Είναι εξαιρετικά απίθανο να βιώσουμε αντίστοιχη κρίση με αυτή του 2008, εκτιμά σε συνέντευξή του στο Magazine ο Ούγγρος οικονομολόγος και πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος, László Andor, ωστόσο εφιστά την προσοχή για ορισμένες “βραδυφλεγείς” κρίσεις.
Δίνοντας το “παρών” στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, όπου την Παρασκευή (28/4) θα συζητήσει με τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη, διευθυντή του Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή, για τη σημασία της κοινωνικής συμπερίληψης και τους τρόπους ενίσχυσής της, ο γενικός γραμματέας του Ιδρύματος Ευρωπαϊκών Προοδευτικών Μελετών (Foundation for European Progressive Studies) επισημαίνει ότι η κρίση του κόστους διαβίωσης ενδέχεται να μην έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της και καλεί τις κυβερνήσεις να βρουν τη χρυσή τομή σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα.
Παράλληλα, κατατάσσει ενδεχόμενο πόλεμο στην Ασία ως τον νούμερο ένα κίνδυνο για τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε περίπτωση που οι συγκρούσεις στην Ουκρανία συνεχιστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αναφερθείς, δε, στα εργασιακά και την τετραήμερη εβδομάδα εργασίας που φαίνεται να κερδίζει έδαφος μετά την πανδημία, υπογραμμίζει πως πρέπει να ενθαρρύνονται τέτοιες πρωτοβουλίες, ωστόσο έπειτα από τον απαιτούμενο διάλογο μεταξύ εργαζομένων – επιχειρήσεων.
Κ. Andor, έχει διδαχθεί η Δύση από τις κρίσεις του πρόσφατου παρελθόντος, οι ΗΠΑ με την κατάρρευση της Lehman Brothers και η Ευρώπη με την ελληνική κρίση;
Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι δύο διαφορετικές οντότητες, αν και οι οικονομίες τους συνδέονται, και ανέπτυξαν μια συντονισμένη αντίδραση στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Για να καταστεί δυνατός ο καλύτερος συντονισμός όχι μόνο μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, αλλά και με τον υπόλοιπο κόσμο, η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 δημιούργησε, μεταξύ άλλων, νέα φόρουμ όπως η G20.
Η αυστηρότερη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτέλεσε σημαντική προσπάθεια και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η ΕΕ τήρησε τα νέα ρυθμιστικά πρότυπα και, λόγω της επακόλουθης κρίσης της ευρωζώνης, συνέχισε την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής. Η τραπεζική ένωση δρομολογήθηκε, αν και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Προφανώς, οι ΗΠΑ πήραν πίσω ορισμένα από τα ρυθμιστικά μέτρα που θεσπίστηκαν μετά την κρίση του 2008, γεγονός που εξηγεί εν μέρει την αστάθεια στο σημερινό τραπεζικό σύστημα.
Μπορεί το σκηνικό που είδαμε πρόσφατα να εξελιχθεί σε ένα νέο 2007-2008;
Είναι εξαιρετικά απίθανο να βρεθούμε ξανά σε κρίση του ίδιου τύπου όπως πριν από 15 χρόνια. Ακριβώς επειδή οι ρυθμιστικές αρχές, ιδίως οι ευρωπαϊκές, έμαθαν από την προηγούμενη εμπειρία, η κατάσταση είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνη.
Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, αλλά και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία, η φούσκα των ακινήτων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία μεγάλων ανισορροπιών και εν τέλει στην οικονομική αστάθεια, αλλά κάτι κάτι δεν έκανε την επανεμφάνισή του την τελευταία δεκαετία. Βέβαια, όπως είδαμε πριν από 15 χρόνια, είναι πολύ εύκολο να εφησυχάσει κανείς σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί η σημασία διατήρησης της επαγρύπνησης.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να δίνουμε βαρύτητα και σε ορισμένες “βραδυφλεγείς” κρίσεις, όπως οι ανισορροπίες στα συνταξιοδοτικά συστήματα.
