Η ερημοποίηση απειλεί πολλές περιοχές στην Ελλάδα, καθώς οι συνεχείς φωτιές ασκούν πιέσεις στα οικοσυστήματα.
Σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ του 1994, ερημοποίηση χαρακτηρίζεται ως «η υποβάθµιση της γης, στις ξηρές, ηµι-ξηρές και ύφυγρες περιοχές, ως αποτέλεσµα διάφορων παραγόντων, συµπεριλαµβανοµένων της κλιµατικής αλλαγής και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων».
Ανάμεσα στους παράγοντες που οδηγούν σε ερημοποίηση είναι και οι επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές, με αρκετές περιοχές στην Ελλάδα, ανάμεσά τους και τμήματα στην Αττική, να δέχονται σημαντικές πιέσεις σε μικρά χρονικά διαστήματα για τα δεδομένα ενός οικοσυστήματος.
Όσο και αν οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, το Ελληνικό Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης που κατατέθηκε το 2001 δεν έχει επικαιροποιηθεί εδώ και 24 χρόνια, υπενθυμίζοντας τις τραγικές ελλείψεις στο κομμάτι της πρόληψης και συνακόλουθα της ανάληψης δράσης.

Τι σημαίνει ερημοποίηση λόγω φωτιάς
Όπως επισημαίνει ο Νίκος Γεωργιάδης, δασοπόνος – περιβαλλοντολόγος και υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της WWF, μιλώντας στο Reader.gr, «αν μία περιοχή καίγεται επανηλειμμένως, μετά από κάποια χρόνια χάνει το χώμα της, το οποίο είναι ένας αβιωτικός παράγοντας που μπορεί να αντικατασταθεί πολύ δύσκολα».
Ενδεικτικά, «για την επαναδημιουργία ενός εκατοστού χώματος μπορεί να χρειαστούν από μερικές εκατοντάδες έως και χιλιάδες χρόνια, οπότε, αν μία τέτοια περιοχή χάσει τη βλάστηση και το χώμα, ερημοποιείται».
Για τον λόγο αυτό, «μετά από μία σφοδρή πυρκαγιά και όταν υφίστανται έντονες κλίσεις, η δασική υπηρεσία κάνει συνήθως αντιδιαβρωτικά έργα, για τα οποία χρησιμοποιεί το καμένο ξύλο, τα λεγόμενα κορμοδέματα και αντίστοιχα τα κλαδοπλέγματα, αν δεν επαρκούν οι κορμοί». Ενδεικτικά στην Πεντέλη, όπου «υπήρχε λίγο υλικό οι δασικοί συνεταιρισμοί αναγκάστηκαν να βάλουν τάβλες».

«Ένα φαινόμενο που συμβαίνει τώρα»
Παραδείγματα περιοχών που δέχονται τέτοιες περιβαλλοντικές πιέσεις είναι η Χίος και η Κάρυστος στη νότια Εύβοια, «οι οποίες μετά από αλλεπάλληλες φωτιές άρχισαν σταδιακά να μπαίνουν σε στάδιο ερημοποίησης».
Αλλά και η Αττική διαθέτει περιοχές με σημάδια ερημοποίησης, «όπως τα όρη πάνω από το Αιγάλεω, το όρος Πατέρας σε κάποιες πλευρές, η Πεντέλη σε τμήματα προς τον Μαραθώνα και το Σούλι».
Παράλληλα, «πάρα πολύ έντονα σημάδια έχει και η Λαυρεωτική, στο κομμάτι της Κερατέας, όπου εκεί το φαινόμενο οφείλεται σε αλλεπάλληλες φωτιές και βόσκηση. Η ερημοποίηση είναι κάτι υπαρκτό και συμβαίνει τώρα σε αρκετές περιοχές».

Τα αίτια
Ο υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της WWF αναφέρεται σε τρεις παράγοντες που οδηγούν σε ερημοποίηση «οποιαδήποτε περιοχή, ασχέτως αν είναι μεικτή ζώνη με θάμνους, χορτολιβαδικές εκτάσεις, βοσκότοποι ή δάση».
Πιο αναλυτικά, εξηγεί:
Απώλεια βλάστησης λόγω συχνών πυρκαγιών: «Αν μία περιοχή καίγεται πολύ συχνά – από δύο με τρία χρόνια για πολλά από τα θαμνώδη είδη, έως 15-20 χρόνια για τα πευκοδάση, εξαντλούνται οι μηχανισμοί φυσικής αναγέννησης, με αποτέλεσμα να χάνεται η βλάστηση».
Απώλεια χώματος: «Παράλληλα, χάνεται και λίγο χώμα κάθε φορά που καίγεται μία περιοχή. Χωρίς τη βλάστηση το χώμα σταδιακά δεν συγκρατείται και χάνεται και αυτό σιγά σιγά».
Ακόμα, «αμέσως μετά τη φωτιά δημιουργείται ένα απαλό στρώμα “πούδρας”, το οποίο φεύγει με τις πρώτες βροχές, δεν χρειάζεται καν να υπάρχουν δυνατές βροχές για να συμβεί αυτό και στη συνέχεια δημιουργείται ένα πολύ υδρόφοβο στρώμα εδάφους, σαν μπετόν, στο οποίο δημιουργείται χαραδρωτική διάβρωση με ραγδαίες βροχές και φεύγει σε μεγάλα κομμάτια».
Βόσκηση: «Σε αυτές τις παραμέτρους έρχεται να προστεθεί και η βοσκή που όταν γίνεται ανεξέλεγκτα ή μη ορθολογικά οδηγεί σε επιβάρυνση της περιοχής, αναφέρει παράλληλα ο κ. Γεωργιάδης.
Ωστόσο επισημαίνει ότι «η βοσκή κάποιες φορές χρειάζεται και δεν είναι ίσως σωστό να επιβάλλονται καθολικές απαγορεύσεις πενταετίας και επταετίας που καμιά φορά δεν τηρούνται κιόλας.
Όμως, η δασική υπηρεσία δεν έχει προσωπικό για να κάνει ελέγχους, απλά πρέπει να υπάρχει ένα σχέδιο για να μπορούν να βοσκηθούν οι καμένες περιοχές μετά από κάποια χρόνια με σκοπό τη διαχείριση της βλάστησής τους, πάντα υπό την επίβλεψη της δασικής υπηρεσίας».
Βέβαια, «όταν η βόσκηση γίνεται άναρχα και χωρίς προγραμματισμό, μαζί με τις δύο παραμέτρους που αναφέραμε, οδηγούν ξεκάθαρα σε ερημοποίηση. Οι λόφοι γύρω από την Κερατέα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πολλαπλών φωτιών και βόσκησης».

