Mε τις εξελίξεις στην υπόθεση της άγριας δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ να είναι καταιγιστικές μετά και τη σύλληψη δυο ατόμων που φέρονται να διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο έγκλημα που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία, οι μνήμες πολλών, επέστρεψαν σε οκτώ ακόμα εκτελέσεις ανθρώπων του Τύπου. Ένα αιματοβαμμένο παζλ, τα κομμάτια του οποίου όταν ενωθούν διατρέχουν τη σύγχρονη ιστορία της χώρας και περιόδους που χαρακτηρίστηκαν από την ένταση και τα πολιτικά πάθη. Η δολοφονία του Καραϊβαζ είναι η ένατη κατά σειρά.
Στη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία της χώρας μας, πρώτος δημοσιογράφος – θύμα καταγράφεται, το 1878. Είναι ο ανταποκριτής των Times του Λονδίνου Τσαρλς Ογκλ, για τον θάνατο του οποίου υπάρχουν δύο σενάρια: ότι σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μάχης στο Πήλιο ή ότι δολοφονήθηκε από Τούρκους στρατιώτες, ωστόσο, τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Ανδρέας Καβαφάκης
Ο δημοσιογράφος και πρώτος εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος», Ανδρέας Καβαφάκης, δολοφονήθηκε της 21ης Φεβρουαρίου 1922 έξω από την οικία του επί της οδού Τροίας 3 στη συνοικία Κυψέλη της Αθήνας από έναν μεθυσμένο 30χρονο, τον Αντώνη Μαστραντώνη ο οποίος ήταν μέλος αντιβενιζελικής οργάνωσης. Ο Καβαφάκης, στην πραγματικότητα, ήταν ένα από τα «επώνυμα» θύματα του Εθνικού Διχασμού και μάλιστα σε μια περίοδο που ο ελληνικός στρατός έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα στα μέτωπα της Μικράς Ασίας. Ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη λύπη και ζωηρή αγανάκτηση, η δε κηδεία του την επομένη ήταν πάνδημη και την παρακολούθησε πλήθος κόσμου.
Κώστας Βιδάλης
Παραμονές Δεκαπενταύγουστου του 1946. Ο Κώστας Βιδάλης, δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη», αφήνει την τελευταία του πνοή στον Θεσσαλικό Κάμπο. Παρά τις προτροπές των συναδέλφων του στην εφημερίδα και του διευθυντή της, Κώστα Καραγιώργη, ο Βιδάλης είχε φύγει από την Αθήνα για το Θεσσαλικό κάμπο, ασυγκράτητος, χωρίς ίχνος φόβου για να αποκαλύψει τα εγκλήματα της συμμορίας των «εθνικοφρόνων» του Σούρλα, αλλά και αυτούς που βρισκόταν πίσω της. Όπως έλεγε ο ίδιος από τη στιγμή που συμμορίες όπως του Σούρλα, σκορπούσαν τρόμο και αίμα στους χωρικούς, έκαιγαν, βίαζαν, εκτελούσαν, δεν ήταν «τίμιο» να μη βρεθεί εκεί. Στις 13 Αυγούστου, ο «Ριζοσπάστης» έλαβε το τελευταίο μήνυμα από τον δημοσιογράφο που έλεγε ότι θα επέστρεφε στις 16 του μήνα. «Μάζεψα φοβερό υλικό. Θα τα πούμε» φέρεται να είχε γράψει ο Βιδάλης. Στο χωριό Πλατύκαμπος, ωστόσο, κοντά στο Κιλελέρ, σταματούν το τρένο συμμορίτες του Σούρλα. Πάνοπλοι εισβάλλουν στα βαγόνια και αρπάζουν τον Βιδάλη ο οποίος ακόμα και στο μικρό καφενείο του γειτονικού χωριού Μελία, όπου τον οδηγούν, κάνει ρεπορτάζ, ρωτώντας τους χωρικούς για τη ζωή τους, για τη σοδειά. Λίγο αργότερα τον οδηγούν στο νεκροταφείο και μετά από φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια τον δολοφονούν.
Τζορτζ Πολκ
Στις 16 Μάη του 1948, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, ένας βαρκάρης στη Θεσσαλονίκη βρίσκει ένα πτώμα να επιπλέει στη θάλασσα. Είχε εκτελεστεί με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πόλκ και η δίκη για τη δολοφονία του εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα φιάσκο όλων των εποχών. Ο Πολκ, όπως οφείλει ένας δημοσιογράφος – ρεπόρτερ βρισκόταν ακριβώς στη μέση και στα ρεπορτάζ του δεν χαριζόταν σε κανέναν. Αυτό ήταν αρκετό για να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς και στα δυο στρατόπεδα. Ποιος είχε συμφέρον να τον δολοφονήσει; Ενδεχομένως και οι δυο πλευρές. Ίσως, και καμία.
