Ακόμη και μέσα από τα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, η Ρούλα Πισπιρίγκου προσπαθεί να καθορίσει τον ρόλο του συζύγου της, Μάνου Δασκαλάκη. Η 33χρονη, φερόμενη ως παιδοκτόνος προς το παρόν, δεν δίστασε να αποκαλύψει σε σύντομη τηλεοπτική συνέντευξή της ότι ο Μάνος φοβάται πως θα συλληφθεί και ο ίδιος μετά από εκείνη ή ακόμη και ο πατέρας του. «Ο Μάνος μού είπε ότι θα υπερασπιστεί την κατηγορία. Ετσι θα τον πάρουν για δουλειά και θα μπορέσει να έχει χρήματα για να μου δίνει. Απ’ ό,τι κατάλαβα, θα δηλώσει: “Εγώ θα πω αυτά που είδα με τα μάτια μου, κι από εκεί και πέρα δεν γνωρίζω”. Εσείς (σ.σ.: η Δικαιοσύνη) θα ορίσετε την ποινή της και θα αποδείξετε ότι ισχύει αυτό που λέτε, όχι εγώ».
Σύμφωνα πάντα με την Πισπιρίγκου, όταν τον ρώτησε αν έχει συναίσθηση ότι εκείνη είναι κρατούμενη στη ΓΑΔΑ, ο Μάνος Δασκαλάκης απάντησε: «Κι εγώ τι να κάνω; Να βάλουν κι εμένα και τον πατέρα μου μέσα;». Αν ο διάλογος διημείφθη ακριβώς όπως τον μεταφέρει η Πισπιρίγκου, τα προφανή συμπεράσματα είναι ότι: α) ο Δασκαλάκης έχει λόγους να είναι τρομαγμένος για το ενδεχόμενο σύλληψής του, β) στην υπόθεση υπάρχει εμπλοκή τρίτου προσώπου, εν προκειμένω του πεθερού της συλληφθείσας, γ) ο Δασκαλάκης φαίνεται ότι γνωρίζει πολύ περισσότερα απ’ όσα έχει μοιραστεί δημοσίως γύρω από το πώς κατέληξαν νεκρά τα τρία παιδιά τους.
Η περαιτέρω επίρρωση της τρίτης παρατήρησης οφείλεται σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Πελοπόννησος» και του δημοσιογράφου Γιώργου Αναστασόπουλου σχετικά με ένα επεισόδιο το οποίο ίσως αποδειχθεί καθοριστικό για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. «Για το ένα παιδί πιστεύω ότι δεν του έχεις κάνει κακό. Ομως, για τα άλλα δύο δεν βάζω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο» υποτίθεται ότι είπε ο Μάνος, φράση που έκανε έξαλλη την Πισπιρίγκου, σε τέτοιον βαθμό μάλιστα ώστε να χιμήξει στον εν διαστάσει σύζυγό της για να τον χτυπήσει.
Οπως αναφέρει το ίδιο ρεπορτάζ, το ανδρόγυνο φιλονίκησε έντονα και πέρασε στη χειροδικία – και όλα αυτά εκτυλίχθηκαν ενώπιον δημόσιων λειτουργών, πιθανόν στην Εισαγγελία Πατρών, όπου οι Δασκαλάκης – Πισπιρίγκου έχουν υποβάλει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση εναντίον όσων τους καταλόγιζαν εγκληματική ευθύνη για τον χαμό της μεγαλύτερης κόρης τους, της 9χρονης Τζωρτζίνας. Επιπλέον, ενώ κατά τη διάρκεια των πρώτων 24ώρων μετά τη σύλληψή της η Πισπιρίγκου επέμενε να αρνείται τις κατηγορίες για τη δολοφονία της κόρης της, μια σειρά από καινούρια στοιχεία δημιούργησε νέα ερωτήματα. Κυρίως γύρω από την προσωπικότητα του Μάνου Δασκαλάκη, τον πραγματικό ρόλο του στην υπόθεση και, ιδιαίτερα, την ολέθρια, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, σχέση του με τη Ρούλα Πισπιρίγκου.
