η Κομισιόν που έχει δώσει χορηγία 657 εκατ. ευρώ στο έργο και είναι πολύ πιθανό να αναλάβει κάποια ύστατη πρωτοβουλία, ενώ ήδη κάλεσε την Τετάρτη σε διμερή μη ανακοινωμένη σύσκεψη το υπουργείο οικονομικών της Κύπρου, και φυσικά η Nexans, με τις πληροφορίες να αναφέρουν πως είναι πλέον θέμα εβδομάδων να διακόψει τη παραγωγή καλωδίου. Ούτως ή άλλως, έχει εδώ και καιρό έτοιμο Plan B σε περίπτωση που αστοχήσει ο GSI, προκειμένου να μεταφέρει το καλώδιο σε άλλο έργο.
Η έρευνα της Εισαγγελίας, το τάιμινγκ των δηλώσεων
Στην εικόνα πλήρους σύγχυσης που επικρατεί από χθες, λάδι στη φωτιά έριξαν και όσα είπε σε δημοσιογράφους ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αρχίζει έρευνα σε σχέση με πιθανά ποινικά αδικήματα αναφορικά με το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, χωρίς να δώσει περαιτέρω διευκρινήσεις.
Το τάιμινγκ της ανακοίνωσης την ίδια μέρα με τις δηλώσεις Κεραυνού στην «Καθημερίνη της Κύπρου», προκαλούν προφανώς ερωτηματικά. Το βέβαιο είναι ότι η έρευνα που φαίνεται να αφορά τη περίοδο της διαχείρισης του έργου από τον προηγούμενο promoter, τον Euroasia Interconnector – προτού δηλαδή αναλάβει τον GSI ο ΑΔΜΗΕ – δίνει την ευκαιρία στη κυπριακή πλευρά να «παίξει» νέες καθυστερήσεις.
Αποστασιοποίηση Χριστοδουλίδη
Την ίδια στιγμή, ο Κύπριος Πρόεδρος παρ’ ότι δεν συντάχθηκε πλήρως με τις δηλώσεις Κεραυνού (δεν μίλησε για «μη βιώσιμο οικονομικά έργο»), εντούτοις δεν τις αποδοκίμασε. Στη πραγματικότητα εμφανίστηκε αποστασιοποιημένος, λέγοντας ότι ναι μεν ο GSI είναι γεωπολιτικής σημασίας, ωστόσο περιμένει από τον ΑΔΜΗΕ την υλοποίηση συγκεκριμένων δεσμεύσεων. Δεδομένου ότι ο Διαχειριστής έχει φέρει σε πέρας όλα όσα του έχουν ζητηθεί από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας της Κύπρου (ΡΑΕΚ), είναι προφανές ότι αυτό που υπονοεί ο κ. Χριστοδουλίδης είναι η συνέχιση των ερευνών βυθού.
Ταυτόχρονα, τα όσα είπε ο κ. Κεραυνός στη «Καθημερινή της Κύπρου», αμφισβητώντας την οικονομική βιωσιμότητα του GSI, ελάχιστες ημέρες μετά τις δηλώσεις Γεραπετρίτη ότι θα επανεκκινήσουν οι έρευνες για το καλώδιο, ενισχύουν εκείνα τα επιχειρηματικά συμφέροντα στη Λευκωσία – από τους εισαγωγείς πετρελαίου για τις μονάδες της ΑΗΚ (κυπριακής ΔΕΗ), μέχρι τους ντόπιους παραγωγούς ΑΠΕ – που ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι τη διασύνδεση.
Τα συμφέροντα
Τυχόν διασύνδεση του νησιού με την Ελλάδα θα αύξανε προφανώς τον ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για τη διατήρηση του ολιγοπωλίου τους και τις τιμές, οι οποίες είναι από τις ακριβότερες στην Ευρώπη
Το θέμα είχε αναδείξει με δηλώσεις του το Σεπτέμβρη του 2024, ο πρώην υπ. ΠΕΝ Θόδωρος Σκυλακάκης, παραθέτοντας στοιχεία που έδειχναν ότι η μέση τιμή χονδρικής στην Κύπρο κινούνταν τότε στα 164 ευρώ η μεγαβατώρα, όταν στην Ελλάδα βρισκόταν στα 92 ευρώ. Δηλαδή η μεγαβατώρα της ηλεκτρικής ενέργειας στο νησί ήταν κατά 72 ευρώ ακριβότερη. Σήμερα, οι τιμές που πληρώνουν τα κυπριακά νοικοκυριά κινούνται στα 32 λεπτά η κιλοβατώρα, έναντι 12-13 λεπτών στην Ελλάδα.
