Σε μια εκ βάθους συνέντευξη που έδωσε στον Economist και η οποία διήρκησε πάνω από οκτώ ώρες, ο Χένρι Κίσινγκερ μίλησε δίχως περιστροφές για τον κίνδυνο μιας νέας σύγκρουσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας όπου η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο. Λίγο πριν εισέλθει στο εκατοστό έτος της ηλικίας του, ο κ. Κίσινγκερ εκφράζει την ανησυχία του για τον εντεινόμενο ανταγωνισμό για τεχνολογική υπεροχή και οικονομική υπεροχή μεταξύ των δυο μεγάλων δυνάμεων. Αν και η Ρωσία συντάσσεται με την Κίνα και ο πόλεμος που έχει κηρύξει η Μόσχα στην Ουκρανία βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, ο βετεράνος της αμερικανικής διπλωματίας φοβάται πως η τεχνητή νοημοσύνη θα κυριαρχήσει στην αντιπαλότητα των ΗΠΑ με την Κίνα.
Καθώς μεταβάλλονται οι ισορροπίες δυνάμεων και εξελίσσεται ραγδαία η τεχνολογική υποδομή του πολέμου, οι χώρες δεν έχουν ακόμη κατασταλάξει στις αρχές που θα θεμελιώνουν μια νέα τάξη πραγμάτων. Είναι η κλασική περίπτωση που προηγείται πριν από μια διεθνή σύρραξη σαν αυτήν του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είπε ο κ. Κίσινγκερ. Κατά τον ίδιο, η τύχη της ανθρωπότητας εξαρτάται από την εύρεση κοινής συναίνεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Έχουν προθεσμία πέντε έως και δέκα χρόνια για να το επιτύχουν, δεδομένης της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνητής νοημοσύνης. Ο κ. Κίσινγκερ έχει δεχτεί κριτική για τον ρόλο που διετέλεσε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Όμως ο ίδιος θεωρεί παρακαταθήκη του την αποφυγή συγκρούσεων μεταξύ ισχυρών δυνάμεων. Σήμερα δίνει μια ανοικτή συμβουλή στους μελλοντικούς ηγέτες: «αναγνωρίστε σε ποια θέση βρίσκεστε». Προειδοποιεί πως οι Κινέζοι εκτιμούν πως οι Αμερικανοί βρίσκονται σε φθίνουσα πορεία και ότι «ως αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής εξέλιξης, εν τέλει θα μας αντικαταστήσουν».
Επισημαίνει πως η ηγεσία της Κίνας απεχθάνεται τους αξιωματούχους των ΗΠΑ που μιλούν για την παγκόσμια τάξη με κοινούς κανόνες διότι υπονοούν ένα σύμπαν που περιστρέφεται γύρω από τα συμφέροντα και τις θέσεις των Αμερικανών. Ορισμένοι στην Κίνα υποψιάζονται πως οι ΗΠΑ δεν θα συμπεριφερθούν ποτέ ισότιμα. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ παρερμηνεύουν τις φιλοδοξίες της Κίνας. Στην Ουάσιγκτον λένε πως «η Κίνα θέλει να εξουσιάσει όλον τον κόσμο». «Η απάντηση είναι πως οι Κινέζοι θέλουν να είναι ισχυροί αλλά όχι υπό την έννοια του Χίτλερ. Δεν αντιλαμβάνονται έτσι την παγκόσμια τάξη» τονίζει ο κ. Κίσινγκερ, ο οποίος έχασε 13 στενούς συγγενείς στο Ολοκαύτωμα. Οι Κινέζοι θέλουν να αναγνωρίζονται ως οι τελικοί δικαστές των συμφερόντων τους σε ένα διεθνές σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Το ζητούμενο για τις ΗΠΑ είναι να διατηρηθεί μια ισορροπία με την Κίνα και να θεμελιώσουν έναν μόνιμο διάλογο. Διότι «η Κίνα προσπαθεί να διαδραματίσει έναν παγκόσμιο ρόλο». Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ θεωρεί πως οι δυο δυνάμεις μπορούν να συνυπάρξουν αλλά αναγνωρίζει πως η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν είναι εγγυημένη. «Θα πρέπει να αξιολογείται σε κάθε στάδιο έως ποιο βαθμό οι αντιλήψεις τους για έναν στρατηγικό ρόλο της καθεμίας είναι συμβατές». Εντούτοις, «θα πρέπει να είμαστε στρατιωτικά δυνατοί για να αντιμετωπίσουμε μια αποτυχία», δηλώνει στον Economist. Μια άμεση δοκιμασία είναι η συμπεριφορά των ΗΠΑ και της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν.
