Του Κώστα Ράπτη
Θα τα καταφέρει η οικονομία εκεί που σκοντάφτει η πολιτική; Η χορογραφία της επίσκεψης του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στο Σαν Φρανσκίσκο και της δίωρης συνάντησής του με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, στο περιθώριο της συνόδου Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC), υπήρξε από πολλές απόψεις αποκαλυπτική.
Και μόνο το ότι πραγματοποιήθηκε αυτή η συνάντηση είναι ήδη κάτι – αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η σινο-αμερικανική σχέση βρέθηκε το προηγούμενο δωδεκάμηνο στο χειρότερο επίπεδο εδώ και δεκαετίες. Όμως η διάθεση και των δύο πλευρών να περάσουν δημοσίως το μήνυμα ότι ο ανταγωνισμός τους θα παραμείνει οριοθετημένος είναι, στην παρούσα δυσχερή συγκυρία, ισχυρή.
Κανένας εκ των Μπάιντεν και Σι δεν έχει λόγους να αισθάνεται ότι έχει την πολυτέλεια για πρόσθετους μπελάδες. Ο πρώτος εισέρχεται σε προεκλογική χρονιά, με πολύ χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας, με ανοικτές γεωπολιτικές περιπέτειες από την Ουκρανία μέχρι τη Γάζα και με τον οίκο Moody’s να απειλεί με υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ, την ώρα που το Πεκίνο αργά αλλά σταθερά περιορίζει τα αμερικανικά ομόλογα που διακρατεί στα 860 δισ. δολάρια.
Ο δεύτερος, πάλι, είδε τη φήμη του ως αποτελεσματικού ηγέτη να αμαυρώνεται από την διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού και την κινεζική οικονομία να αδυνατεί να ανακάμψει με σίγουρα βήματα, εν μέσω και της συνεχιζόμενης κρίσης στην αγορά στέγης. Παράλληλα, το αμερικανικό εμπάργκο στις εξαγωγές ημιαγωγών, μπορεί να μην αποδείχθηκε αξεπέραστο πρόβλημα, ωστόσο εμφανώς φρέναρε τις κινεζικές φιλοδοξίες στον τομέα.
Αλλά κανένας από τους δύο δεν αποδείχθηκε ικανός να “αποδράσει” από τον εαυτό του. Διότι αμέσως μετά τη συνάντησή τους, ο μεν Μπάιντεν προτίμησε να απευθυνθεί στα μέσα ενημέρωσης, διαπράττοντας ό,τι θεωρείται ως μία ακόμη γκάφα, ο δε Σι προτίμησε το ραντεβού με τα μεγάλα κεφάλια της Silicon Valley και της Wall Street, που όμως, παρά τις μαεστρικές του ρητορικές επιδόσεις, μάλλον έμειναν με την απορία τι συγκεκριμένα σκοπεύει να κάνει η Κίνα, ώστε να καταστεί και πάλι θελκτική για τις επενδύσεις τους.
Και μόνο η νευρικότητα που διακατείχε, όπως μαρτυρεί το σχετικό βίντεο, τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, την στιγμή που ο πολιτικός του προϊστάμενος αποκαλούσε και πάλι τον Σι Τζινπίνγκ “δικτάτορα”, απαντώντας σε σχετική δημοσιογραφική ερώτηση, αποδεικνύει πόσο απρόβλεπτος παραμένει ο Μπάιντεν, ιδίως όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον πειρασμό να “σκοράρει” κάποιον εύκολο επικοινωνιακό “πόντο”. Το ότι ο ίδιος ο Μπλίνκεν δήλωσε εκ των υστέρων πως η αμερικανική πλευρά θα συνεχίσει με παρρησία να λέει πράγματα που δεν θα ευχαριστούν πάντοτε την κινεζική πλευρά, όπως πράττει και εκείνη, ήταν ο διπλωματικός του τρόπος να σώσει την κατάσταση.
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών, πάντως, δεν δίστασε στιγμή να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις Μπάιντεν ως “ανεύθυνη πολιτική χειραγώγηση”, αποδίδοντάς την σε “κακόβουλους ανθρώπους που προσπαθούν να δημιουργήσουν ρήγμα στις σινοαμερικανικές σχέσεις, αλλά δεν θα το πετύχουν” ήταν μια μορφή ακύρωσης του ενοίκου του Λευκού Οίκου ως αξιόπιστου συνομιλητή.
Όμως ο Σι προσωπικώς δεν είχε λόγους να κακοκαρδίζεται. Είχε ήδη τη συνάντησή του με αυτούς που πραγματικά “μετράνε”, ήτοι τα αφεντικά 400 αμερικανικών μεγάλων εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των Apple, Blackrock, Pfizer, Citigroup, ExxonMobil, Visa, Blackstone, Broadcom, Qualcomm κ.ά., σε δείπνο που διοργάνωσε το Σινο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, με εισιτήριο έως και 40.000 δολαρίων.
