Οι τρεις πυλώνες της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν εχθές το βράδυ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ.
Σε μια κατ’ αρχήν, πολιτική, συμφωνία για τον λεγόμενο «ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό» κατέληξαν αργά το βράδυ στο Στρασβούργο τα δύο νομοθετικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, ώστε, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η προεδρία του Συμβουλίου, μόλις εγκριθεί οριστικά αυτή η νομοθεσία θα προωθήσει την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών και έτσι θα συμβάλει στη δημιουργία αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και διαβίωσης για τους ευρωπαίους εργαζόμενους.
Η εν λόγω συμφωνία στηρίζεται σε τρεις πυλώνες και συγκεκριμένα:
*Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να διασφαλίζει αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης
*Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να ενισχυθούν στις χώρες όπου καλύπτουν λιγότερο από το 80% των εργαζομένων
*Σεβασμός στα εθνικά προνόμια και την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων όσον αφορά τον καθορισμό των μισθών
Η συμφωνία θεσπίζει διαδικασίες για την επάρκεια των υποχρεωτικών κατώτατων μισθών, προωθεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών και βελτιώνει την αποτελεσματική πρόσβαση στην προστασία που προσφέρει ο κατώτατος μισθός για τους εργαζομένους που δικαιούνται κατώτατο μισθό. Τα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει κατώτατους μισθούς καλούνται να ορίσουν ένα διαδικαστικό πλαίσιο για τον καθορισμό και την ενημέρωση αυτών των κατώτατων μισθών σύμφωνα με ένα σαφές σύνολο κριτηρίων. Το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησαν ότι οι επικαιροποιήσεις των υποχρεωτικών κατώτατων μισθών θα πραγματοποιούνται τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια (ή το πολύ κάθε τέσσερα χρόνια για χώρες που χρησιμοποιούν μηχανισμό αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής). Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να συμμετέχουν στις διαδικασίες καθορισμού και επικαιροποίησης των νόμιμων κατώτατων μισθών.
Στην ΕΕ 21 από τα 27 κράτη – μέλη έχουν ορίσει κατώτατο μισθό με τις διαφορές να είναι τεράστιες. Στο ένα άκρο βρίσκεται η Βουλγαρία με κατώτατο μισθό στα 332 ευρώ τον μήνα (η χώρα δεν είναι ακόμα μέλος της Ευρωζώνης), και στο άλλο το Λουξεμβούργο με 2.257 ευρώ. Οκτώ κράτη – μέλη έχουν ορίσει κατώτατο μισθό που ξεπερνάει τα 1000 ευρώ τον μήνα και συγκεκριμένα η Σλοβενία (1.074 ),η Ισπανία (1.126 ), η Γαλλία (1.603 ), η Γερμανία (1.621),το Βέλγιο (1.658), η Ολλανδία (1725) και η Ιρλανδία (1.775 ευρώ). Βάσει της εν λόγω, προσωρινής συμφωνίας δεν απαιτείται αλλαγή των υφιστάμενων εθνικών συστημάτων, καθώς θα υπάρχει σεβασμός στα διαφορετικά μοντέλα της αγοράς εργασίας μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, ωστόσο θεσπίζει ένα διαδικαστικό πλαίσιο για την προώθηση «επαρκών και δίκαιων» κατώτατων μισθών σε ολόκληρη την ΕΕ.
Συλλογικές διαπραγματεύσεις
Δεδομένου ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών είναι ένα σημαντικό εργαλείο για να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να επωφεληθούν από επαρκείς κατώτατους μισθούς, η οδηγία στοχεύει να επεκτείνει την κάλυψη των εργαζομένων μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι συννομοθέτες συμφώνησαν ότι οι χώρες πρέπει να προωθήσουν την ενίσχυση της ικανότητας των κοινωνικών εταίρων να συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των εκπροσώπων των εργαζομένων.
Η προσωρινή συμφωνία μεταξύ του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προβλέπει ειδικότερα ότι, όταν το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι κάτω από το όριο του 80%, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησαν επίσης σε μια σειρά μέτρων για τη βελτίωση της αποτελεσματικής πρόσβασης των εργαζομένων στην προστασία που προσφέρει ο κατώτατος μισθός. Αυτά τα μέτρα περιλαμβάνουν ελέγχους που πραγματοποιούνται από επιθεωρήσεις εργασίας, εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες σχετικά με την προστασία που προσφέρουν οι κατώτατοι μισθοί και την ενίσχυση της ικανότητας των αρχών να διώκουν εργοδότες που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες.
Πλέον η προσωρινή αυτή συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί από τους μονίμους αντιπροσώπους των κρατών – μελών (Coreper) και έπειτα από το Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.