Αυτό απαιτεί κοινωνικό διάλογο και ανανέωση του κοινωνικού συμβολαίου. Επίσης, η καλύτερη ισορροπία στον τομέα της εργασίας και της συνταξιοδότησης μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό των κινδύνων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να διασφαλίσει ότι δεν χτίζουμε επικίνδυνους χάρτινους πύργους.
Οικονομική κρίση
Το 2021, ήσασταν μεταξύ κορυφαίων οικονομολόγων που απευθύνατε έκκληση να διαγραφούν δημόσια χρέη που παρακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να διευκολυνθεί η κοινωνική και οικολογική ανασυγκρότηση μετά την πανδημία του κορονοϊού. Μία πρόταση που δεν εισακούστηκε. Δύο χρόνια μετά, επιμένετε σε μια τέτοια θέση;
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η Ευρώπη πρέπει να βρει νέους τρόπους χρηματοδότησης των επενδύσεων που σχετίζονται με το κλίμα, και να το κάνει αυτό συλλογικά. Πρόκειται για μια μακροπρόθεσμη πρόκληση, αλλά πρέπει να βρούμε τρόπους να υλοποιήσουμε τις απαραίτητες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια.
Από την άλλη πλευρά, η πανδημία προκάλεσε ένα μοναδικό σοκ και απαιτούσε λύσεις με βραχυπρόθεσμη εστίαση. Οι υπεύθυνοι λήψης μακροοικονομικών αποφάσεων πρέπει να έχουν επίγνωση των αυξημένων επιπέδων δημόσιου χρέους και των συνεπειών του.
Σήμερα, το βασικό ερώτημα δεν είναι τόσο ο ισολογισμός των κεντρικών τραπεζών όσο η ανάγκη αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για παράδειγμα, πρέπει να αποφύγουμε να επιβάλουμε ξανά αυθαίρετα και μη ρεαλιστικά ανώτατα όρια χρέους.
Μετά την πανδημία, πάντως, ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ενα και πλέον χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή, με τον πλανήτη να έχει υποστεί πολλαπλά σοκ ως απόρροια αυτής, θεωρείτε ότι η κρίση του κόστους διαβίωσης ενδέχεται να πλησιάζει στο αποκορύφωμά της;
Η κρίση του κόστους ζωής αποτελεί σημαντική επίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία. Το πόσο θα διαρκέσει και αν θα οξυνθεί εξαρτάται από το πώς θα συνεχιστεί ο πόλεμος και αν εν τω μεταξύ θα ενισχυθούν τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας. Πρέπει, δε, να συνυπολογίσει κανείς κάποιες καθυστερημένες μακροοικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι σε θέση να βρουν τη χρυσή τομή σε σειρά ζητημάτων: την πλήρη υποστήριξη της ουκρανικής άμυνας, τη δίκαιη κατανομή του οικονομικού κόστους του πολέμου στην κοινωνία, την εξεύρεση διπλωματικών τρόπων για την αποκλιμάκωση της σύγκρουσης και την αποτροπή μιας ακόμη μεγαλύτερης σύγκρουσης. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα περίπλοκο παζλ.
Για την αντιμετώπιση των διανεμητικών επιπτώσεων, ορισμένες ιδέες ήταν πιο δημοφιλείς από άλλες. Πέρυσι, ακόμη και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ ζήτησε την επιβολή νέων φόρων στις εταιρείες που επωφελήθηκαν από την απότομη αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν διάφορες μορφές καινοτομίας στην κοινωνική πολιτική, όπως οι φτηνές κάρτες για τα μέσα μαζικής μεταφοράς, μέτρο που εφαρμόστηκε αρχικά από τη Γερμανία, αλλά ακολούθησαν κι άλλες χώρες. Υπάρχουν, πάντως, ευκαιρίες και για την ΕΕ στο σύνολό της. Την εποχή της πανδημίας, για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα της ΕΕ για τη στήριξη θέσεων εργασίας (SURE) σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Ποιον θα κατατάσσατε ως τον σοβαρότερο παγκόσμιο κίνδυνο τα επόμενα δύο χρόνια;
Αν μιλάμε για τα επόμενα δύο χρόνια, ένας μεγάλος πόλεμος στην Ασία είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος κίνδυνος. Προφανώς, ένας άλλος πόλεμος, δυνητικά μεγαλύτερος από αυτόν στην Ουκρανία, θα μπορούσε όχι μόνο να είναι εξαιρετικά καταστροφικός, αλλά και να αποδυναμώσει την ικανότητα της ανθρωπότητας να αντιμετωπίσει τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής.
