Ειδικότερα, για τη μελέτη Health, Aging and Body Composition, που δημοσιεύτηκε στο Journal of Alzheimer’s Disease, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF) εξέτασαν περίπου 3.000 υγιείς ηλικιωμένους για μια μέση διάρκεια εννέα ετών. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν τα 74 έτη, ενώ το 58% ήταν λευκοί και το 42% Αφροαμερικανοί.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, το 20% εμφάνισε άνοια. Οι λευκοί συμμετέχοντες που λάμβαναν συχνά ή σχεδόν πάντα φάρμακα για τον ύπνο είχαν 79% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν άνοια, σε σύγκριση με εκείνους που τα χρησιμοποιούσαν ποτέ ή σπάνια. Από την άλλη, μεταξύ των Αφροαμερικανών συμμετεχόντων -των οποίων η κατανάλωση υπνωτικών ήταν αισθητά χαμηλότερη- οι συχνοί χρήστες είχαν πιθανότητα εμφάνισης άνοιας παρόμοια με εκείνους που απείχαν ή χρησιμοποιούσαν σπάνια τα φάρμακα.
Υπάρχει, όμως, ακόμα ένας παράγοντας που σημειώνουν οι ερευνητές: «Οι διαφορές μπορεί να οφείλονται στην κοινωνικοοικονομική κατάσταση» δηλώνει η πρώτη συγγραφέας δρ. Yue Leng του Τμήματος Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς του UCSF και του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών Weill του UCSF. Όπως εξηγεί, οι Αφροαμερικανοί που έχουν πρόσβαση σε υπναγωγά φάρμακα ενδεχομένως να βρίσκονται σε καλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Θεωρείται επίσης πιθανό ορισμένα σκευάσματα να σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης άνοιας από άλλα.
Ενδεικτικά, οι ερευνητές συμπέραναν ότι οι λευκοί, σε ποσοστό 7,7%, είχαν τριπλάσιες πιθανότητες από τους Αφροαμερικανούς, σε ποσοστό 2,7%, να λαμβάνουν υπναγωγά φάρμακα (πέντε έως 15 φορές το μήνα) ή σχεδόν πάντα (16 φορές το μήνα έως καθημερινά). Οι λευκοί συμμετέχοντες είχαν και περίπου διπλάσιες πιθανότητες να χρησιμοποιούν βενζοδιαζεπίνες, 10 φορές περισσότερες πιθανότητες να λαμβάνουν τραζοδόνη (αντικαταθλιπτικό) και ζολπιδέμη (υπνωτικός παράγοντας όμοιος με τις βενζοδιαζεπίνες).
Η δρ. Yue Leng συνιστά στους ασθενείς με διαταραχές ύπνου να δοκιμάσουν πρώτα κάποια από τις άλλες πρακτικές αντιμετώπισης, προτού προσφύγουν στα υπνωτικά: «Το πρώτο βήμα είναι να προσδιοριστεί τι είδους προβλήματα ύπνου αντιμετωπίζουν οι ασθενείς. Ενδέχεται να απαιτείται μελέτη ύπνου εάν η υπνική άπνοια αποτελεί μια πιθανότητα. Επίσης, σε περίπτωση διάγνωσης της αϋπνίας, η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία για την αϋπνία είναι η θεραπεία πρώτης γραμμής. Εάν πρέπει να χρησιμοποιηθεί φαρμακευτική αγωγή, η μελατονίνη μπορεί να είναι μια ασφαλέστερη επιλογή, αλλά χρειαζόμαστε περισσότερα στοιχεία για να κατανοήσουμε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στην υγεία» συμπληρώνει.