Η πληροφορία ότι ήδη από το 2014 υπήρξαν κλήσεις εκ μέρους τρίτων προς μια οργάνωση παιδικής προστασίας ώστε να σταματήσει η κακοποίηση της Τζωρτζίνας, η οποία τότε ήταν ενός έτους, περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα – αλλά και εμπλέκει άμεσα τον Δασκαλάκη. Το αντίστοιχο ισχύει επίσης για μια σειρά από άλλα στοιχεία, όπως το ψυχιατρικό ιστορικό της Πισπιρίγκου, οι ανεπιβεβαίωτες μαρτυρίες για τις επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας της, οι εκτρώσεις, η σύγκρουσή της με πρώην σύντροφο του Μάνου, το πότε ακριβώς υπήρξε η ρήξη του ζευγαριού και πώς το γεγονός αυτό συνδυάζεται χρονικά με την υγεία της Τζωρτζίνας.
Οι φήμες και οι διαδόσεις, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, είναι αξεδιάλυτα αναμεμειγμένες με τα γεγονότα, οπότε το κεντρικό μυστήριο εντοπίζεται στις πράξεις και τα κίνητρα της Πισπιρίγκου. Παρ’ όλα αυτά, χωρίς να υποδύεται κάποιος τον ντετέκτιβ ή τον δικαστή, μπορεί με ασφάλεια να θεωρηθεί δεδομένο ότι ο αληθινός ρόλος του Δασκαλάκη ήταν πολύ πιο σύνθετος και ουσιαστικός -έστω και εμμέσως- σε ό,τι συνέβη μέσα στην οικογένειά του. Και είναι βέβαιο ότι μία από τις άκρες του νήματος βρίσκεται στην κοινή ζωή του μοιραίου ζευγαριού.
Μοιραίο ζευγάρι, με ένα μοιραίο παιδί, την Τζωρτζίνα, η οποία γεννήθηκε υπερβολικά πρόωρα σε σχέση με τα σχέδια που έκανε ο Δασκαλάκης για το μέλλον του. Το 2013, όταν η Τζωρτζίνα ήρθε στον κόσμο, η Ρούλα ήταν 24 και ο Μάνος 21 ετών. Εκείνος ονειρευόταν να ανελιχθεί στην κλίμακα του ποδοσφαίρου, να ξεχωρίσει με τις εμφανίσεις του ως τερματοφύλακα σε ομάδες των ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων Αχαΐας και, ιδανικά, να φτάσει ως κάποια από τις επαγγελματικές κατηγορίες. Παράλληλα, ασχολούνταν με τη μουσική ως τραγουδιστής, επίσης σε ερασιτεχνικό επίπεδο, αλλά με φιλοδοξίες για κάτι ανώτερο – και προσοδοφόρο.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, η ζωή που επρόκειτο να μοιραστεί ο Μάνος με τη Ρούλα σχετίστηκε με αμφότερα τα ενδιαφέροντά του: οι δυο τους γνωρίστηκαν μεταξύ ποδοσφαιρικού γηπέδου και καφετέριας στην Πάτρα, καθώς εκείνη είχε την ιδέα να πάρει μαθήματα διαιτησίας με βασικό κίνητρο το όποιο χρηματικό όφελος. Σε ό,τι αφορά τη μουσική, η Πισπιρίγκου ανέλαβε την προώθηση του συζύγου της στον καλλιτεχνικό χώρο ως ερασιτέχνις μάνατζερ. Υπ’ αυτή την ιδιότητα και παρά τα πολύ σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζαν ως οικογένεια μετά τον θάνατο των μικρότερων θυγατέρων τους, της Μαλένας και της Ιριδας, και ενώ η υγεία της Τζωρτζίνας επιδεινωνόταν, ακόμη και έναν μήνα πριν από τον θάνατό της, η Πισπιρίγκου προσπαθούσε να δικτυωθεί στην ελληνική showbiz, για χάρη της καριέρας του συζύγου της. Και αυτό συνέβαινε ενώ εκείνος είχε αποχωρήσει από την οικογενειακή εστία και επί της ουσίας είχε επέλθει η διάσταση του ζευγαριού.
