Τις τελευταίες εβδομάδες η άμυνα της Ευρώπης δοκιμάζεται από μια σειρά περιστατικών στον εναέριο χώρο συμμάχων: η Πολωνία κατέγραψε την είσοδο σχεδόν δύο δωδεκάδων drones, ενώ στην Εσθονία τρεις ρωσικοί MiG–31 παρέβησαν τα σύνορα για περίπου 12 λεπτά, παρά τις προειδοποιήσεις των ιταλικών F-35. Αυτά τα επεισόδια έχουν πυροδοτήσει συζητήσεις για το πόσο γρήγορα και σε ποιο εύρος μπορεί να προσαρμοστεί το ΝΑΤΟ στην «ασσύμμετρη» απειλή των μαζικών, φθηνών μη επανδρωμένων συστημάτων.
Ειδικοί επισημαίνουν ότι η τεχνολογία εντοπισμού και αναχαίτισης υπάρχει — από ραντάρ εξειδικευμένα για Shahed-τύπου drones μέχρι αναχαιτιστικά συστήματα — αλλά η πρόκληση είναι το κόστος και ο όγκος. Η εμπειρία από το Ισραήλ και το πεδίο μάχης στην Ουκρανία δείχνει πως το οικονομικό κόστος μιας αποτελεσματικής άμυνας μπορεί να είναι πολύ υψηλό, ενώ η παραγωγή φτηνού όγκου drones (η Ρωσία παράγει χιλιάδες κάθε μήνα) αλλάζει το παιχνίδι.
Η απόκριση της Δύσης κινείται σε δύο άξονες: (α) γρήγορη ενίσχυση προμηθειών και παραγωγής (π.χ. επενδύσεις σε παραγωγή drones & αντι-drones) και (β) πειραματισμός με φθηνότερες, ευέλικτες λύσεις — από τοπικά αναχαιτιστικά drones μέχρι βελτιωμένα ραντάρ. Κράτη-μέλη και βιομηχανία καλούνται να αλλάξουν ταχύτερα τους ρυθμούς προμηθειών και συνεργασίας, αλλιώς κινδυνεύουν να βρεθούν σε θεματικό «έλλειμμα» απέναντι σε απειλές μαζικού όγκου.
Στο παρασκήνιο, η υπόθεση τίθεται και ως πολιτικό τεστ: πόσο αποφασιστικά θα κινηθεί το ΝΑΤΟ χωρίς να κλιμακώσει σε ευρύτερη σύγκρουση. Τα πρόσφατα περιστατικά δείχνουν ότι ο χρόνος και οι επιλογές θα κρίνουν αν η συμμαχία θα «αποκτήσει» την απαιτούμενη ταχύτητα και κλίμακα απάντησης.
