Ήταν Φεβρουάριος του 2022 όταν τα καύσιμα είχαν αρχίσει να παίρνουν την ανηφόρα προκαλώντας ήδη από τότε πανικό σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ενώ αποτελούσε και το πρώτο θέμα συζήτησης στη δημόσια σφαίρα.
Τα απανωτά αρνητικά δημοσιεύματα θορύβησαν την κυβέρνηση, η οποία, βλέποντας τη μέση τιμή της αμόλυβδης να φτάνει τότε στο εφιαλτικό 1,85 ευρώ το λίτρο, προχώρησε στην εξαγγελία και την υλοποίηση των «fuel pass» 1 και 2, τα οποία κάλυψαν ελάχιστα τις μεγάλες απώλειες στις τσέπες των πολιτών. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει σήμερα, καθώς με τις τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές σαφώς μειωμένες, μέσω ενός μηχανισμού, τον οποίο ουδείς μπορεί να εξηγήσει με σαφήνεια, οι τιμές «καίνε», με τη μέση τιμή της αμόλυβδης να βρίσκεται και πάλι στο ίδιο επίπεδο, στα 1,85 ευρώ το λίτρο. Ωστόσο, το οικονομικό επιτελείο έχει καταφέρει, με τις γνωστές μεθόδους χειραγώγησης των ειδήσεων στα φιλοκυβερνητικά μέσα, ουδείς να αναφέρεται στον ελέφαντα που δεν βρίσκεται στο δωμάτιο, αλλά στα βενζινάδικα. Από το 2010 και μετά η χώρα μας βρίσκεται σταθερά μέσα στο Top 5 των ακριβότερων τιμών βενζίνης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, επιβαρύνοντας τον οικογενειακό προϋπολογισμό των ιδιοκτητών αυτοκινήτων. Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί και σύνθετοι, όμως ένας από τους πιο σημαντικούς είναι η μεγάλη επιβάρυνση που υπάρχει από τον περίφημο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στην τιμή που πληρώνουμε στα καύσιμα. Πρόκειται για έναν φόρο ο οποίος προϋπήρχε και πριν από το 2010 στην Ελλάδα και κυμαινόταν από 0,35 έως 0,41 ευρώ/λίτρο, μέχρι που το 2010 εκτοξεύτηκε στα 0,67 ευρώ/λίτρο, για να σταθεροποιηθεί το 2017 στα 0,7 ευρώ/λίτρο όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η τιμή της απλής αμόλυβδης στην Ελλάδα να διαμορφώνεται κοντά στα 1,857 ευρώ το λίτρο, που αποτελεί τη δεύτερη ακριβότερη τιμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πίσω από τη Δανία στην οποία πωλείται προς 1,988 ευρώ το λίτρο. Χώρες με πολύ υψηλότερα εισοδήματα από την Ελλάδα, όπως η Φινλανδία, διαθέτουν τη βενζίνη στα 1,848 ευρώ, η Γερμανία στα 1,747 ευρώ, ενώ στην Ιταλία, που συμμετέχει στον ίδιο τρόπο αγοράς πετρελαίου (PLATS) με την Ελλάδα, πωλείται προς 1,813 ευρώ το λίτρο. Παρά τους κυβερνητικούς «πανηγυρισμούς» περί μεγάλης αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων, η κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία δείχνει το ακριβώς αντίθετο. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση έχει εξαπολύσει μια επιδοματική πολιτική προς τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, με πενιχρά ποσά («fuel pass» 15 ευρώ τον μήνα, «market pass» 22 ευρώ τον μήνα) προκειμένου να κάμψει τις κοινωνικές αντιδράσεις εν όψει των εκλογών. Ωστόσο, τα οικονομικά των ελληνικών νοικοκυριών βρίσκονται στο «κόκκινο», κάτι που επιβεβαιώνουν κάθε μήνα και τα στοιχεία για τους οφειλέτες του Δημοσίου, καθώς αυξάνονται συνεχώς όσοι χρωστούν μικροποσά κάτω από τα 100 ή τα 500 ευρώ, δείγμα πως αδυνατούν να βγάλουν τον μήνα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ, οι οφειλέτες που χρωστούν στην Εφορία από 50 έως 500 ευρώ αυξήθηκαν τον Νοέμβριο 2022 κατά 25.304 άτομα σε σχέση με το 2021, σε κλίμακα οφειλών στην οποία ανήκει το 38,5% του συνόλου των οφειλετών, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 1.607.182 πρόσωπα.
Τέταρτη χειρότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη η Ελλάδα
Το 2021 το μέσο διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα ήταν 18.019 μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) ανά κάτοικο στην Ε.Ε. Τα στοιχεία της Eurostat, μάλιστα, δείχνουν το τεράστιο χάσμα που επικρατεί ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης, με τη χώρα μας να βρίσκεται στην τέταρτη θέση από το τέλος, πίσω από χώρες όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Κροατία, κάτι που επιβεβαιώνει περίτρανα τις μνημονιακές προτροπές η Ελλάδα να αποκτήσει μισθούς… Βουλγαρίας. Μπορεί αυτό να μη συμβαίνει σε απόλυτους αριθμούς σε επίπεδο μισθών, αλλά έχει… επιτευχθεί στο πλαίσιο της αγοραστικής δύναμης, που αποτελεί το Νο 1 κριτήριο για τους πολίτες μιας χώρας και την πραγματική αξία του μισθού τους.
Η αγοραστική δύναμη ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και κυμαινόταν από 32.132 PPS στο Λουξεμβούργο έως 8.703 PPS στη Ρουμανία. Τα υψηλότερα επίπεδα διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος καταγράφηκαν στα δυτικά και σκανδιναβικά κράτη, ιδίως στο Λουξεμβούργο (32.132 PPS), στην Ολλανδία (24.560 PPS), στην Αυστρία (24.450 PPS) και τη Γερμανία (23.401 PPS). Από την άλλη πλευρά, το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα ήταν χαμηλότερο στα περισσότερα νότια και ανατολικά κράτη μέλη, ιδίως στην Ουγγαρία (9.982 PPS), στην Ελλάδα (9.917 PPS), στη Βουλγαρία (9.375 PPS), στη Ρουμανία (8.703 PPS) και την Κροατία (6.861 PPS). Την ίδια ώρα, η χώρα μας παρουσιάζει έναν από τους χαμηλότερους βασικούς μισθούς στην Ευρώπη, που διαμορφώνεται στα 713 ευρώ μεικτά, ενώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς από παγκόσμιες πλατφόρμες κόστους ζωής όπως η Expatistan, η Livingcost και η Numbeo, στη χώρα μας το μηνιαίο κόστος ζωής με την πληρωμή ενός μέσου ενοικίου διαμορφώνεται στα 944 ευρώ, δηλαδή πολύ πάνω από τον κατώτατο μισθό! Αντίστοιχες αποκλίσεις παρουσιάζουν πολλές ακόμα χώρες, ωστόσο η κατάσταση κυρίως στην περιοχή των Βαλκανίων είναι ακόμα χειρότερη, καθώς τα νούμερα είναι χαοτικά.