Το ζήτημα του ονόματος επανήλθε στο προσκήνιο για τα παιδιά του τέως Βασιλιά της Ελλάδος, Νικόλαος και Παύλο, οι οποίοι έχουν εκκινήσει τις διαδικασίες ώστε να αποκτήσουν ελληνική ιθαγένεια και παράλληλα, επίσημο επώνυμο. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, θα κάνουν χρήση του νόμου Βενιζέλου, μέσω αιτήματος που αναμένεται να καταθέσουν επίσημα την προσεχή Παρασκευή (20/12). Ο εν λόγω νόμος του 1994 (2215/1994) αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια από όλα τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας και έθεσε σειρά προϋποθέσεων για την ανάκτηση αυτής.
Σύμφωνα με τον νόμο που εξακολουθεί να ισχύει, «ελληνική ιθαγένεια στον Κωνσταντίνο Γλύξµπουργκ και στα µέλη της οικογένειάς του, μετά τη λήξη της ισχύος του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος που διείπε την ιθαγένεια εκείνων πριν από τη μεταβολή της μορφής του πολιτεύματος, αναγνωρίζεται και αποδεικνύεται μόνον εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Εφόσον διατυπωθεί ενώπιον του ληξιάρχου Αθηνών ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση σεβασμού στο Σύνταγμα, αποδοχής και αναγνώρισης του πολιτεύματος της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, µε το οποίο καθορίσθηκε κατά τρόπο µη υποκείμενο σε μεταβολή η μορφή του πολιτεύματος.
β) Εφόσον δηλωθεί, ρητά και ανεπιφύλακτα, ενώπιον του ιδίου ληξιάρχου παραίτηση από τις κάθε είδους διεκδικήσεις, οι οποίες συνδέονται µε την κατά το παρελθόν άσκηση πολιτειακού αξιώματος ή της κατοχής οποιουδήποτε τίτλου.
γ) Εφόσον συντελεσθεί εγγραφή στα μητρώα αρρένων ή τα δημοτολόγια Δήμου ή κοινότητας του κράτους µε όνομα, επώνυμο και τα λοιπά αναγκαία κατά νόμον στοιχεία ταυτότητας. Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων διαπιστώνεται µε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών. Διαβατήρια, ταξιδιωτικά και άλλα συναφή έγγραφα που έχουν χορηγηθεί στα πρόσωπα αυτά ακυρώνονται αυτοδικαίως, εφόσον δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις».
Πώς προέκυψαν τα Γλύξμπουργκ και Ντε Γκρέτσια
Στην Ελλάδα, στον δημόσιο λόγο μετά το 1974, ο τέως Βασιλιάς αναφερόταν συχνά ως Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.
Μετά την κατάργηση της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, το 1974, επανειλημμένα είχε αναφέρει ότι αναγνωρίζει τη Δημοκρατία, τους νόμους και το Σύνταγμα της Ελλάδας, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο «Βασιλιάς Κωνσταντίνος», αν και δεν χρησιμοποιούσε πλέον το «Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων».
Θέλεις τα σημαντικότερα νέα της ημέρας στο e-mail σου;
Κάνε εγγραφή στο newsletter του newsbomb.gr
Διεύθυνση Email
ΕΓΓΡΑΦΗ
Έλληνες πολιτικοί υποστήριξαν ότι ο Κωνσταντίνος θα έπρεπε να διαθέτει επώνυμο, εφόσον δεν κατέχει πλέον το βασιλικό αξίωμα. Το επίσημο ελληνικό διαβατήριο του Κωνσταντίνου τον προσδιόριζε ως «Κωνσταντίνο, πρώην βασιλέα των Ελλήνων».
Όμως, με βάση τον νόμο του 1994, το διαβατήριο αυτό του αφαιρέθηκε μαζί με την ιθαγένεια. Ο νόμος τού έδινε τη δυνατότητα να τα ανακτήσει μόνο εάν υιοθετούσε επώνυμο, κατά το πρότυπο άλλων έκπτωτων βασιλικών δυναστειών της Ευρώπης. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να αποκτήσει επώνυμο για λόγους αρχής: «Δεν έχω επώνυμο – η οικογένειά μου δεν έχει επώνυμο.
Ο νόμος που ο κ. Παπανδρέου (εννοούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου) πέρασε βασικά λέει ότι θεωρεί ότι δεν είμαι Έλληνας και ότι η οικογένειά μου ήταν Ελληνική μόνο ενόσω ασκούσαμε τα μοναρχικά μας καθήκοντα, και έπρεπε να παρουσιαστώ και να αποκτήσω ένα επώνυμο. Το πρόβλημα είναι ότι η οικογένειά μου προέρχεται από τη Δανία, και η δανική βασιλική οικογένεια δεν έχει επώνυμο. Το Γλύξμπουργκ δεν ήταν επώνυμο αλλά το όνομα μίας πόλης». Στο δημόσιο λόγο μετά την κατάργηση της βασιλείας, αναφερόταν συνήθως ως τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος ή Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην απόφαση με αριθμό Α4575/1996, αναγνώριζε ότι η ονομασία «Κωνσταντίνος, τέως Βασιλεύς των Ελλήνων» μπορούσε να προσδιορίσει την ταυτότητα του Κωνσταντίνου.
Αναγράφεται στην απόφαση: «Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών, για να προσδιορίσει την ταυτότητά του, αναφέρει, στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, ότι η αίτηση αυτή ασκείται από τον Κωνσταντίνο, πρώην βασιλιά των Ελλήνων. Η ονομασία αυτή, “πρώην βασιλιάς”, αναφέρεται στο δικόγραφο όχι ως τίτλος ευγενείας, ο οποίος απαγορεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 7), αλλά για να προσδιοριστεί η ταυτότητα του αιτούντος, ο οποίος στερείται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, επωνύμου.
Δηλαδή, έχει την έννοια ότι ο αιτών είναι ο Κωνσταντίνος εκείνος που διατέλεσε βασιλιάς των Ελλήνων έως την έκπτωσή του. Πρόκειται για αναφορά σε ένα ιστορικό γεγονός που, όπως και άλλα στοιχεία, μπορεί πράγματι να προσδιορίσει την ταυτότητα του παραπάνω προσώπου, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να τύχει δικαστικής προστασίας».
Ο Κωνσταντίνος διέθετε διπλωματικό διαβατήριο της Δανίας ως “Constantine de Grecia” (ισπανικά: «Κωνσταντίνος της Ελλάδας»), ενώ, οι σύγχρονες συνθήκες διακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η εξέλιξη των πολιτικών ηθών στην Ελλάδα είχαν καταστήσει ξεπερασμένο το ζήτημα του διαβατηρίου για ταξίδια προς την Ελλάδα. Το 2003, ταξίδεψε στη χώρα μας με αυτό το όνομα.
Ενίοτε, εκτός Ελλάδος και υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, ο Κωνσταντίνος αποκαλείτο ως «Βασιλιάς Κωνσταντίνος» και προσφωνείτο Μεγαλειότατος. Για παράδειγμα, αποκαλείτο έτσι στις επίσημες ιστοσελίδες της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, της Παγκόσμιας Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας και της Διεθνούς Ενώσεως Μοντέρνου Πεντάθλου, οργανισμών στους οποίους δραστηριοποιείται.
Το 2015, εκδόθηκε η τρίτομη αυτοβιογραφία του με τίτλο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος – Χωρίς Τίτλο», που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις.