Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης και ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την πολιτική της περεστρόικα έφυγε από τη ζωή την Τρίτη σε ηλικία 91 ετών.
Είχε αναλάβει γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ το 1985, παραλαμβάνοντας μία χώρα που είχε στο παρασκήνιο βαθιά προβλήματα. Προσπάθησε να αναστρέψει μια πορεία διάλυσης, προτάσσοντας τη διαφάνεια και το άνοιγμα της οικονομίας και του κράτους, αλλά δεν τα κατάφερε.
Είχε γεννηθεί το 1931 στο Πρίβολγε της Σταυρούπολης, γόνος αγροτικής οικογένειας που είχε πατροπαράδοτους δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Κομσομόλ) σε ηλικία μόλις 15 ετών και έγινε δεκτός έξι χρόνια αργότερα στο ΚΚΣΕ, ενώ σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας.
Πήρε στη συνέχεια την ειδικότητα του γεωπόνου-οικονομολόγου από το Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας της Σταυρούπολης. Αργότερα διορίστηκε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Σταυρούπολης το 1970 και το 1974 μεταφέρθηκε στη Μόσχα όπου έγινε ο Πρώτος Γραμματέας του Ανωτάτου Σοβιέτ.
Μια σειρά γηραιών βραχύβιων γραμματέων του ΚΚΣΕ μετά τον θάνατο του Λεονίντ Μπρέζνιεφ (ο Γιούρι Αντρόποφ και ο Κονσταντίν Τσερνιένκο), έδειξαν ότι η χώρα έχει βαθύ πρόβλημα που έκρυβε επιμελώς. Στο πλαίσιο μιας ανανέωσης το πολιτικό γραφείο εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως Γενικό Γραμματέα, το 1985.
Η θητεία, παρά τις υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, δεν ήταν εύκολη. Το δυστύχημα του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986 ήταν ένα σημείο καμπής. Ο πόλεμος στο Αφγανιστλάν σπαταλούσε πόρους χωρίς αποτέλεσμα. Οι ελλείψεις στο εσωτερικό τεράστιες. Οι ΗΠΑ είχαν εντείνει τον ανταγωνισμό τους με συμβατικά και πυρηνικά όπλα, αλλά και στο διάστημα.
Απολογισμός ενός μεταρρυθμιστή
Η ιστορία έγραφε το έτος 1985 όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναδείχθηκε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σοβιετική Ένωση και ανέλαβε πρωτοβουλίες για τον πυρηνικό αφοπλισμό, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Ακολούθησαν πολλά και ιστορικά γεγονότα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό φέρουν την υπογραφή του Γκορμπατσόφ: Η Επανένωση της Γερμανίας, την οποία ο ίδιος διαπραγματεύθηκε με τον Χέλμουτ Κολ, ενταφιάζοντας οριστικά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η πολιτική της Περεστρόϊκα («Ανασυγκρότηση») και της Γκλασνόστ («Διαφάνεια»), με την οποία τερματιζόταν η απολυταρχία του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ο Γκορμπατσόφ έμεινε στην ιστορία ως ο ηγέτης του Κρεμλίνου που επέτρεψε όχι μόνο την κατάρρευση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) και τελικά την Επανένωση της Γερμανίας, αλλά και την αυτοδιάθεση όλων των χωρών του ανατολικού μπλοκ, το δικαίωμά τους να απαλλαγούν από την κηδεμονία της Μόσχας.
Μέσα σε λίγα χρόνια βίωσε ο ίδιος τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την αποσύνθεση μίας αυτοκρατορίας που μόνο η βία θα μπορούσε να αποτρέψει. Ενώ οι Γερμανοί τον υποδέχονται και σήμερα με την προσφώνηση «Γκόρμπι, Γκόρμπι», ενώ γινόταν όλο και πιο δημοφιλής στο εξωτερικό, ο Γκορμπατσόφ γρήγορα έχασε το κύρος και την αξιοπιστία του στην ίδια του την πατρίδα. Έγινε «έρμαιο που χάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων» όπως σημειώνει ο συγγραφέας Ίγκνατς Λότσο στη βιογραφία «Γκορμπατσόφ, ο αναμορφωτής», για να προσθέσει ότι «το λάθος του ήταν πως εξακολουθούσε να εμπιστεύεται το κομμουνιστικό κόμμα».
