Ελαφρύτερο λόγω της μείωσης της κατανάλωσης αλλά όχι φθηνότερο εξαιτίας του πληθωρισμού είναι το καλάθι των ελληνικών νοικοκυριών, οι λογαριασμοί του οποίου έχουν γίνει δυσβάσταχτοι.
Οι νέες ανατιμήσεις που έρχονται και φτάνουν έως και το 35% φέρνουν περαιτέρω τα νοικοκυριά. Ήδη η μείωση της κατανάλωσης αποτυπώνεται στην μείωση του όγκου πωλήσεων των σουπερμάρκετ, ο οποίος έχει υποχωρήσει από τις αρχές του έτους κατά 10%.
Με παράγοντες της αγοράς να εκτιμούν ότι θα υπάρξει νέα υποχώρηση του όγκου και στροφή στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που παραδοσιακά είναι πιο φθηνά από τα επώνυμα
Η πίεση που ασκεί η ακρίβεια στα εισοδήματα αποτυπώνεται και στην καταναλωτική συμπεριφορά, η οποία έχει μεταβληθεί άρδην τους τελευταίους μήνες.
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), οκτώ στους δέκα καταναλωτές κυνηγούν προσφορές και εκπτώσεις, 83% αναβάλλουν προσωπικές αγορές ή αγοράζουν οικονομικότερες εναλλακτικές προϊόντων και δύο στους τρεις έχουν μειώσει την κατανάλωση ρεύματος και τις αγορές τροφίμων.
Το πόσο έντονη είναι η στροφή του αγοραστικού κοινού στην εξοικονόμηση χρημάτων αποτυπώνεται και στον τρόπο επιλογής τροφίμων.
Συνολικά τον τελευταίο χρόνο, από τον Ιούλιο και μετά, η χρηματική δαπάνη αποτελεί το βασικό κριτήριο, αλλά ειδικά στις τελευταίες μετρήσεις η ένταση είναι εντυπωσιακή.
Ενώ τα προηγούμενα χρόνια το ποσοστό του αγοραστικού κοινού που αγόραζε με βασικό κριτήριο τα χρήματα κινούνταν περί το 30% και σε ίδια επίπεδα με τα ποιοτικά κριτήρια, σήμερα το ποσοστό αυτό ξεπερνάει το 60%.
Τρίτο κύμα ανατιμήσεων
Μπροστά σε έναν νέο κύκλο ανατιμήσεων, τον τρίτο μεγάλο από τις αρχές του έτους, βρίσκονται οι καταναλωτές, καθώς οι νέοι τιμοκατάλογοι που έχουν στείλει οι προμηθευτές στα σουπερμάρκετ περιλαμβάνουν αυξήσεις έως 35%.
Ήδη τον Αύγουστο, οι τιμές των τροφίμων και των μη αλκοολούχων ποτών αυξήθηκαν 13,2%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις σε σχέση με τον Αύγουστο του 2021 καταγράφηκαν στο ψωμί και στα δημητριακά (+18,5%), στα κρέατα (+17,1%), στα αυγά και στα γαλακτοκομικά (+18%), στα έλαια και λίπη (25,5%), στον καφέ-κακάο-τσάι (12,5%) αλλά στα φρούτα και λαχανικά 1,7% και 7,9% αντίστοιχα.
Το νέο κύμα ανατιμήσεων των προϊόντων που είναι προ των πυλών, περιλαμβάνει αυξήσεις μέχρι 35% σε χαρτί υγείας, χαρτοπετσέτες, χαρτομάντιλα και ρολά κουζίνας, ενώ νέο ράλι ανατιμήσεων της τάξης του 30% αναμένεται και στα έλαια και λίπη. Αυξήσεις 20% ζητούν οι γαλακτοβιομηχανίες , ενώ αύξηση της τιμής κατά 25% ζητούν οι προμηθευτές κρέατος (μοσχάρι, χοιρινό).
Στρέφονται στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας
Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, σε συνδυασμό με το σφοδρό κύμα ανατιμήσεων στο ράφι, απόρροια της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης τιμών των πρώτων υλών, αλλάζουν τις αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών και σκληραίνουν τους όρους του παιχνιδιού για τα επώνυμα καταναλωτικά είδη.
Ετήσια έρευνα που πραγματοποίησε το Εργαστήριο Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε τυχαίο δείγμα 1.500 νοικοκυριών με μηχανογραφημένο σύστημα CATI, έδειξε ότι το 31,8% των προϊόντων που αγοράζουν οι καταναλωτές από τα σούπερ μάρκετ είναι ιδιωτικής ετικέτας. Το συγκεκριμένο ποσοστό αποτελεί το υψηλότερο που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της έρευνας.
Στο θέμα της τιμής, η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος 86,4% (από 72,9% πέρυσι) θεωρεί ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν καλύτερη τιμή.
Σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι ότι το 31,6% (31,2% πέρυσι) των ερωτηθέντων πιστεύει ότι είναι προϊόντα χειρότερης ποιότητας και το 57,5% (52,5% πέρυσι) ίδιας ποιότητας, ενώ το 10,9% (16,3% πέρυσι) τα θεωρεί ανώτερης ποιότητας από τις μάρκες των κατασκευαστών.
Το 44,8% (38,9% πέρυσι) του δείγματος βρίσκει τις συσκευασίες των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας χειρότερες, το 10,8% (11,4% πέρυσι) καλύτερες και το 44,4% (49,7% πέρυσι) εφάμιλλες με εκείνες των καθιερωμένων μαρκών.
Σε ερώτηση σφαιρικής αξιολόγησης των προϊόντων, το 29,4% (28,6% πέρυσι) των ερωτηθέντων θεωρεί τις ιδιωτικές ετικέτες χειρότερες, το 11,5% (15,9% πέρυσι) καλύτερες, ενώ το 59,1% (55,8% πέρυσι) τις θεωρεί ίδιες με τις μάρκες των γνωστών κατασκευαστών.
Αναφορικά με τον βαθμό ικανοποίησης του καταναλωτή από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, δυσαρεστημένοι δήλωσαν το 4,9% (5,3% πέρυσι), ικανοποιημένοι το 63,1% (56,8% πέρυσι), ενώ ούτε ικανοποιημένοι και ούτε δυσαρεστημένοι είναι το 32% (37,9 πέρυσι) του δείγματος.