Του Τάσου Δασόπουλου
Αγώνα δρόμου για να κλείσει όσες περισσότερες εκκρεμότητες μπορεί εν όψει των εκλογών κάνει αυτόν τον καιρό το οικονομικό επιτελείο, με στόχο η εκλογική περίοδος, που θα ξεκινήσει από τα μέσα του Απριλίου και θα διαρκέσει μέχρι και το τέλος Ιουλίου, να μην έχει δυσάρεστες συνέπειες για την οικονομία.
Στις προτεραιότητες, το υπουργείο Οικονομικών έχει θέσει την ολοκλήρωση του προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2023-2026, στο οποίο θα αναθεωρηθεί το μακροοικονομικό σενάριο για την επόμενη τετραετία. Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2024-2027, το οποίο θα πρέπει να κανονικά να κατατεθεί μέχρι και το τέλος Μαΐου, μάλλον θα πρέπει να περιμένει να κατατεθεί μετά τις εκλογές.
Επίσης, θα πρέπει, εκτός από το αίτημα για την τρίτη δόση από το Ταμείο Ανάκαμψης μέχρι και το τέλος Απριλίου, να ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση και να υπογράψει δανεική σύμβαση για τα επιπλέον 5 δισ. ευρώ που διεκδικεί από τα δάνεια του ΤΑΑ. Ο στόχος είναι, πριν από τον πρώτο γύρο των εκλογών, να στείλει και τη συνολική πρόταση για το REpowerEU στις Βρυξέλλες. Παράλληλα, θα πρέπει να προχωρήσει και η ολοκλήρωση της συνολικής πρότασης για την ενδιάμεση αναθεώρηση του Ελλάδα 2.0, ώστε η νέα κυβέρνηση να μην ξεκινήσει από την αρχή. Τούτο με δεδομένο ότι η πρόταση αναθεώρησης θα πρέπει να κατατεθεί πριν από το τέλος του 2023.
Στο πεδίο του δημόσιου δανεισμού, η έκδοση του 5ετούς ομολόγου, από την οποία το Δημόσιο άντλησε 2,5 δισ. ευρώ, κάλυψε σχεδόν το 90% του ετήσιου δανειακού προγράμματος των 7 δισ. ευρώ για το 2023. Μαζί με την έκδοση του 10ετούς ομολόγου, τον περασμένο Ιανουάριο, μέσω του οποίου το Δημόσιο άντλησε 3,5 δισ. ευρώ, η Ελλάδα έχει δανειστεί από τις αγορές συνολικά 6 δισ. ευρώ. Το τελευταίο 1 δισ. ευρώ αναμένεται να συγκεντρωθεί από μικρότερες “κλειστές” δημοπρασίες από τον Σεπτέμβριο μέχρι και το τέλος του χρόνου.
Ωστόσο, παρά την προετοιμασία που γίνεται σε όλα τα επίπεδα -του νομοθετικού μη εξαιρουμένου- η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε πέντε φακέλους που θα ζητήσουν άμεσες λύσεις.
Η “προσαρμογή” των μέτρων στήριξης
Ο πρώτος θα είναι τα μέτρα στήριξης της οικονομίας. Ως γνωστόν, τα μέτρα στήριξης από το 2020 έχουν ξεπεράσει πλέον τα 60 δισ. ευρώ, με στόχο την αντιμετώπιση αρχικά των συνεπειών του κορονοϊού και στη συνέχεια της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας. Σε αυτήν τη χρονική φάση, η Κομισιόν πιέζει για δραστική μείωση των δαπανών στήριξης, ώστε να αποκλιμακωθεί ταχύτερα ο πληθωρισμός.
Ωστόσο, υπάρχουν ήδη φόβοι για αναζωπύρωση του πληθωρισμού από τις τιμές της ενέργειας μέσα στον Απρίλιο, αφού οι ποσότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) που απαιτούνται για την αναπλήρωση των αποθεμάτων της Ε.Ε. δεν έχουν ακόμη εξασφαλιστεί. Αν οι φόβοι για αυξήσεις επαληθευτούν, τότε θα χρειαστεί προσαρμογή στα μέτρα στήριξης, ώστε να καλυφθούν οι ενδεχόμενες αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού. Αν, πάλι, δεν έχουμε αύξηση των τιμών, τότε η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να μειώσει δραστικά ή και να μηδενίσει τις επιδοτήσεις ρεύματος πάνω από κάποια κατανάλωση.