Είναι λοιπόν αρκετά πιθανόν ότι μεταξύ τους υπάρχει ένας δεσμός ο οποίος υπερβαίνει τα εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά του και ξεφεύγει από μια τυπική ερμηνεία βάσει της κοινής λογικής. Μέσα στον ορυμαγδό των ζωντανών αλλά ανώνυμων διηγήσεων, μαρτυριών κ.λπ. που μεταδόθηκαν, κυρίως μέσω των τηλεοπτικών ρεπορτάζ κατά τη διάρκεια του θρίλερ από τον χαμό της Τζωρτζίνας, τον περασμένο Ιανουάριο, και τη σύλληψη της Πισπιρίγκου πριν από μερικά 24ωρα, σκιαγραφήθηκε το προφίλ μιας έντονα άνισης, εξουσιαστικής σχέσης.
Σε ένα τέτοιο φόντο, εκείνη σκιαγραφείται ως ένα άτομο που δεν θα δίσταζε να διεκδικήσει και να κρατήσει δίπλα της τον Μάνο, πάση θυσία, ακόμη και πειθαναγκάζοντάς τον να προχωρήσει σε γάμο και πατρότητα, με μοχλό πίεσης την πρώτη εγκυμοσύνη της. Γι’ αυτό, άλλωστε, μία από τις κυρίαρχες εικασίες για το κίνητρο που μεταμόρφωσε τη Ρούλα Πισπιρίγκου σε Πατραία Μήδεια, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις δημοσιογραφικού τύπου απόπειρες ερμηνείας, αναδεικνύει τα στοιχεία του εκβιασμού και της εκδίκησης.
Οι αποχρώσες ενδείξεις, οι οποίες μπορούν να ενισχύσουν την αληθοφάνεια αυτού του νοσηρού σεναρίου, συσχετίζονται με τις μεγάλες κρίσεις στη σχέση του ζευγαριού και τους θανάτους των κοριτσιών. Μένει να επιβεβαιωθεί από την αστυνομική διερεύνηση της υπόθεσης αν η Τζωρτζίνα δηλητηριάστηκε με κεταμίνη ακριβώς την ημέρα που ο Μάνος έκανε το αποφασιστικό βήμα για το διαζύγιο με τη Ρούλα, προσδιορίζοντας μέσω δικηγόρου συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών για την επίσημη και οριστική διάλυση του γάμου τους.
Η ανεξήγητη απάθεια
Αναλυτές λόγου και ειδικοί περί τη γλώσσα του σώματος αποδύθηκαν σε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουν τον χαρακτήρα του ζευγαριού και το είδος της μεταξύ τους σχέσης. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτές τις ενδιαφέρουσες πλην αμφίβολης αξιοπιστίας αναλύσεις είναι κυρίως μια εκτενής τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησαν από κοινού, ως ένα κανονικό ζευγάρι. Η Πισπιρίγκου σχεδόν μονοπωλεί τον διάλογο με τον ρεπόρτερ, οπότε μαγνητίζει αντιστοίχως το βλέμμα των ειδικών, ενώ ο Δασκαλάκης περιορίζεται σε δευτερεύοντα ρόλο, με εκφραστικές κινήσεις του κεφαλιού του, εν είδει σιωπηρής συμφωνίας με τα λεγόμενα της εν διαστάσει συζύγου του. Και όταν δοκιμάζει να αρθρώσει τον δικό του λόγο, το κάνει αποκλειστικά για να χαρακτηρίσει τη Ρούλα ως βράχο, κολόνα του σπιτιού, υπόδειγμα μητέρας, νοικοκυράς κ.λπ.
Ο Μάνος υπερασπίζεται επίσης ορισμένα δείγματα συμπεριφοράς τα οποία επικρίθηκαν έντονα, όπως κάποιες εκδρομές ή έξοδοι για διασκέδαση, την ίδια ακριβώς περίοδο που υποτίθεται ότι ως ζευγάρι είχαν βυθιστεί σε βαρύ πένθος για τον χαμό των παιδιών τους. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις επιμέρους αντιδράσεις τους, το κυρίαρχο -και το πλέον αλλόκοτο- χαρακτηριστικό του Δασκαλάκη και της Πισπιρίγκου μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα είναι η απόλυτη ψυχραιμία. Κανείς από τους δύο δεν δακρύζει, δεν κομπιάζει, δεν λυγίζει. Μιλούν για τα τρία νεκρά κοριτσάκια τους με μια απάθεια η οποία δεν μπορεί παρά να είναι φυσική – όσο μη φυσιολογική κι αν φαντάζει.