Ο Πολκ είχε φτάσει στην Ελλάδα στις 9 Μάη του 1948. Δολοφονήθηκε περίπου μια εβδομάδα αργότερα. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείο που έμενε στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε ένα γράμμα το οποίο αποκαλύπτετε πως σκόπευε να συναντηθεί με τον ηγέτη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Μάρκο Βαφειάδη σε κάποιο αντάρτικο λημέρι της Πίνδου προκειμένου να του πάρει συνέντευξη. Η χωροφυλακή Θεσσαλονίκης που ανέλαβε την διαλεύκανση της υπόθεσης από την πρώτη στιγμή τονίζει πως η δολοφονία είναι έργο του ΚΚΕ. Από την πλευρά του το Κομμουνιστικό Κόμμα τονίζει πως η δολοφονία του δημοσιογράφου ήταν έργο της Ασφάλειας.
Αν Τσάπμαν
Μία από τις πλέον σκοτεινές υποθέσεις της Χούντας ήταν η δολοφονία της Βρετανίδας δημοσιογράφου Αν Τσάπμαν τον Οκτώβριο του 1971 στο Καβούρι της Αττικής. Ως δολοφόνος της συνελήφθη μερικούς μήνες αργότερα ο Νίκος Μουντής, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια, ωστόσο μετά από 11 χρόνια το 1983 έλαβε χάρη και αποφυλακίστηκε. Από την ημέρα που η Τσάπμαν είχε βρεθεί νεκρή βέβαια, πολλές ήταν οι φωνές που έλεγαν πως η Τσάπμαν δεν δολοφονήθηκε από τον Μουντή, αλλά από ανθρώπους της χούντας των συνταγματαρχών.
Ο Μουντής ήταν ηδονοβλεψίας, γνωστός στην Αστυνομία, με «δράση» πολύ κοντά στην περιοχή όπου βρέθηκε νεκρή η Τσάπμαν. Αρχικά ομολόγησε ότι σκότωσε την Αγγλίδα, καθώς προσπάθησε να τη βιάσει κι εκείνη αντιστάθηκε. Φοβούμενος ότι αν την αφήσει και φύγει εκείνη θα τον αναγνώριζε, καθώς ήταν σεσημασμένος, την στραγγάλισε. Λίγες μέρες αργότερα ανασκεύασε την ομολογία του και είπε ότι ήταν αθώος. Ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να ομολογήσει, καθώς τον απείλησαν πως αν δεν το κάνει θα τον πετάξουν από το παράθυρο.
Ο πατέρας της δημοσιογράφου φώναζε από την πρώτη στιγμή ότι η κόρη του δολοφονήθηκε από όργανα της χούντας επειδή είχε σχέσεις με ομάδες αντιστασιακών στο Λονδίνο. Αποκάλυψε, μάλιστα, πως σκοπός του ταξιδιού της στην Ελλάδα δεν ήταν οι… συνεντεύξεις για τουριστικά θέματα αλλά η συνάντηση με την Αμαλία Φλέμινγκ, που μόλις είχε καταδικαστεί από τη χούντα, σε φυλάκιση 16 μηνών για συνωμοσία. «Μου έχουν εμπιστευθεί μια σημαντική έκθεση που θα με τοποθετήσει ανάμεσα στους καλύτερους δημοσιογράφους του κόσμου», έλεγε.
Αυτό που κινητοποίησε τον πατέρα της δημοσιογράφου ήταν πως ενώ σύμφωνα με τον ιατροδικαστή η κόρη του δολοφονήθηκε την Παρασκευή 15 Οκτωβρίου και το πτώμα βρέθηκε τη Δευτέρα 18 Οκτωβρίου εκείνος έλαβε επιστολή από την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο που έγραφε: «Από την Κυριακή (δηλαδή στις 17 Οκτωβρίου 1971), παρακολουθούμε τα νέα αυτού του κατακριτέου εγκλήματος, με ενδιαφέρον και ανησυχία».