Απουσία αναφορών στο γεωπολιτικό
Κανένα πάντως από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν μιλά ευθέως για το γεωπολιτικό κίνδυνο και τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», δηλαδή την Τουρκία. Έχει τη σημασία του ότι ο κ. Κεραυνός δεν επικαλέστηκε ευθέως ως λόγο για τη στάση του, τη γεωπολιτική αβεβαιότητα, παρά κάποιες μελέτες που έχει στα χέρια του ότι το έργο δεν είναι βιώσιμο, όπως είπε με τους συγκεκριμένους όρους.
Ίσως γιατί σε μια τέτοια περίπτωση η συζήτηση θα έμπαινε σε άλλη βάση, καθώς θα άνοιγε το θέμα της ανάκτησης από τον ΑΔΜΗΕ των μέχρι τώρα δαπανών ισόποσα, κατά 50%-50% από τους καταναλωτές των δύο χωρών.
Είναι η συμφωνία που προβλέπει ότι αν ματαιωθεί το έργο για λόγους ανωτέρας βίας, δηλαδή εξωτερικούς παράγοντες εκτός του ελέγχου, της ευθύνης και της υπαιτιότητας του Φορέα Υλοποίησης (γεωπολιτικό ρίσκο), ο τελευταίος μπορεί να ανακτήσει τις μέχρι τότε δαπάνες, ισόποσα, μεταξύ των καταναλωτών των δύο χωρών. Και η κυπριακή πλευρά αντί για τα 25 εκατ. ευρώ που καλείται σήμερα να πληρώσει, θα κληθεί να καταβάλει 125 εκατ ευρώ, όσο το 50% των μέχρι τώρα συνολικών δαπανών του ΑΔΜΗΕ (251 εκατ).
Οσο για τις μελέτες που επικαλέστηκε ο κ. Κεραυνός, όπως αναγνωρίζει και χθεσινό δημοσίευμα στον Φιλελεύθερο, είναι αυτές που είχαν γίνει από τον αμερικανικό οίκο Curtis, Mallet-Prevost, Colt and Mosle, για τη συμμετοχή της Κύπρου στο επενδυτικό σχήμα που θα υλοποιήσει τη διασύνδεση.
Δεν αφορούν δηλαδή την υποχρέωση που ανέλαβε το Σεπτέμβριο του 2024 η Λευκωσία μέσω της διακρατικής συμφωνίας που είχε υπογράψει με την Αθήνα, προκειμένου να καταβάλλει από το κρατικό ταμείο 25 εκατ. το χρόνο για την περίοδο 2025-2029 (συνολικά 125 εκατ), για όλα τα έξοδα του ΑΔΜΗΕ που θα κριθούν δικαιολογημένα από τη ΡΑΕΚ.
Τα ποσά αυτά είναι τμήμα του κειμένου που είχαν συνυπογράψει το περυσινό Σεπτέμβρη οι δύο κυβερνήσεις, στο οποίο δεν υπάρχει καμία σύνδεση ως προς τη καταβολή τους με τη πραγματοποίηση των θαλασσίων ερευνών.
Τα παραπάνω φυσικά μικρή σημασία έχουν μπροστά στη μεγάλη και δυσάρεστη εικόνα που δείχνει να επιβεβαιώνει τη θέση της Τουρκίας ότι κανένα έργο στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα γίνεται χωρίς τη δική της έγκριση.
Η παγίδευση της Αθήνας είναι προφανής. Όσο «περνά» η απαίτηση της Αγκυρας να εγκρίνει κάθε έργο στη περιοχή, τόσο αυτή θα αποθρασύνεται, με κίνδυνο η κρίση που εδώ και εικοσιένα μήνες προσπαθούμε να αποφύγουμε με τη πολιτική των «ήρεμων νερών», να έρθει κάποια στιγμή ως φυσικό επακόλουθο.
Γιώργος Φιντικάκης-energypress.gr
