Ο πληθωρισμός και η προεκλογική συγκυρία «υφαίνουν» πλειοδοτικά σενάρια για το ύψος του νέου κατώτατου μισθού ο οποίος θα εφαρμοστεί νωρίτερα, από την 1η Απριλίου 2023 και θα αφορά περίπου 650.000 εργαζόμενους.
Το σενάριο που προβλέπει αύξηση κατ’ ελάχιστο 5,5% (+39€) προκειμένου ο κατώτατος μισθός από 713 ευρώ που είναι σήμερα να επανέλθει στα προ μνημονίων επίπεδα (751 ευρώ) φαίνεται να έχει ξεπεραστεί καθώς η τάση είναι ο μισθός να ενισχυθεί περισσότερο λόγω της αύξησης του πληθωρισμού.
Αν και οι προσεγγίσεις θεωρούνται πρώιμες, η «πρώτη ματιά» των φορέων δεν αποκλείει αυξήσεις έως και 9,5% δεδομένης και της προεκλογικής συγκυρίας.
Αυτό σημαίνει ότι αν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί κατά 8,5% θα διαμορφωθεί στα 773,6 ευρώ, αν αυξηθεί κατά 9% θα διαμορφωθεί στα 777,17 ευρώ ενώ αν αυξηθεί κατά 9,5% θα διαμορφωθεί στα 780,7 ευρώ.
Σημαντικό ρόλο θα παίξει το ποσοστό του πληθωρισμού το οποίο θα δημοσιοποιηθεί τις επόμενες ημέρες και εκτιμάται ότι θα εμφανίζει πτωτική τάση, πιθανότατα 8% από 9,9% που είναι σήμερα. Ωστόσο τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό θα ανακοινωθούν τον Οκτώβριο του 2023. Όσο για το ποσοστό του πληθωρισμού το 2023, αυτό εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 5%.
Την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να ξεκινήσει η διαδικασία για τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού αρχής γενομένης από την πρόσκληση που θα απευθύνει η τριμελής επιτροπή στους εμπλεκόμενους φορείς. Παράλληλα θα προωθηθεί νομοθετική διάταξη στη Βουλή για το νέο χρονοδιάγραμμα αύξησης του κατώτατου μισθού που θα εφαρμοστεί από την 1η Απριλίου 2023.
Σύμφωνα με τη διαδικασία , τα επιστημονικά ινστιτούτα και οι φορείς των εργοδοτών και των εργαζόμενων θα υποβάλλουν τις εκθέσεις τους στο ΚΕΠΕ το οποίο θα πρέπει έως τα μέσα Μαρτίου να παραδώσει το οριστικό πόρισμά του στον Υπουργό Εργασίας. Στη συνέχεια ο κ. Χατζηδάκης θα ζητήσει την έγκριση της τελικής πρότασής του από το υπουργικό συμβούλιο και ο νέος μισθός θα ανακοινωθεί από τον Πρωθυπουργό προκειμένου να εφαρμοστεί από την 1η Απριλίου.
Κύκλοι του ΣΕΒ επισημαίνουν ότι ο κατώτατος μισθός, αρχής γενομένης από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει συνολικά αυξηθεί κατά 22% και δίνουν έμφαση περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
Επαναφέρουν δηλαδή το αίτημα για περαιτέρω μείωση των εισφορών κατά 0,60 ποσοστιαίες μονάδες που υπολείπεται της κυβερνητικής δέσμευσης για συνολική ελάφρυνση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Μάλιστα βάζουν στο τραπέζι την πρόταση αν η μείωση δεν είναι δημοσιονομικά εφικτό να γίνει για όλους , ας γίνει σε πρώτη φάση για τους χαμηλόμισθους.
Παράλληλα με δεδομένο ότι πολλές μεγάλες επιχειρήσεις αντί για αύξηση στο μισθό , παρέχουν στους εργαζόμενους κουπόνια για αγορές τροφίμων και καυσίμων μέχρι του ποσού των 300 ευρώ ετησίως το οποίο είναι αφορολόγητο , προτείνουν η απαλλαγή από το φόρο να αφορά και υψηλότερα ποσά.
Από την άλλη πλευρά οι μικρομεσαίοι (ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ) προσεγγίζουν το θέμα από δύο πλευρές. Αφενός θεωρούν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού, επιστρέφει στα ταμεία τους με τη μορφή αύξησης της κατανάλωσης αλλά από την άλλη πλευρά σημειώνουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (χρέη προς εφορία και ΕΦΚΑ) καθώς και την αύξηση του ενεργειακού κόστους.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο παράλληλα με την αύξηση του κατώτατου μισθού ζητούν μέτρα για τη στήριξη των επιχειρήσεων όπως είναι η μείωση των εισφορών και η ολοκληρωτική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
Ζητούν επίσης να επανέλθει η ευθύνη των διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό στα χέρια των κοινωνικών εταίρων.
Υπενθυμίζουμε ότι η ΓΣΕΕ εκτός από την επαναφορά των διαπραγματεύσεων στους κοινωνικούς εταίρους, προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού στα 850 ευρώ ώστε να καταστεί ίσος με το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης.