Σε ένα πλαίσιο συμφωνίας που επιβεβαιώνει την χθεσινή πολιτική δέσμευση της Kυπριακής Δημοκρατίας για συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης Κύπρου, κατέληξε η συνάντηση στο Mέγαρο Μαξίμου μεταξύ του προέδρου της Κύπρου Νίκου Χριστοδουλίδη και του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Χθες για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό κυβερνητικά στελέχη δήλωναν πιο αισιόδοξα για την απεμπλοκή του έργου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η χθεσινή συνάντηση άνοιξε το δρόμο για να δρομολογηθούν θετικές εξελίξεις στο μέτωπο της ηλεκτρικής διασύνδεσης στη βάση όσων είχαν συμφωνηθεί στις πολυήμερες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών το προηγούμενο διάστημα.
Το πόσο όμως είναι διατεθειμένη η κυπριακή πλευρά να υλοποιήσει τις καλές προθέσεις που εκφράστηκαν χθες με την μορφή πολιτικής συμφωνίας και στην ανακοίνωση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα φανεί σήμερα που η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας της Κύπρου (ΡΑΕΚ), θα κληθεί να επικυρώσει το πλαίσιο της συμφωνίας που είχε επιτευχθεί στην τηλεδιάσκεψη στις 2 Σεπτεμβρίου.
Το πλαίσιο αυτό αφορά την έναρξη παραχώρησης στον φορέα υλοποίησης εσόδου προς κάλυψη δαπανών του κατά το στάδιο της κατασκευής του έργου. Οι Κύπριοι καταναλωτές θα επιβαρύνονται με μία χρέωση ανά κιλοβατώρα, η οποία όμως θα τους επιστρέφεται μέσω επιδότησης στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.
Όπως έγραφε χθες ο Φιλελεύθερος πρόκειται για ενσωμάτωση στο ρυθμιστικό πλαίσιο της απόφασης που έλαβε την περασμένη Τρίτη το υπουργικό συμβούλιο της Κύπρου για χρηματοδότηση του φορέα υλοποίησης με 25 εκατομμύρια το χρόνο προκειμένου να συντελεστεί η ανάκτηση του κόστους κατά το στάδιο της κατασκευής. Ο κυπριακός τύπος αναφέρει ότι θα χρειαστεί σε επόμενο στάδιο η κατάθεση στην Βουλή και η έγκριση συμπληρωματικού προϋπολογισμού για να επιτραπεί η χρηματοδότηση του ΑΔΜΗΕ.
Το δεύτερο σημείο ως προς τις ρυθμιστικές εκκρεμότητες που αναμένεται να διευθετηθεί σήμερα από την ΡΑΕΚ είναι η έγκριση του ποσοστού απόδοσης κεφαλαίου (premium Wacc) αντί για περίοδο 12 ετών σε διάσημα 17 χρόνων.
Το κρίσιμο πάντως σημείο της χθεσινής συνάντησης είναι ότι η κυπριακή πλευρά εμφανίζεται διατεθειμένη να συμμετάσχει στο μετοχικό κεφάλαιο του Great Sea Interconnector χωρίς να τίθεται ως βασική προϋπόθεση η αξιολόγηση της μελέτης κόστους οφέλους. Πληροφορίες ανέφεραν χθες ότι για την συμμετοχή των Κυπρίων στην μετοχική σύνθεση του καλωδίου θα υπάρξει due diligence προκειμένου η Κύπρος να συμμετάσχει με ένα ποσοστό περίπου 30% στην εταιρεία ειδικού σκοπού που έχει συσταθεί για τις ανάγκες του έργου και στην οποία αναμένεται να αποκτήσουν μετοχική συμμετοχή και άλλοι εταίροι. Αυτό άλλωστε φωτογράφησε και η χθεσινή ανακοίνωση της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφερόμενη «στην συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του έργου το συντομότερο δυνατόν και αφού ολοκληρωθεί η μελέτη της δέουσας επιμέλειας και η σύσταση εταιρείας Ειδικού σκοπού για την οποία βρίσκονται σε εξέλιξη προχωρημένες διαβουλεύσεις και με τρίτα κράτη». Μένει να επιβεβαιωθεί πάντως εάν τελικά η κυπριακή κυβέρνηση αφαιρέσει από το τραπέζι, την προϋπόθεση που έβαζε για παράταση μερικών μηνών προκειμένου να οριστικοποιήσει την επενδυτική συμμετοχή της στο έργο.
Οι αποφάσεις της ΡΑΕΚ είναι προαπαιτούμενο προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή αποζημιώσεων και προς τον κατασκευαστή του καλωδίου, την γαλλική εταιρεία Nexans κάτι για το οποίο υπάρχει αγωνία και από την ελληνική πλευρά (κάποιες πληροφορίες μιλούν για δαπάνη 9,5 εκ ευρώ και αντίστοιχα 5 εκ. ανά εβδομάδα καθυστέρησης στην λήψη των ρυθμιστικών εκκρεμοτήτων).
Όπως επισημαίνει σήμερα, ο κυπριακός τύπος δεν υπάρχουν πληροφορίες για άλλες τροποποιήσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο όπως για παράδειγμα στο διασυνοριακό επιμερισμό του κόστους (CBCA). Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδεχτεί να επιμεριστεί κατά 50% στις δύο πλευρές το γεωπολιτικό ρίσκο του έργου σε περίπτωση εμπλοκής της ηλεκτρικής διασύνδεσης χωρίς υπαιτιότητα του φορέα υλοποίησης. Δεν υπάρχει επίσης σαφή εικόνα κατά πόσο το CBCA, θα τροποποιηθεί τελικά ή όχι για να ενσωματώσει και το τελευταίο αίτημα της κυπριακής πλευράς να επιμερίζεται κατά το ήμισυ στους καταναλωτές των δύο χωρών το επιπλέον κόστος του 1,94 εκατομμυρίων ευρώ σε περίπτωση που υπάρξει υπέρβαση στον προϋπολογισμό του έργου.