Αποκαλύπτοντας πως ετοιμάζει δυο νέα βιβλία, ο κ. Κίσινγκερ αναφέρεται στην επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα το 1975. Αναφερόμενος στο θέμα της Ταϊβάν, ο Μάο Τσε Τουνγκ είχε πει τότε στον Νίξον «είναι ένα τσούρμο που αντιτίθενται στην επανάσταση. Δεν τους χρειαζόμαστε τώρα. Μπορούμε να περιμένουμε 100 χρόνια. Κάποια μέρα θα τους ζητήσουμε. Αλλά η απόσταση είναι ακόμα μεγάλη». Ο κ. Κίσινγκερ κρίνει πως η κοινή συναίνεση μεταξύ του Νίξον και του Μάο ανατράπηκε μια 50ετία νωρίτερα με τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε ο Ντόναλντ Τραμπ ως πρόεδρος των ΗΠΑ από τον Ιανουάριο του 2017 έως τον Ιανουάριο του 2021. Παρατηρεί δε πως η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν συνεχίζει την πολιτική αυτή αλλά υιοθετώντας μια φιλελεύθερη ρητορική. Ο κ. Κίσινγκερ δηλώνει στον Economist πως δεν θα ακολουθούσε αυτό το μονοπάτι σ΄ότι αφορά την Ταϊβάν διότι ένα πολεμικό μέτωπο εκεί σαν αυτό της Ουκρανίας θα κατέστρεφε το νησί και θα έπληττε σοβαρά την παγκόσμια οικονομία. Ένας πόλεμος θα αποδυνάμωνε επίσης την Κίνα και ο μεγαλύτερος φόβος των ηγετών της είναι οι αναταραχή στο εσωτερικό της χώρας.
Το αντίδοτο είναι να χαμηλώσουν οι τόνοι
Ο φόβος του πολέμου δημιουργεί ελπίδες. Το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για να υπαναχωρήσουν οι δυο πλευρές. Κάθε Κινέζος αξιωματούχος έχει τονίσει τη σύνδεση με την Ταϊβάν, ενώ οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εγκαταλείψουν το νησί χωρίς να εκληφθεί ως αδυναμία. Το αντίδοτο θα ήταν να χαμηλώσουν οι τόνοι και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Κατά τον κ. Κίσινγκερ, οι επαφές αυτές θα έπρεπε να καλλιεργηθούν από μικρές ομάδες συμβούλων και άμεση πρόσβαση των μεν από τους δε. Μια δεύτερη συμβουλή από τον κ. Κίσινγκερ είναι η δημιουργία μιας ευρύτερης ατζέντας με ζητήματα που ενώνουν τις δυο πλευρές αντί να τις διχάζουν. Έτσι η Ταϊβάν θα ήταν ένα από τα ζητήματα όπου θα καλούνταν Κίνα και ΗΠΑ να βρουν κοινό έδαφος, αναφέρεται στο μακροσκελές άρθρο του Economist.
«Πιστεύω πως είναι εφικτό να δημιουργηθεί μια διεθνής τάξη πραγμάτων που θα βασίζεται σε αποδεκτούς κανόνες από την Ευρώπη, την Κίνα και την Ινδία», σχολιάζει ο κ. Κίσινγκερ. Η Ινδία είναι ένα σημαντικό αντίβαρο στην αυξανόμενη ισχύ της Κίνας. Αλλά γίνεται όλο και πιο εμφανής η έλλειψη ανεκτικότητας στην ανεξιθρησκεία, η δικαστική μεροληψία και ο κατευθυνόμενος Τύπος. Η Ινδία αλλά και η Ιαπωνία θα αποτελέσουν μεγάλες δοκιμασίες για τις ΗΠΑ στη διπλωματική αρένα. Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Τόκιο θα μπουν στο μικροσκόπιο εάν η Ιαπωνία επιδιώξει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα εντός της επόμενης δεκαετίας, όπως προβλέπει ο κ Κίσινγκερ. Ευελπιστεί πως οι ΗΠΑ θα αποταθούν στη Βρετανία και τη Γαλλία για να επιτευχθεί μια ισορροπία δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας.
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Διπλωματία» μιλά στον Economist και για τον Τύπο. Τονίζει πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στερούνται μιας αίσθησης ισορροπίας και μέτρου. Όσο υπηρετούσε τις ΗΠΑ, ο Τύπος ήταν εχθρικός αλλά υπήρχε ανοικτός διάλογος. «Με τρέλαιναν». «Αλλά ήταν μέρος του παιχνιδιού και δεν ήταν άδικοι». Σήμερα ο Τύπος δεν έχει κίνητρο για μια επαναξιολόγηση ενώ υπάρχει ανάγκη για ισορροπία και μετριοπάθεια. Κριτική, όμως, ασκεί επίσης στους πολιτικούς. «Πιστεύω πως ο Τραμπ και ο Μπάιντεν έχουν υπερβεί τα όρια της εχθρότητας» στην πολιτική ζωή. Προσθέτει πως «ελπίζω να βρουν κάποιον καλύτερο οι Ρεπουμπλικάνοι».