Η αύξηση της εγκληματικότητας ανηλίκων είναι μία πραγματικότητα, που θα πρέπει να κινητοποιήσει τις αρμόδιες Αρχές πολλαπλασιάζοντας τις παρεμβάσεις τους αλλά και να προβληματίσει κάθε οικογένεια ξεχωριστά σε επίπεδο κοινωνίας. Όλοι οι δείκτες παραβατικότητας στις μικρές ηλικίες βρίσκονται στο «κόκκινο» τα τελευταία χρόνια με ομάδες εφήβων να λειτουργούν ως εγκληματικές οργανώσεις, με δομή, που συναντάμε στον κόσμο των σκληρών κακοποιών. Ο ομαδικός βιασμός του 15χρονου από συνομηλίκους του στο Ιλιον αποκαλύπτει την πιο ειδεχθή διάσταση των εγκληματικών πράξεων, που διαπράττουν ανήλικοι δράστες. Η επίκληση κατά την απολογία τους δε, της «πλάκας» για να δικαιολογήσουν τα όσα φρικτά έκαναν οι κατηγορούμενοι επανειλημμένα στο θύμα πραγματικά εξοργίζει.
Ιδιες υποθέσεις με το Ιλιον
Η υπόθεση της συμμορίας των ανήλικων βιαστών στο Ιλιον δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η μοναδική στη χώρα μας. Αντίστοιχη εγκληματική δράση είχε και ομάδα εφήβων της ίδιας ηλικίας στο παρελθόν βιάζοντας ομαδικά έναν επίσης 15χρονο επειδή, όπως ισχυρίστηκαν οι δράστες της αποτρόπαιης πράξης, τους «κοίταξε πονηρά»! Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία αναφορικά με τους ποινικώς υπεύθυνους ανήλικους, εάν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός τους, τους καταδικάζει σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
Οπως ακριβώς έγινε και στην περίπτωση, που παρουσιάζει το Reader, στην οποία 3 ανήλικοι καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης επειδή βίασαν συνομήλικος τους με τη χρήση βίας. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως αυτά αποδείχτηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία στο Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων, ο παθών, «κατά τις βραδινές ώρες τις.. μετέβη στην τοποθεσία “…” του…, για να δει, όπως είπε την πόλη από ψηλά, τρώγοντας σουβλάκια. Στην ως άνω τοποθεσία μετέβησαν και οι κατηγορούμενοι, αλβανικής υπηκοότητας, που ήταν φίλοι και οι οποίοι ενεργώντας από κοινού, δηλαδή ύστερα από συναπόφαση, με σωματική βία τον εξανάγκασαν σε ανοχή ασελγούς πράξεως».
«Μάς κοιτούσε πονηρά»
Οπως αναφέρεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, οι δράστες «έλαβαν την απόφαση να τελέσουν την παρακάτω αξιόποινη πράξη, αφού προηγουμένως, όπως είπε ο πρώτος από αυτούς “συχνά πηγαίναμε στο ζαχαροπλαστείο του θείου του για καφέ και ερχόταν (σ.σ. το θύμα) και μας κοιτούσε πονηρά”. Ετσι, αφού οδήγησαν τον παθόντα πίσω από την υπάρχουσα στην τοποθεσία εκείνη δεξαμενή και τον ακινητοποίησαν, κρατώντας τον από τα χέρια, έκαμψαν, υπό το κράτος της ανωτέρω σωματικής βίας, την εκδηλωθείσα αντίστασή του και τέλεσαν διαδοχικώς παρά φύση ασέλγεια εις βάρος του, εισάγοντας τα ….στον …του».
Τα παραπάνω προέκυψαν με σαφήνεια, κυρίως από τις καταθέσεις του παθόντος, τόσον ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Eφετείου, που τις έκρινε πειστικές. Μάλιστα, το θύμα κατά τη διαδικασία αναγνώρισης των βιαστών του στο τοπικό αστυνομικό τμήμα τους αναγνώρισε μεταξύ των αλλοδαπών αλβανικής υπηκοότητας αναφέροντας τους με τα μικρά τους ονόματα, με τα οποία ήταν γνωστοί στην περιοχή του …… Το άλλοθι που επικαλέστηκαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, ότι, τάχα, κατά τον επίδικο χρόνο ο πρώτος βρισκόταν για δουλειές στη… και ο δεύτερος διέμεινε στην…, δεν αποδείχτηκε.
Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο αποφάσισε ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, «που τέλεσαν την πράξη, αφού είχαν συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας τους, αλλά εισήχθησαν στη δίκη μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου. Εξάλλου, ο τρίτος που είχε συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας του όταν τέλεσε την πράξη, αλλά εισήχθη στη δίκη πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους, τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται με την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου (84 § 2α ΠΚ), όπως στο διατακτικό».
Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχους βιασμού κατά συναυτουργία τους πρώτο και δεύτερο κατηγορούμενο, ενώ δέχτηκε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη του βιασμού κατά συναυτουργία κρίνοντας αναγκαίο τον εγκλεισμό του σε σωφρονιστικό κατάστημα νέων για 3 χρόνια. Ο τελευταίος προσφεύγοντας στον Αρειο Πάγο ζήτησε την αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου με το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο να απορρίπτει στο σύνολο τους τις αιτιάσεις, που περιλαμβάνονταν στην αίτηση αναίρεσης καταδικάζοντας τον στα δικαστικά έξοδα.