Στο άτυπο Eurogroup της Παρασκευής (28/4), θα συνεχιστεί η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ωστόσο, ήδη οι χώρες του Βορά, με πρώτη τη Γερμανία λένε όχι στα σχέδια της Κομισιόν για χαλάρωση του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας.
Η συζήτηση στο Eurogroup θα γίνει παρουσία και των κεντρικών τραπεζιτών της ευρωζώνης, ωστόσο τα μηνύματα έχουν ήδη έρθει. Και παρότι οι αλλεπάλληλες κρίσεις απέδειξαν ότι το Σύμφωνο, ως έχει, δεν λειτουργεί, παραμένουν οι διαφωνίες. Ολλανδία και Γερμανία λένε όχι στα διμερή συμβόλαια και στη διευκόλυνση χωρών με υψηλό χρέος, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία. Εμφατικά στάθηκε στο συγκεκριμένο θέμα προχθές και ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, με άρθρο του στους Financial Times.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε την Τετάρτη (26/4) ότι δεν θεωρεί ότι μπορεί να δώσει τη συγκατάθεσή του στις προτάσεις της Κομισιόν για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες, όπως είπε, «χρειάζονται ακόμη σαφείς αναπροσαρμογές».
«Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν ανταποκρίνονται ακόμη στις απαιτήσεις της γερμανικής κυβέρνησης», δήλωσε ο κ. Λίντνερ, διευκρινίζοντας ότι δεν μπορεί να δεχτεί προτάσεις «οι οποίες καταλήγουν στην αποδυνάμωση των ισχυόντων δημοσιονομικών κανόνων».
Χρειάζονται ακόμη σαφείς αναπροσαρμογές, πρόσθεσε ο υπουργός και επανέλαβε τη γερμανική θέση για «σταθερά δημοσιονομικά» και «βιώσιμη διαχείριση της οικονομίας» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Σύμφωνο θα πρέπει να ενισχυθεί, οι κανόνες του να είναι σαφείς και η εφαρμογή τους εγγυημένη, σημείωσε.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ ανέφερε ακόμη ότι μέχρι να εφαρμοστούν νέοι κανόνες, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ισχύοντες και ξεκαθάρισε ότι σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει και στο μέλλον να διατηρηθεί ο κανόνας του 3% επί του ΑΕΠ για το έλλειμμα και του 60% για το δημόσιο χρέος, όπως επίσης και οι κανόνες που αφορούν τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Υπάρχει, όμως, ακόμη ένα ζήτημα που αφορά την Ελλάδα. H γενική ρήτρα διαφυγής παύει να ισχύει από το 2024. Αυτό έχει αποφασιστεί και θα έχει αντίκτυπο στις παροχές που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση. Και αυτό, γιατί πολλές από αυτές είναι έκτακτες (one-off) και, όπως εκτιμάται, μπορεί τον Οκτώβριο να απαιτηθεί να γίνουν κινήσεις δημοσιονομικής προσαρμογής.
Επιμένουν οι Γερμανοί στην πειθαρχία
Ενδεικτικό είναι το non-paper των Γερμανών που κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες, προκαλώντας αντιδράσεις στις χώρες του Νότου, που «βλέπουν» να έρχεται νέα σκληρή προσαρμογή σε μια προσπάθεια να υποχωρήσει το δημόσιο χρέος.
Το έγγραφο αναφέρει ότι το Βερολίνο είναι αντίθετο στο να χαλαρώσουν οι κανόνες μείωσης του χρέους και υπογραμμίζει ότι ακόμα και μετά την αλλαγή του Συμφώνου, οι κανόνες της ΕΕ θα πρέπει «να οδηγήσουν σε (επαρκή) μείωση των υψηλών δεικτών χρέους κάθε χρόνο από την έναρξη του μεταρρυθμισμένου δημοσιονομικού πλαισίου».
Αυτή είναι η θέση της Γερμανίας και εστάλη στην Κομισιόν υπό μορφή non-paper προ της ανακοίνωσης της πρότασης της Κομισιόν την Τετάρτη.
Σύμφωνα με το Βερολίνο, τα τρέχοντα σχέδια της Επιτροπής «πρέπει να τροποποιηθούν». Για την επίτευξη αυτού του στόχου, το έγγραφο προτείνει ελάχιστη μείωση του χρέους κατά 1% του ΑΕΠ ετησίως για τις υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία και 0,5% για τις μεσαίου χρέους χώρες όπως η Αυστρία.
Τι σημαίνει αυτό; Εγκατάλειψη της περιόδου προσαρμογής τεσσάρων έως επτά ετών, την οποία η πρόταση της Κομισιόν είχε προβλέψει για τα κράτη – μέλη έως ότου το επίπεδο του χρέους τους αρχίσει την ετήσια μείωση.
Στο «σχόχαστρο» Ελλάδα και Ιταλία
Το non-paper στοχεύει Ελλάδα και Ιταλία. Η Αθήνα είναι κάθετα αντίθετη, αλλά θα πρέπει να διαλέξει που θα επικεντρώσει: Θα δώσει μάχη για να διασφαλίσει τις παροχές ή μάχη για το δημόσιο χρέος;
Επί του παρόντος, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, δεν θα δώσει τη μάχη.
Το παζάρι μεταξύ Αθήνας και Κομισιόν αυτή την περίοδο είναι πολιτικό. Η έκθεση εποπτείας που εκπονείται με βάση τις επαφές στα τέλη Μαρτίου και κάνει λόγο για καθυστερήσεις σε προαπαιτούμενα που εκκρεμούν, για αύξηση δαπανών και ανάγκη εξισορρόπησης (off set), θα δοθεί στη δημοσιότητα μετά τις εκλογές.