Τζώρτζης Αθανασιάδης
Τολμηρός επιχειρηματίας και εκδότης ο Τζώρτζης Αθανασιάδης χάραξε την πορεία του δίπλα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή με τον οποίο τους συνέδεε μια ισχυρή φιλία. Η δολοφονία του, Σαββατόβραδο της 19ης Μαρτίου του 1983, συγκλόνισε το πανελλήνιο και μέχρι και σήμερα, 40 χρόνια μετά, παραμένει ανεξιχνίαστη. Παρέμεινε για πάντα στο σκοτάδι. Όπως και ο δράστης αλλά και τα κίνητρά του. Ο εκδότης της «Βραδυνής» Τζώρτζης Αθανασιάδης βρισκόταν στο γραφείο του στην εφημερίδα μαζί με τον φίλο του Βαγγέλη Κουρλιμπίνη.
Περίπου στις 8 το βράδυ εμφανίστηκε μπροστά του ένας άνδρας (κατά τις περιγραφές του ίδιου) χλωμός, με κοντό μαλλί, ύψους περίπου 1.75, ηλικίας 35 χρόνων που φορούσε ένα δερμάτινο σακάκι και είχε αργό και σταθερό βήμα. Ο άνδρας ζήτησε να δει τον Αθανασιάδη γιατί όπως είπε είχε ένα εξαιρετικά επείγον μήνυμα να παραδώσει, ένα ντοκουμέντο που θα ήταν χρήσιμο στην εφημερίδα. Δε θέλησε να δώσει όνομα. Όταν ο μυστηριώδης άνδρας έμπαινε μέσα στο γραφείο του Αθανασιάδη το ρολόι έδειχνε 10 λεπτά πριν τις 8. Λίγα λεπτά αργότερα ακούστηκε ο Αθανασιάδης να φωνάζει στον άγνωστο άνδρα «δεν είναι δυνατόν, δε γίνονται αυτά»! Λίγες στιγμές αργότερα ο εκδότης έπεφτε νεκρός.
Νίκος Μομφεράτος
Το απόγευμα της Πέμπτης 21ης Φεβρουαρίου 1985, περίπου στις 7 το απόγευμα, ο εκδότης της «Απογευματινής» Νίκος Μομφερράτος, βγαίνει από τα γραφεία της εφημερίδας στην οδό Φειδίου, επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο του, όπου τον περίμενε ο οδηγός του, αστυνομικός Γιώργος Ρουσέτης και ξεκινάνε για το σπίτι του εκδότη στο Κολωνάκι. Δέκα λεπτά αργότερα βρίσκονται στη συμβολή των οδών Βουκουρεστίου και Τσακάλωφ. Ξαφνικά, την ησυχία και τη ρουτίνα της πόλης, διακόπτουν διαδοχικοί πυροβολισμοί. Μερικές στιγμές αργότερα, ένα αυτοκίνητο το οποίο έμοιαζε να ακολουθεί μια ανεξέλεγκτη πορεία καρφώνεται στη βιτρίνα ενός καταστήματος και την κάνει θρύψαλα. Ο εκδότης της «Απογευματινής» έχασε ακαριαία τη ζωή του από τα πυρά των εκτελεστών της «17 Νοέμβρη». Είχε δεχθεί τέσσερις σφαίρες στην καρδιά! Ο οδηγός του μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου δίνει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή. Δε θα τα καταφέρει καθώς μερικές ημέρες αργότερα θα υποκύψει στα τραύματά του.
Σωκράτης Γκιόλιας
Μια από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις, στα αστυνομικά χρονικά, με πάρα πολλά θολά σημεία είναι αυτή της δολοφονίας τους δημοσιογράφου Σωκράτη Γκιόλια, έξω από το σπίτι του στην Ηλιούπολη. Περίπου στις 5:30 το πρωί της 19ης Ιουλίου 2010 ένας άγνωστος χτύπησε το κουδούνι του Σωκράτη Γκιόλια και του είπε πως κάποιος προσπαθεί να του κλέψει το αυτοκίνητο. Ο άτυχος δημοσιογράφος, προφανώς μέσα στον ύπνο του δεν το πολυσκέφτηκε (ίσως εκεί και να πόνταραν και οι δράστες) και αφού είδε από το θυροτηλέφωνο ότι ο άνδρας ήταν ντυμένος αστυνομικός κατέβηκε στην είσοδο.
Λίγες στιγμές αργότερα ο δημοσιογράφος σωριαζόταν νεκρός. Ο ιατροδικαστής που τον εξέτασε είπε πως δέχθηκε 13 σφαίρες! Οι περισσότερες τον βρήκαν στην πλάτη που σημαίνει πως οι δράστες που τον πυροβόλησαν ήταν πίσω από την είσοδο της πολυκατοικίας και ο Γκιόλιας δεν τους είδε ποτέ. Επιπλέον, για να είναι σίγουροι πως δεν θα επιζούσε, οι δράστες τον πυροβόλησαν και τρεις φορές στο κεφάλι.
reader.gr