Στην έκδοση ενταλμάτων κατά 13 αλλοδαπών, κυρίως Σύρων και Ιρακινών, οι οποίοι ζουν ή έζησαν τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα, οδήγησε η άγνωστη μέχρι σήμερα έρευνα της Αντιτρομοκρατικής για τη χρηματοδότηση της Τζιχάντ και συγκεκριμένα του Ισλαμικού Κράτους. Σύμφωνα με πληροφορίες που φέρνει στο φως της δημοσιότητας η «Κ», η μυστική επιχείρηση ξεκίνησε το 2018 σε συνεργασία με την Εισαγγελία Αντιτρομοκρατίας του Παρισιού, και το πρώτο από τα εκκρεμή εντάλματα εκτελέστηκε την Πρωτοχρονιά του 2022, με τη σύλληψη, στο κέντρο της Αθήνας, ενός συριακής καταγωγής Ισπανού.
Ο 36χρονος Abdulsalam ζει για περισσότερο από δέκα χρόνια στην Ελλάδα και μέχρι τη δίκη του, την 1η Ιουνίου 2022, παρέμενε προφυλακισμένος στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ και της υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών, πριν καταλήξει στις φυλακές Κορυδαλλού. Τελικά, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων τον έκρινε αθώο για την κατηγορία της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Τα εντάλματα εις βάρος των υπολοίπων 12 αλλοδαπών παραμένουν έως σήμερα ανεκτέλεστα.
Η σύσκεψη στη Χάγη
Η υπόθεση άρχισε να εκτυλίσσεται τον Νοέμβριο του 2018, με την πραγματοποίηση στην έδρα της Eurojust, στη Χάγη, συνάντησης αξιωματούχων από 14 κράτη-μέλη της Ε.Ε. Αντικείμενο εκείνης της κλειστής σύσκεψης ήταν ο συντονισμός μιας κοινής έρευνας με θέμα τη χρηματοδότηση της διεθνούς τρομοκρατίας. Επρόκειτο ουσιαστικά για συνέχεια των ερευνών που είχαν ξεκινήσει μετά τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις σε Παρίσι, Βρυξέλλες και Κάννες τη διετία 2015-2016.
Σε δικαστικά έγγραφα που τέθηκαν υπόψη της «Κ» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «προέκυψε η ύπαρξη χρηματοοικονομικών ροών προς τη Συρία, μέσω Τουρκίας και Λιβάνου, και η ταυτοποίηση ατόμων που συγκέντρωναν τα χρήματα για να καταλήξουν στα χέρια ξένων μαχητών στη Συρία».
Οπως γίνεται εύκολα κατανοητό, κεντρικό ρόλο στην έρευνα είχε η Διεύθυνση Εσωτερικής Ασφάλειας του γαλλικού υπουργείου Εσωτερικών, με τα στελέχη της να ενημερώνουν τους Ελληνες αστυνομικούς ότι από το σύνολο των ύποπτων χρηματικών συναλλαγών, το 1% πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα. Επρόκειτο για 14 συναλλαγές με αποστολείς 13 αλλοδαπούς. Μεταξύ αυτών και ο Abdulsalam, κάτοχος ισπανικού διαβατηρίου, με καταγωγή από τη συριακή πόλη Ράκα, προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους.
Από την έρευνα της Αντιτρομοκρατικής σε ιδιωτικές εταιρείες μεταφοράς εμβασμάτων και τα Ελληνικά Ταχυδρομεία προέκυψε πως ο 36χρονος την περίοδο 2014-2015 έστειλε 13.500 ευρώ προς τη Γερμανία, τη Σερβία, την Τουρκία, την Αυστρία και την Ολλανδία, ενώ παρέλαβε αθροιστικά 5.300 ευρώ από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Μία από αυτές τις συναλλαγές είχε ποινικό – ερευνητικό ενδιαφέρον, καθιστώντας τον κατηγορούμενο για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αφορούσε αποστολή 829 ευρώ σε άτομο ονόματι Mohammad A., που βρισκόταν στην Τουρκία. Και αυτό διότι ο Mohammad φέρεται, με τη σειρά του, να μεσολαβούσε για τη μεταφορά χρημάτων από και προς Γάλλους που είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους και ταξιδέψει στη Συρία για να ενταχθούν στους κόλπους του Ισλαμικού Κράτους. Τον Νοέμβριο του 2016, για παράδειγμα, 42χρονη Γαλλίδα τού είχε στείλει 820 ευρώ προκειμένου να τα παραδώσει στην αδελφή της, μία από τις αποκαλούμενες «νύφες της τζιχάντ», η οποία είχε εγκαταλείψει το Παρίσι και ταξιδέψει μαζί με τον γιο της Enzo στα ελεγχόμενα από το Ι.Κ. εδάφη της Συρίας.
Οι «συλλέκτες»
Παρόμοια είναι τα στοιχεία και εις βάρος των υπολοίπων 12 αλλοδαπών. Εις βάρος του ενός από αυτούς, υπηκόου Συρίας 34 ετών, εκδόθηκε και παραμένει ανεκτέλεστο ένταλμα, καθώς μεσολάβησε για τη μεταφορά 1.000 ευρώ από μια 70χρονη Γαλλίδα στον γιο της, ο οποίος από το 2013 και μέχρι πρότινος τουλάχιστον πολεμούσε στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους. Ο Abdulsalam, μοναδικός μέχρι στιγμής συλληφθείς από τους συνολικά 13 διωκόμενους αλλοδαπούς, αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με το Ισλαμικό Κράτος. Απέδωσε την εμπλοκή του στην υπόθεση στο γεγονός ότι πραγματοποίησε τις συγκεκριμένες συναλλαγές με μόνο κίνητρο να εξυπηρετήσει πρόσφυγες από τη Συρία που έφθαναν στην Ελλάδα χωρίς χαρτιά. Ο ίδιος, εξάλλου, είναι κάτοχος ισπανικού διαβατηρίου.
Σε επίσημα έγγραφα, πάντως, οι διωκτικές και δικαστικές αρχές χρησιμοποιούν τον όρο «συλλέκτες» για να περιγράψουν εκείνους που συγκέντρωναν χρήματα, κυρίως από χώρες της Ε.Ε., για να τα προωθήσουν σε ξένους μαχητές στη Συρία και στο Ιράκ, Ευρωπαίους πολίτες που είχαν εγκαταλείψει τις χώρες τους για να εγκατασταθούν στο αυτοαποκαλούμενο Χαλιφάτο.
«Το γεγονός ότι ο συλλέκτης παρέλαβε κάποια στιγμή χρήματα από συγγενή εμπλεκομένου με την τρομοκρατία δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι οποιοσδήποτε στείλει χρήματα στον συλλέκτη εμπλέκεται κατ’ οποιονδήποτε τρόπο με την τρομοκρατία», επισήμανε σε υπόμνημά της προς το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων η Μαρία Αμάρρι, συνήγορος του 36χρονου Abdulsalam. Ο τελευταίος αποφυλακίσθηκε αμέσως μετά την ετυμηγορία του δικαστηρίου, που τον κήρυξε αθώο, ενώ εκκρεμή παραμένουν τα υπόλοιπα 12 εντάλματα, με αρκετούς από τους διωκόμενους αλλοδαπούς να έχουν έχουν ήδη εγκαταλείψει την Ελλάδα με προορισμό τη Γερμανία και τη Γαλλία.