“Ο πλανήτης είναι αρκετά μεγάλος ώστε και οι δυο χώρες μας να ευημερήσουν. Η Κίνα δεν επιδιώκει σφαίρες επιρροής και δεν θα κάνει ούτε θερμό ούτε ψυχρό πόλεμο σε οποιαδήποτε χώρα” τόνισε ενώπιον του εκλεκτού ακροατηρίου ο Σι για να προσθέσει: “Η μεγάλη ανανέωση του κινεζικού έθνους δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα ειρηνικό και σταθερό διεθνές περιβάλλον. Η Κίνα δεν πρόκειται να μπει στην παλιά οδό της αποικιοκρατίας και της λεηλασίας ούτε θα πάρει τον κακό δρόμο της ηγεμονίας”.
Όλα αυτά ενώ ταυτοχρόνως υπερασπίσθηκε τον “σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά”, ο οποίος, όπως υποστήριξε, μπορεί να αποτελέσει παράλληλα και ταυτόχρονα με το αμερικανικό μοντέλο, μια διακριτή συμβολή στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Παράλληλα, με τη χαιρέκακη ικανοποίηση που θα του έδινε ασφαλώς η αναφορά σε ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα των ΗΠΑ, δεσμεύτηκε να συνεργασθεί στην πάταξη της εμπορίας φαιντανύλης.
Ο Κινέζος ηγέτης προφανώς ενδιαφέρεται για ξένες άμεσες επενδύσεις, δεδομένου άλλωστε ότι αυτές υποχώρησαν κατά 11,8 δισ. δολάρια το τρίτο τρίμηνο του 2023. Επισείει δε το δέλεαρ της πρόσβασης στην αχανή κινεζική (και δι’ αυτής ευρύτερη στην ασιατική) αγορά. Ωστόσο, οι υψιπετείς διακηρύξεις των ιθυνόντων του Πεκίνου, πάντα στο πνεύμα της win-win παγκοσμιοποίησης, σπανίως συνοδεύονται από πράξεις που να μπορούν να πείσουν τους επενδυτές.
Για αυτούς η υποχώρηση των γεωπολιτικών εντάσεων είναι βεβαίως ευπρόσδεκτη, όμως η “επίθεση γοητείας” του Σι δεν απαντά στα ερωτήματά τους για την τύχη της κινεζικής αγοράς στέγης, τον ρόλο των κρατικών επιχειρήσεων, το άνοιγμα του χρηματοπιστωτικού τομέα, την κατοχύρωση της πνευματικής ιδιοκτησίας κ.ο.κ.
“Αγκάθι” πάντοτε η Ταϊβάν
Στα ζητήματα της ασφάλειας, το να μιλήσει κανείς για “διάλογο κωφών” θα αποτελούσε υπερβολή, ιδίως αφού οι Μπάιντεν και Σι συμφώνησαν να αποκατασταθεί η επικοινωνία υψηλού επιπέδου μεταξύ των ένοπλων δυνάμεων των δυο χωρών, η οποία είχε διακοπεί (όπως και κάθε άλλη επαφή) μετά την επίσκεψη της τότε προέδρου της αμερικανικής Βουλής Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν, χωρίς έκτοτε να αποκατασταθεί.
“Εκείνος και εγώ συμφωνήσαμε πως ο καθένας από εμάς μπορεί να σηκώσει το τηλέφωνο, να καλέσει απευθείας και θα ακουστεί αμέσως”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μπάιντεν, ενώ συμφωνίες όπως αυτή για την έναρξη διμερών συνομιλιών για το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης πλαισιώνουν θετικά τον πυρήνα των σχέσεων – που όμως παραμένει ανταγωνιστικός.
Ιδίως στο ζήτημα της Ταϊβάν και της νότιας Σινικής Θάλασσας καμία από τις δύο πλευρές δεν εμφανίσθηκε να μετακινείται από τις θέσεις της, ενώ ο Σι Τζινπίνγκ, πολύ χαρακτηριστικά δήλωσε και δημοσίως ότι η ένωση της ηπειρωτικής Κίνας με την αποσχισθείσα νήσο (που ο ίδιος την θέλει ειρηνική, αλλά δεν αποκλείει άλλα ενδεχόμενο) είναι “αναπόφευκτη”. Τουλάχιστον έλαβε ως αντάλλαγμα την δήλωση ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ακολουθούν την πολιτική της “Μίας Κίνας”.
capital.gr