Εκείνος μελαγχολικός και εξωστρεφής. Εκείνη πνεύμα ανεξάρτητο, μια φεμινίστρια με πρωτοποριακές ιδέες. Τους ένωνε η ποίηση και η θλίψη. Κι όμως οι δυο σημαντικοί ποιητές του Μεσοπολέμου, αν και έγραψαν πολλούς στίχους για την αγάπη τους, ποτέ δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να βρουν την ευτυχία.
Γνωρίστηκαν το 1922 σε μια κοινή παρέα καλλιτεχνών. Η Μαρία άλλωστε συνήθιζε να κάνει συντροφιά με άνδρες, πράγμα αδιανόητο για την εποχή. Η ομορφιά της και η ελευθερία που εξέπεμπε γοήτευσαν τον μοναχικό Καρυωτάκη. Μα κι εκείνη δεν έμεινε ασυγκίνητη από αυτόν το ντροπαλό νεαρό, που ποτέ δεν την κοίταζε στα μάτια. Υπάλληλοι τότε της Νομαρχίας και οι δύο, έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην ποίηση, προσπαθώντας να βρουν τη δική τους φωνή. Γρήγορα έγιναν ζευγάρι, παρόλο που εκείνος διατηρούσε δεσμό με μια άλλη γυναίκα, έναν νεανικό του έρωτα από τα Χανιά, όπου είχε ζήσει ένα διάστημα.
Αν και ερωτευμένοι, η σχέση τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, συμφώνα με τις μαρτυρίες. Εκείνη θα έγραφε στο ημερολόγιό της τον Μάιο του 1922: «Τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια! Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σε αγαπήσω, όσο σου πρέπει;».
Σε μια από τις βόλτες στο Φάληρο, οι αστυνομικοί τους συνέλαβαν, γιατί τότε απαγορευόταν ένας άνδρας να κρατάει μια γυναίκα δημοσίως, αν δεν ήταν έστω η μνηστή του. Τους έβαλαν λοιπόν στην άμαξα με κατεύθυνση το τμήμα. Ο Καρυωτάκης ντρεπόταν και φοβόταν για τα όσα θα επακολουθούσαν. Τότε, εκείνη τού είπε απλώς να πηδήξει και να την αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνη της. Έτσι κι έγινε. Η νεαρή Μαρία με την αφοπλιστικότητά της κατάφερε να πείσει τον διοικητή να την αφήσει ελεύθερη και ο Καρυώτακης γλίτωσε το σκάνδαλο, που έτρεμε… Η αδερφή της όμως είχε θυμώσει με τη στάση του. «Εγώ ερωτεύτηκα ποιητή, όχι ήρωα. Αν ήθελα ηρωισμούς, θα ερωτευόμουνα τον Ανδρούτσο», της απάντησε τότε η Πολυδούρη και με αυτή η φράση εξήγησε ίσως με τον καλύτερο τρόπο, γιατί αυτή η φλογερή γυναίκα, που δεν άντεχε τις προκαταλήψεις και τον καθωσπρεπισμό, αγάπησε τόσο παράφορα αυτό τον δειλό άνδρα, που δεν είχε το κουράγιο να ζήσει όπως ήθελε.
Η ασυμβίβαστη ζωή της Πολυδούρη, και ο εκρηκτικός της χαρακτήρας αποτελούσαν κόκκινο πανί για την οικογένεια του Καρυωτάκη, που είχε άλλες βλέψεις για τον φέρελπι απόφοιτο της Νομικής… Κι εκείνος, εγκλωβισμένος στο καθήκον και στις εντολές των δικών του, δεν τόλμησε ποτέ να κάνει την υπέρβαση.
Ήταν εκείνη που του έκανε πρόταση γάμου, όμως ο Καρυωτάκης της αρνήθηκε. Δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι ήταν άρρωστος –είχε σύφιλη- οπότε δεν θα μπορούσαν να κάνουν παιδιά, και πως μαζί του θα δυστυχούσε. Η απόρριψη αυτή τάραξε την Πολυδούρη, που τελικά δέχτηκε να παραμείνει στη ζωή του ως φίλη, όπως της ζήτησε.
Οι συναντήσεις τους άρχισαν να αραιώνουν, κυρίως μετά από έναν αποτυχημένο αρραβώνα της Μαρίας με τον Αριστοτέλη Γεωργίου, γόνο πλούσιας οικογένειας και από τους πλέον περιζήτητους γαμπρούς της Αθήνας. Το μυαλό και η ψυχή της όμως ήταν ολοκληρωτικά δοσμένα στον «Τάκη» της, όπως τον αποκαλούσε. Έντιμη και ειλικρινής, εξομολογείται την αλήθεια στον αρραβωνιαστικό της και φεύγει πληγωμένη για το Παρίσι. Στην Ελλάδα επέστρεψε, όταν διαγνώστηκε με φυματίωση, οπότε και μπήκε στο «Σωτηρία», που τότε λειτουργούσε ως σανατόριο.
Μια φορά μόνο την επισκέφτηκε εκεί ο Καρυωτάκης. Η συνάντησή τους ήταν σύντομη και παγωμένη. Οι λέξεις δυσκόλευαν αυτή τη φορά και τους δύο. Στη συνέχεια ο Καρυωτάκης πήρε μετάθεση για την Πρέβεζα. Δεν ξαναμίλησαν ποτέ.
Τον Ιούλιο του 1928, εκείνος έδωσε τέλος στη ζωή του με ένα περίστροφο. Η Πολυδούρη έμαθε το τραγικό νέο στο νοσοκομείο. Από τότε κρέμασε πάνω από το κρεβάτι της ένα σκίτσο κι ένα παιχνίδι που κάποτε της είχε χαρίσει εκείνος, και άρχισε να παρακούει τους γιατρούς: το έσκαγε κρυφά τις νύχτες και πήγαινε για μπάνιο στη θάλασσα, κάπνιζε και γενικώς έκανε ό,τι μπορούσε για να χειροτερεύσει.
Έκτοτε η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε και όπως φαίνεται από τα ποιήματά της και το ημερολόγιό της, ο θάνατος του αγαπημένου της μάλλον ήταν ένας από τους λόγους, που οδήγηθηκε σε οριστική κατάρρευση. Το 1930 σε ηλικία μόλις 28 ετών, άφησε την τελευταία της πνοή. Λέγεται ότι μάλλον κάποιος καλός της φίλος της έκανε τη χάρη να της χορηγήσει μια ένεση μορφίνης για να την απαλύνει από τους πόνους.
Μετά από τον θάνατο του Καρυωτάκη, ανοίχτηκε το μπαούλο του, όπου και βρέθηκαν όλα τα γράμματα που του είχε στείλει εκείνη και περισσότερες από εκατό φωτογραφίες της…
Ένα από τα ποιήματα της Πολυδούρη για τον Καρυωτάκη από τη συλλογή «Οι τρίλιες πού σβήνουν» (1928), που του είχε αφιερώσει:
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δεν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.