Μέχρι σήμερα, αναφέρει η Deutsche Welle, πολλοί Ρώσοι περιφρονούν τον Γκορμπατσόφ, τον θεωρούν «νεκροθάφτη» της Σοβιετικής Ένωσης, της άλλοτε ακμαίας υπερδύναμης που κατάφερε να νικήσει, να ταπεινώσει και τελικά να καταστρέψει τον χιτλεροφασισμό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τέλος του Γκορμπατσόφ επισφραγίστηκε το 1991, όταν οι τελευταίοι υπερασπιστές της νομενκλατούρας επιχείρησαν να τον ανατρέψουν, αλλά βρήκαν μπροστά τους τον Μπόρις Γιέλτσιν, που εκδίωξε τους επίδοξους πραξικοπηματίες, για να ανέλθει ο ίδιος στην εξουσία ελλείψει άλλης εναλλακτικής λύσης.
Ο πρωτεργάτης της ελευθερίας
Στη βιογραφία του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη ο Λότσο σκιαγραφεί με ιδιαίτερη επιμέλεια την προσωπικότητά του, τον ιδιαίτερο ρόλο της συζύγου του Ραΐσα που έφυγε νωρίς νικημένη από τον καρκίνο, αλλά και την ασυνήθιστη σταδιοδρομία του Γκορμπατσόφ, που ξεκίνησε ως στρυφνός κομματικός αξιωματούχος στη Σταυρούπολη, με όλα τα προνόμια, για να εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές του 20ού αιώνα.
«Ο Γκορμπατσόφ χάρισε την ελευθερία σε 164 εκατομμύρια ανθρώπους», παρατηρεί ο Λότσο και εξηγεί αναλυτικά: «38 εκατομμύρια Πολωνούς, 16 εκατ. Τσέχους και Σλοβάκους, 23 εκατ. Ρουμάνους, 9 εκατ. Βούλγαρους, άλλους τόσους Ούγγρους και βέβαια 16 εκατ. Γερμανούς στη ΛΔΓ». Ωστόσο, ο Γκορμπατσόφ δεν κατάφερε να διατηρήσει την ενότητα της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Η απελπιστική κατάσταση της οικονομίας και η χαμηλή τιμή του πετρελαίου γονάτισαν την άλλοτε υπερδύναμη, που ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τις εξαγωγές πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές. Σε τελική ανάλυση, σημειώνει ο Λότσο, ο Γκορμπατσόφ γνώριζε ελάχιστα πράγματα για την οικονομία, γι αυτό συχνά φαινόταν να διστάζει ή να παλινωδεί.
Την ίδια στιγμή, ο βιογράφος του Γκορμπατσόφ αντικρούει τα στερεότυπαπερί ασθενούς προσωπικότητας χωρίς ηγετικά προσόντα, τα οποία επικρατούν μέχρι σήμερα στη Ρωσία για τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης.
Περιγράφει παρασκηνιακές συγκρούσεις σε εποχές δύσκολες μετά την στρατιωτική εμπλοκή στο Αφγανιστάν και την πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ και υπενθυμίζει ότι ο Γκορμπατσόφ κατάφερε να επιβληθεί στους εσωκομματικούς του αντιπάλους. «Αν πράγματι ήταν τόσο ασθενής προσωπικότητα, δεν θα είχε τύχη απέναντι στους σκληρούς του Κρεμλίνου», επισημαίνει ο Λότσο.
Ως το τέλος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παρέμενε μία σημαντική φωνή για το δημοκρατικό κομμάτι της ρωσικής κοινωνίας, αν μη τι άλλο ως συνιδιοκτήτης της εφημερίδας Novaja Gazeta. Κάθε τόσο ο Γκορμπατσόφ επαινούσε την εξωτερική πολιτική του Βλάντιμιρ Πούτιν, το ίδιο έκανε ακόμη και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Δεν παρέλειπε ωστόσο να ασκεί κριτική για τους χειρισμούς του Ρώσου προέδρου εντός συνόρων και να προειδοποιεί ακόμη και για ενδεχόμενη «διολίσθηση στη δικτατορία», αλλά και για το κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου Ρωσίας και ΗΠΑ, αυτού που ο ίδιος εργάστηκε να αποτρέψει.