Αν ο πόλεμος δεν τελειώσει σε περίπου ένα χρόνο (δηλαδή μέχρι την επόμενη προεδρική εκστρατεία των ΗΠΑ), θα πεθάνουν χιλιάδες ακόμη άνθρωποι και η ζημιά στο φυσικό περιβάλλον στην ουκρανική γη αλλά και τη Μαύρη Θάλασσα θα είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Μπορεί, επίσης, να δούμε το ευρωπαϊκό χάσμα να βαθαίνει μεταξύ πχ. της Πολωνίας, που είναι έτοιμη να επιλέξει ένα στρατιωτικοποιημένο μέλλον, και της Γαλλίας από την άλλη πλευρά, που θα προτιμούσε μια διεθνή τάξη που επιτρέπει την ειρηνική συνεργασία. Η Γερμανία ενδέχεται να διχαστεί, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει εσωτερική πολιτική κρίση με επιπτώσεις στο εξωτερικό.
Είναι πραγματικά, πάντως, τρομακτικό το γεγονός ότι οι μη Ευρωπαίοι, συμπεριλαμβανομένου του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου, εκτιμούν τους κινδύνους μιας ευρωπαϊκής σύγκρουσης που θα ξεσπάσει και θα ανατινάξει ξανά την παγκόσμια ασφάλεια.
Κλείνοντας, σε ό,τι αφορά αμιγώς τα εργασιακά, είστε υπέρ της προώθησης της ευελιξίας στην εργασία μέσω αλλαγών, όπως η τετραήμερη εβδομάδα εργασίας, η οποία φαίνεται να κερδίζει έδαφος μετά την πανδημία του κορονοϊού;
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλά πειράματα στο οικονομικό μας σύστημα προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ευελιξίας, και μερικά από αυτά είναι πραγματικά ελπιδοφόρα. Η μετάβαση στην τετραήμερη εβδομάδα εργασίας είναι μια από τις σημαντικές καινοτομίες των τελευταίων ετών.
Μερικές φορές πραγματοποιείται σε επίπεδο επιχείρησης, αλλά υπάρχουν και ορισμένες χώρες, όπως το Βέλγιο, που έχουν προσαρμόσει και την εθνική εργατική νομοθεσία.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι πρόκειται για μια επιλογή με την οποία όλοι είναι κερδισμένοι: οι εργαζόμενοι αισθάνονται καλύτερα επειδή βελτιώνεται η ποιότητα ζωής τους, οι εργοδότες επωφελούνται από την αυξημένη αποδοτικότητα και το καλύτερο κλίμα στο χώρο εργασίας, και το περιβάλλον αποκομίζει επίσης οφέλη λόγω της περιορισμένης κυκλοφορίας που σχετίζεται με την εργασία.
Επομένως, τέτοιες πρωτοβουλίες θα πρέπει να ενθαρρύνονται. Μάθαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας ότι πολλές νέες μορφές εργασίας είναι δυνατές χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία και ότι μπορούμε να εργαστούμε περισσότερο εξ αποστάσεως εργασία από ό,τι πριν.
Ωστόσο, είναι σημαντικό για τις επιχειρήσεις αλλά και τα κράτη να βασίζονται στον κοινωνικό διάλογο και να διασφαλίζουν ότι οι μεγάλες αλλαγές και η προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας θα πραγματοποιηθούν μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
news24/7