Ανάγκη πρόληψης
Ο υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της WWF στέκεται ιδιαίτερα στο κομμάτι της πρόληψης, ένα ευαίσθητο ζήτημα που συνιστά κοινό τόπο για όλους τους ειδικούς που αναφέρονται στις φωτιές και στην αναγέννηση των οικοσυστημάτων.
«Θα πρέπει να δουλέψουμε το κομμάτι της πρόληψης για να μην έχουμε τόσο έντονες και συχνές πυρκαγιές, οι οποίες αποτελούν το κυρίαρχο αίτιο της ερημοποίησης», σημειώνει και συνεχίζει:
«Το δεύτερο είναι να διασφαλίζουμε το έδαφος, είτε με αντιδιαβρωτικά έργα είτε με την άμεση αποκατάσταση της βλάστησης. Όπου δεν καθίσταται δυνατή η φυσική αναγέννηση, να προχωράμε σε τεχνητή αποκατάσταση, δηλαδή με αναδασώσεις, οι οποίες όμως να ακολουθούν τις βασικές αρχές της δασολογικής επιστήμης με σημαντικότερη την χρήση των σωστών αυτόχθονων ειδών στο σωστό μέρος».
Η έλλειψη προσωπικού όμως καθηλώνει τη δασική υπηρεσία που ουσιαστικά διαθέτει τα εργαλεία για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. «Έχουμε ξεχάσει τι πάει να πει δασική διαχείριση από μία δασική υπηρεσία που έχει παρακμάσει», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο κ. Γεωργιάδης.

Τα προγράμματα antinero
Μεταξύ άλλων, η πρόληψη περιλαμβάνει και τα προγράμματα antinero, τα οποία συχνά εφαρμόζονται αποσπασματικά, λόγω ακριβώς της έλλειψης προσωπικού. «Τα προγράμματα σαν το antinero, αν γίνονται σωστά, έχουν νόημα», ξεκαθαρίζει ο υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της WWF και συνεχίζει:
«Ένα τέτοιο πρόγραμμα πρόληψης που δημιουργεί πέραν των δρόμων και τις γνωστές σε όλους αντιπυρικές ζώνες (αποψιλωμένες ή στεγασμένες), το κάνει για να μπορεί να ρίξει την ένταση της φωτιάς, ώστε όταν φτάσει η πυροσβεστική, να τη σβήσει».
«Αναφορικά με τα antinero έχουν γίνει και λάθη και αυτό οφείλεται ξεκάθαρα στην ελλιπή εποπτεία της δασικής υπηρεσίας, καθώς δεν διαθέτει αρκετό προσωπικό», τονίζει και συμπληρώνει:
«Στη λογική του, το πρόγραμμα antinero δεν είναι λάθος. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς βλέπουμε εκατέρωθεν των δρόμων, όπου συνήθως λαμβάνουν χώρα αυτά τα έργα, μία περιοχή που έχει αφαιρεθεί ο υπόροφος σε βάθος 30 – 50 μέτρα και έχουν κλαδευτεί τα δέντρα σε 2,5 μέτρα ύψος και μας φαίνεται καταστροφικό».
«Αυτό είναι λογικό να φαίνεται οξύμωρο στον κόσμο ακόμα και σε συναδέλφους, όμως ακολουθούν χιλιόμετρα δάσους τα οποία στοχεύει να προστατεύσει αυτή η ζώνη», σημειώνει ο κ. Γεωργιάδης και καταλήγει:
«Έργα πρόληψης που έχουν σκοπό τη διαχείριση της καύσιμης ύλης και της βλάστησης είναι πάρα πολύ σημαντικά, αρκεί να γίνονται σωστά. Σε αυτό το πλαίσιο σχεδιάστηκε και το πρόγραμμα antinero», το οποίο αφήνει ουσιαστικά «ένα αναγκαίο “αποτύπωμα” στο φυσικό περιβάλλον, ώστε να προστατευτεί μία πολύ μεγαλύτερη περιοχή».