Ακριβώς διότι μόνο επαγγελματίες ηθοποιοί, με πρόζα εκ των προτέρων μαθημένη και προβαρισμένη, θα μπορούσαν να αποδώσουν έναν τέτοιο ρόλο χωρίς να προδώσουν τι πραγματικά νιώθουν. Υπ’ αυτή την έννοια, παραμένει αίνιγμα πώς συντονίζονται ολοκληρωτικά δύο άνθρωποι που, όπως αποδεικνύεται, χωρίζονται από τουλάχιστον ένα ειδεχθές, ακραία διεστραμμένο έγκλημα. Εάν η Ρούλα Πισπιρίγκου έχει όντως σκοτώσει και εάν ο Μάνος όντως δεν είχε ιδέα, πώς εξηγείται άραγε η μεταξύ τους ταύτιση, η ενιαία και τόσο πειστική, αλάνθαστη κοινή «παράστασή» τους απέναντι στην κοινή γνώμη – και την κοινή λογική;
Μόνο χαμένος
Η περίπτωση του Μάνου Δασκαλάκη χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης, εφόσον βρίσκεται στο απόλυτο αδιέξοδο: είναι χαμένος ό,τι κι αν ισχυριστεί, ό,τι κι αν κάνει, προς όποια κατεύθυνση κι αν προσπαθήσει να κινηθεί. Αν είχε πέσει σε κατάθλιψη, αν είχε ξεσπάσματα οργής ή τάσεις αυτοκτονίας, θα ήταν εκτεθειμένος στην καχυποψία ότι προσποιείται. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όσο απαθής είναι τώρα, εγείρει την ίδια καχυποψία περί συνενοχής – πλήρους ή εν τινί μέτρω. Αν υπήρξε τόσο αμέριμνος ώστε να μην έχει καταλάβει ότι η γυναίκα που είχε δίπλα του σκότωνε τα παιδιά του, δεν δικαιούται συγχώρεση. Αν παριστάνει ότι δεν κατάλαβε ενώ γνωρίζει την αλήθεια, αν επέμενε να στηρίζει την Πισπιρίγκου υποκύπτοντας σε κάποιου είδους εκβιασμό, πάλι δεν έχει κανένα ελαφρυντικό.
Επίσης, θα έλεγε κανείς ότι ο ίδιος επιβαρύνεται από τη σκιά ενός άλλου πατέρα που παρίστανε το θύμα ενώ ήταν ο θύτης: μετά τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, η επίκληση του άλλοθι και η υποστήριξη της αθωότητας οποιουδήποτε τόσο βαθιά εμπλεκομένου σε μια υπόθεση ανθρωποκτονίας, δεν είναι πια αυτή που ήταν έως και πριν από τον φόνο της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά. Συνειδητοποιώντας, πιθανώς, σε πόσο δύσκολη θέση τον έχει φέρει η Ρούλα Πισπιρίγκου, ακόμη κι αν είναι εντελώς αθώος του παιδικού αίματος, ο Μάνος Δασκαλάκης έκανε το πρώτο, κρίσιμο βήμα μακριά από εκείνη με την εξής δήλωση: «Θέλω να σας τονίσω ότι δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να γίνει τιμητής της αγάπης και της οδύνης μου για τα τρία χαμένα παιδιά μου.
Οσον αφορά την κατηγορούμενη και τον διάλογο που έγινε μεταξύ μας, δεν έχω να κάνω καμία απολύτως δήλωση. Δεν έχω να σας πω κάτι. Αντιλαμβανόμενος την ιδιαίτερα δυσχερή θέση της, θα μιλήσουμε εκεί που πρέπει και όταν πρέπει. Με τους αρμόδιους. Δεν κρυβόμαστε από κανέναν απολύτως. Δεν έχω να κρύψω κάτι». Ο χρόνος θα αναδείξει το πραγματικό νόημα αυτής της κομβικής σημασίας δήλωσης αποκήρυξης. Και αυτός ο χρόνος καλπάζει πλέον προς την οριστική αποκάλυψη της αλήθειας.