Σε μία και μόνο ημέρα, εξαιτίας της κακοκαιρίας Daniel, έπεσε σχεδόν διπλάσια ποσότητα νερού από όση πέφτει σε έναν χρόνο. Σχηματικά αυτό είναι που συμβαίνει από χθες στην περιοχή της Μαγνησίας -αλλά όχι μόνο, καθώς ο Daniel πλήττει με μανία μια εκτεταμένη ζώνη στην οποίαν, εκτός από την Ελλάδα, εντάσσονται χώρες της Βαλκανικής καθώς και η Τουρκία.
Οι ανοίκειες εικόνες για τη χώρα μας εικόνες των φοβερών υλικών καταστροφών που προξενούν οι ανεξέλεγκτοι χείμαρροι στην πόλη του Βόλου, σε ολόκληρο το Πήλιο, τη Σκιάθο κ.α. συνάδουν πλήρως με τις μετρήσεις των επιστημόνων. Και είναι πράγματι πρωτοφανής η σφοδρότητα του φαινομένου, εφόσον η βροχόπτωση του Daniel κατέρριψε ήδη κάθε προηγούμενο ρεκόρ για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, ενδεικτικά, στην Αθήνα το ημερήσιο ύψος βροχής κατά μέσον όρο στη διάρκεια ενός έτους ανέρχεται σε περίπου 400 χιλιοστά. Την Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου, στη Μαγνησία το ημερήσιο ύψος βροχής -δηλαδή εντός μόνο ενός 24ωρου- έφτασε στη Ζαγορά του Πηλίου στα 754 χιλιοστά, αγγίζοντας το διπλάσιο του συνήθους όγκου βροχόπτωσης. Και η κακοκαιρία εξακολουθεί, δεν έχει περάσει ακόμη σε φάση ύφεσης.
Τα αρχεία των καιρικών δεδομένων που τηρεί η ΕΜΥ δείχνουν ότι η τρέχουσα θεομηνία είναι η πιο ισχυρή που έχει παρατηρηθεί στην Ελλάδα. Το προηγούμενο ρεκόρ ημερήσιου ύψους βροχής ήταν 644,7 χιλιοστά και είχε καταγραφεί στην Παλική Κεφαλονιάς πριν από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν ο μεσογειακός κυκλώνας «Ιανός» σάρωνε τη δυτική Ελλάδα στο πέρασμά του.
Μια πρώτη εξήγηση για τον εκθετικό πολλαπλασιασμό ως προς το μέγεθος της βροχόπτωσης πρότεινε την Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου ο διευθυντής της ΕΜΥ, Θοδωρής Κολυδάς. Ο οποίος απέδωσε την πρωτοφανή ένταση της θεομηνίας στη συσσώρευση συγκλινουσών, ασταθών αερίων μαζών πάνω από την ανατολική ηπειρωτική χώρα. Ακριβώς αυτός είναι ο μηχανισμός που τροφοδοτεί με κολοσσιαία ποσά ενέργειας την κακοκαιρία Daniel.
Ιστορικά, παρόμοιες «βιβλικές» και πολύνεκρες καταστροφές έχουν συμβεί κατά το παρελθόν στην ίδια περιοχή, ιδίως το 1955 και το 2006. Στην μεν πρώτη περίπτωση, στις 13/10/1955 εκδηλώθηκε σφοδρή καταιγίδα διαρκείας, εξαιτίας της οποίας η πόλη του Βόλου πλημμύρισε, με τραγικές συνέπειες: 27 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ άλλοι 23 τραυματίστηκαν. Ως προς τις υλικές ζημιές, δεδομένων και των ανύπαρκτων υποδομών εκείνης της εποχής, το νερό έπνιξε δεκάδες κατοικίες.
Κατόπιν, ενώ συμπληρώνονταν ακριβώς 51 χρόνια μετά από την προηγούμενη θεομηνία, στις 10/10/2006, ο νομός Μαγνησίας κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με το ύψος βροχής να αγγίζει τα 350 χιλιοστά μέσα σε ένα και μόνο 24ωρο. Τότε, όπως και τώρα, σημειώθηκε υπερχείλιση στην κοίτη του χειμάρρου Κραυσίδωνα, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει τοπικός υποσταθμός της ΔΕΗ, η μεταλλική σιδηροδρομική γέφυρα του Ξηριά κ.α.
Γενικότερα, η απότομη αύξηση στην ένταση των καιρικών φαινομένων συναρτάται από τους μετεωρολόγους με τις βίαιες ανακατατάξεις που προξενούνται στην ατμόσφαιρα από τις μεγάλες πυρκαγιές. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά από επιστήμονες του οργανισμού Accuweather «οι δασικές πυρκαγιές έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν το δικό τους, ξεχωριστό κλίμα».
Πολύ σχηματικά, η φωτιά στην επιφάνεια του εδάφους ωθεί αέριες μάζες προς τα επάνω, φορτίζοντας την ατμόσφαιρα, καθώς δημιουργούνται κενά που συμπληρώνονται με ταχείες μετατοπίσεις νεφών. Οι διαφορές σε θερμότητα και πυκνότητα μεταξύ των αερίων όγκων επηρεάζουν άμεσα την ένταση των ανέμων, αλλά και την βροχόπτωση. Θεωρητικά, αυτό συμβαίνει στη Μαγνησία και τις Σποράδες από το πρωί της Τρίτης 5/9/2023, αν και επί του παρόντος δεν μπορεί να γίνει συνολική αποτίμηση του φαινομένου και των συνεπειών του. Η καταιγίδα εξακολουθεί να μαίνεται και την Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου και δεν προβλέπεται να υποχωρήσει άμεσα.