Τους βασικούς άξονες του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που προωθεί η κυβέρνηση ανέλυσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, δίνοντας τις πρώτες λεπτομέρειες για το κυβερνητικό σχέδιο.
Κατά την τοποθέτησή του στο υπουργικό συμβούλιο, ο πρωθυπουργός τόνισε πως θα πρόκειται για «μη κερδοσκοπικά, μη κρατικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», με στόχο όπως είπε, «να μείνουν στην πατρίδα μας πολλοί από τους 40.000 νέους οι οποίοι αναζητούν κάθε χρόνο σπουδές στο εξωτερικό».
Ο ίδιος, σημείωσε πως προτεραιότητα της κυβέρνησης παραμένει το «δημόσιο πανεπιστήμιο, που θα έχει ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία, με ακόμα πιο ενισχυμένο το αυτοδιοίκητό του, σε συνέχιση των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που έγιναν την πρώτη τετραετία. Ενώ, με πρόσθετη χρηματοδότηση μέσω πολλών διαφορετικών χρηματοδοτικών εργαλείων, θα μπορεί να διευρύνει και τις συνεργασίες με κορυφαία διεθνη».
Πώς θα λειτουργούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στον τρόπο λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων: «Θα μπορούν να λειτουργούν ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, από τα οποία πρέπει να σας πω ότι ήδη έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ τα προγράμματα σπουδών τους θα εγκρίνονται με βάση αυστηρά ακαδημαϊκά κριτήρια και οι εγκαταστάσεις τους θα πρέπει κι αυτές με τη σειρά τους να τηρούν πολύ συγκεκριμένες, αυστηρές προϋποθέσεις».
«Από την άλλη πλευρά, θέλω να σημειώσω και την οικονομική διάσταση αυτής της πρωτοβουλίας. Αν αναλογιστεί κανείς τα πολύ μεγάλα ποσά που ξοδεύουν σήμερα οι ελληνικές οικογένειες για να σπουδάσουν τα παιδιά τους εκτός συνόρων, αυτά τα ποσά θα μπορούσαν να παραμείνουν στη χώρα και να συνεισφέρουν στην εθνική οικονομία», συνέχισε και πρόσθεσε:
«Θα μπορούσα να επισημάνω και το παράδειγμα της Κύπρου, στην οποία φοιτούν -αν δεν κάνω λάθος- κοντά στους 20.000 από την Ελλάδα. Στη Μεγαλόνησο, μάλιστα, η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση καλύπτει ένα πολύ σοβαρό μέρος του ΑΕΠ της χώρας, γι’ αυτό και εκεί η αντίστοιχη μεταρρύθμιση υπήρξε ένα σημείο στο οποίο συμφώνησαν όλες οι δυνάμεις. Σήμερα, λοιπόν, κάνουμε ένα πρώτο αλλά πολύ θεμελιώδες βήμα στον δρόμο και για την αναθεώρηση του Άρθρου 16, με έναν τρόπο που θα ανταποκρίνεται πια στα δεδομένα του 21ου αιώνα».