“Δεν ήξερα ότι είχε μέσα σφαίρες το πιστόλι”, υποστήριξε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης ο 27χρονος Αλβανός που κατηγορείται οτι σκότωσε τον 44χρονο υπάλληλο καταστήματος ψιλικών, κατά τη διάρκεια της φονικής ληστείας που σημειώθηκε στην περιοχή της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη.
Η ληστεία μετά φόνου που συγκλόνισε τη χώρα, έγινε τον Νοέμβριο του 2021, όταν ο 44χρονος Μάριος, ήρθε αντιμέτωπος την ώρα που εργάζονταν στο κατάστημα ψιλικών με έναν ληστή, ο οποίος με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του και φορώντας γάντια, εισήλθε στο μαγαζί και τον απείλησε με όπλο. Ο άτυχος άντρας, όπως καταγράφηκε και στο βίντεο ντοκουμέντο από τις κάμερες ασφαλείας του καταστήματος, του οποίου δημοσίευσε το protothema.gr, φέρεται να αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα ο 27χρονος δράστης, αλβανικής καταγωγής, να τον πυροβολήσει στο κεφάλι.
Στο εδώλιο σήμερα κάθονται δύο άτομα, ο 27χρονος Αλβανός που κατηγορείται οτι τράβηξε την σκανδάλη και ο 37χρονος Έλληνας συνεργός του που φέρεται να περίμενε έξω από το κατάστημα την ώρα της ληστείας.
Ο 27χρονος Αλβανός ανέφερε αρχικά ότι “δεν είχα πρόθεση να σκοτώσω. Δεν ξεκίνησα για να το κάνω αυτό” και υποστήριξε πως δεν γνώριζε ότι το πιστόλι που κρατούσε είχε μέσα σφαίρες. “Δεν πήγα για να σκοτώσω, πήγα μόνο για τη ληστεία. Ήμουν μεθυσμένος και είχα πάρει ναρκωτικά”, είπε. Ο δεύτερος κατηγορούμενος υποστήριξε ότι είναι αθώος και πως δεν είχε οπτική επαφή με τη ληστεία.
Έμαθα ότι το παιδί μου πέθανε από το ραδιόφωνο
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση της μητέρας του 44χρονου θύματος, η οποία αναφέρθηκε με κλάματα στην στιγμή που ενημερώθηκε ότι ο μοναχογιός της είχε τραυματιστεί σοβαρά και στον τρόπο που έμαθε ότι τελικά έφυγε από τη ζωή.
Ο Μάριος ήταν ο μόναχογιος μου. Πριν από 15 χρόνια έχασα τον άνδρα μου. Το παιδί μου ήταν το στήριγμα μου. Από το 2004 που έφυγε ο άντρας μου, μου ορκίστηκε ότι δεν πρόκειται να αφήσω την μαμά μου. Ήταν εργατικός, σπουδαγμένος, μορφωμένος. Στο κατάστημα δούλευε περίπου 5 μήνες, πρωινές και βραδινές ώρες. Μου έλεγε μαμά δεν με συμφέρει το πρωινό μεροκάματο, θα πάω στην βραδινή βάρδια που έχει περισσότερα χρήματα για να ζούμε καλύτερα. Του έλεγα παιδί μου μην πηγαίνεις στην βραδινή”, κατέθεσε αρχικά στο δικαστήριο.
Η κυρία Τούλα αναφέρθηκε στη συνέχεια στη στιγμή που της τηλεφώνησε ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης για να της μεταφέρει ότι ο γιος της έχει τραυματιστεί αλλά και στο πως έμαθε τελικά ότι το παιδί της πέθανε, πριν προλάβει να πάει στο νοσοκομείο για να τον δει.
“Όταν σηκώθηκα στις 06.30 με πήρε το αφεντικό τηλέφωνο και με ρώτησε αν είμαι καλά. Τον ρώτησα τι συνέβη και μου είπε πως χτύπησαν τον Μάριο. Μου είπε ότι είναι άσχημα και εγώ ζητούσα να μιλήσω με κάποιον αστυνομικό για να δω αν το παιδί μου είναι καλά. Ο αστυνομικός μου είπε ότι είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση και ότι πήγαινε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Εκείνη τη στιγμή έπεσα κάτω στο πάτωμα, έτρεμα και άρχισα να φωνάζω. Ο αδελφός μου με πήρε από το νοσοκομείο και μου είπε να πάρω ταξί και να πάω γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται για με μθέλουν οι γιατροί. Συνάντησα έναν γείτονα τυχαία και του ζήτησα να με πάει στο νοσοκομείο για να προλάβω το παιδί μου. Σερνόμουν, ήμουν φυτό”.
Η μητέρα του 44χρονου τελικά επιβιβάστηκε σε ένα ταξί και ζήτησε από τον οδηγό να πάει όσο γίνεται πιο γρήγορα στο νοσοκομείο και μάλιστα στον δρόμο ήθελαν να ζητήσουν και την συνδρομή της αστυνομίας προκειμένου να τους ανοίξει τον δρόμο. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να δει το παιδί της ζωντανό.
“Είπα στον οδηγό να ανοίξει το ραδιόφωνο και εκείνη την ώρα έμαθα ότι το παιδί μου απεβίωσε. Άρχισα να φωνάζω “το παιδί μου, το παιδάκι μου”, που ήταν το καλύτερο παιδί, το στήριγμά μου. Στις 6 Νοεμβρίου μου σκότωσαν το παιδί μου, στις 6 Νοεμβρίου το είχα βαφτίσει”, κατέθεσε συντετριμμένη η μητέρα.
Καθ’ολη τη διάρκεια της κατάθεσής της, ο 27χρονος Αλβανός κατηγορούμενος, προσπαθούσε να κρύψει με τα χέρια του το πρόσωπό του.
Η δίκη συνεχίζεται με τις καταθέσεις μαρτύρων.