Η προστασία από τις αυξήσεις επιτοκίων
Οι συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ, με στόχο την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού, οδήγησαν το υπουργείο Οικονομικών να πιέσει τις τράπεζες για μέτρα ανακούφισης. Έτσι, κατάφερε την ευνοϊκή ρύθμιση της απορρόφησης του 50% των αυξήσεων των επιτοκίων στις δόσεις 30.000 ενήμερων αλλά οικονομικά ευάλωτων. Ωστόσο, η πίεση σε μη ευάλωτους δανειολήπτες συνεχίζει να μεγαλώνει και είναι πιθανό να οδηγήσει σε νέα γενιά κόκκινων δανείων. Ο ρόλος του υπουργείου Οικονομικών είναι να συνεχίσει να πιέζει, ώστε να υπάρξουν νέα μέτρα ανακούφισης στους δανειολήπτες, αλλά και να υπάρχει ένα επιτόκιο για τους καταθέτες και να μειωθούν οι χρεώσεις. Η πίεση αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί από τη νέα κυβέρνηση και να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς οι αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ θα συνεχιστούν.
Η συνέχεια στο Ταμείο Ανάκαμψης
Η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης θυμίζει, ως γνωστόν, μαραθώνιο. Μετά το αίτημα για την τρίτη δόση από το Ταμείο, θα πρέπει μέχρι και τον Οκτώβριο να γίνει νέο αίτημα χρηματοδότησης συνολικού ύψους 3,6 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 1,6 δισ. ευρώ θα είναι επιχορηγήσεις και 2 δισ. ευρώ δάνεια. Μέχρι τότε θα πρέπει να ολοκληρωθούν άλλα 33 ορόσημα, ενώ οι συμβάσεις δανείων για τις ιδιωτικές επενδύσεις θα πρέπει να φτάσουν τα 5,86 δισ. ευρώ από 5 δισ. ευρώ που είναι σήμερα.
Όλα αυτά είναι στη μερίδα της νέας κυβέρνησης, μαζί με την πρόταση για την ενδιάμεση αναθεώρηση που θα πρέπει να ολοκληρωθεί και να υποβληθεί στις Βρυξέλλες, πριν από το τέλος του χρόνου ώστε να ξεκινήσει και η συζήτηση για την έγκρισή του.
Η διαπραγμάτευση για έλλειμμα – χρέος
Ένα ακόμη δύσκολο έργο για τη νέα κυβέρνηση θα είναι η διαπραγμάτευση για τους νέους δημοσιονομικούς στόχους τα έτη 2024-2027. Η διαπραγμάτευση θα γίνει με την Κομισιόν, τον Σεπτέμβριο, μαζί με τη σύνταξη του Προϋπολογισμού για τον επόμενο χρόνο.
Η Ελλάδα θα πρέπει να συμφωνήσει σε δεσμευτικούς στόχους για χρέος, πρωτογενή πλεονάσματα, μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις για την επόμενη τετραετία. Αυτό θα γίνει μέσα σε ένα πλαίσιο νέων δημοσιονομικών κανόνων, το οποίο συζητείται αυτόν τον καιρό και μπορεί να αποφασιστεί στις λεπτομέρειές του ανάμεσα στους δύο εκλογικούς κύκλους. Μέσα σε αυτήν τη διαπραγμάτευση, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να ενσωματώσει και την υλοποίηση του οικονομικού της προγράμματος και τη συνέχιση της μείωσης φόρων και εισφορών.
Η ενδεχόμενη χρηματοπιστωτική κρίση
Μετά τα πρώτα δείγματα από τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ (SVB Signature Bank) και την κατάρρευση της Credit Suisse στην Ελβετία, είχαμε στη συνέχεια την επίθεση στην Deutsche Bank. Παρότι το φαινόμενο αυτήν τη στιγμή δείχνει να βρίσκεται σε ύφεση, κανείς από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού δεν διαβεβαιώνει ότι δεν μπορεί να ξεσπάσει μια νέα τραπεζική κρίση.
Αν το φαινόμενο είναι πανευρωπαϊκό, θα επηρεαστούν αρνητικά και οι ελληνικές τράπεζες. Και σε αυτό το θέμα, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να παίξει τον ρόλο του ισορροπιστή ανάμεσα σε τράπεζες και καταναλωτές.
Capital.gr