Η εντατική διαβούλευση που έλαβε χώρα στη Λευκωσία στις αρχές της εβδομάδας ανάμεσα αφενός στο κυπριακό υπουργείο Ενέργειας, Βιομηχανίας και Εμπορίου (ΥΕΒΕ) και στην Εταιρεία Υδρογονανθράκων Κύπρου (ΕΥΚ) και αφετέρου με το σύνολο των διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών που εμπλέκονται στα σχέδια εξερεύνησης, παραγωγής και μεταφοράς του κυπριακού φυσικού αερίου, θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και χρόνια.
Είναι όντως αξιοπερίεργο το γεγονός ότι για σχεδόν μία δεκαετία δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ η σύναξη όλων των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών του κυπριακού ενεργειακού προγράμματος. Η σύναξη αυτή, αν και λοιδορήθηκε αδικαιολόγητα από ορισμένες πλευρές στο εσωτερικό, ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη για λόγους που υπερβαίνουν τη λογική εσωτερική ανασκόπηση πολιτικής που γίνεται όταν αναλαμβάνει ένας νέος υπουργός και πολύ περισσότερο ένας καινούργιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύο μόλις μήνες μετά την ορκωμοσία τους.
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία είναι ενδεικτική ότι η νέα πολιτική ηγεσία έχει συνειδητοποιήσει το δυνητικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται το ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δέκα χρόνια μετά την πρώτη επιβεβαιωτική γεώτρηση στο πεδίο «Αφροδίτη» που οδήγησε το 2014 στην ανακήρυξη της εμπορικής εκμεταλλευσιμότητας του δυνητικού κοιτάσματος. Παρά την πολύπλοκη γεωλογική του δομή και τον κατακερματισμό των δεξαμενών του πεδίου η εκτίμηση του αποθέματος από τη Noble και την Delek έκανε λόγο για ένα κοίτασμα της τάξης των 4,4 ΤΚΠ (τρισ. κυβικών ποδών) που ωστόσο άφηνε αρκετές αβεβαιότητες ως προς τον βεβαιωμένο όγκο του κοιτάσματος, δηλαδή εκείνες τις ποσότητες φυσικού αερίου για τις οποίες υπήρχε ένα ποσοστό πιθανοτήτων άνω του 90% ότι θα ήταν εμπορικά αξιοποιήσιμες.
Αυτό πρακτικά συνεπαγόταν ότι οι εταιρείες που θα εκμεταλλεύονταν το κοίτασμα δεν θα μπορούσαν να πάρουν την τελική επενδυτική απόφαση για την ανάπτυξη του πεδίου έως ότου αποσαφηνισθεί το ακριβές βεβαιωμένο μέγεθος του κοιτάσματος μέσω μιας δεύτερης επιβεβαιωτικής γεώτρησης. Αυτό βόλευε τους μετόχους της «Αφροδίτης» καθώς σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις που προκαλούσε στην ανάπτυξη του πεδίου η διαμάχη με το Ισραήλ ως προς τη μεθοριακότητα του κοιτάσματος, τους «επέτρεπε» να δώσουν προτεραιότητα στο κοίτασμα που τους ενδιέφερε να αναπτύξουν πρώτο, δηλαδή το «Λεβιάθαν», η πρώτη φάση του οποίου παρήχθη και μερικώς εξήχθη στην Αίγυπτο μέσω του υφιστάμενου δικτύου αγωγών του Ισραήλ το 2020. Η ανάγκη αυτής της γεώτρησης ήταν γνωστή από το 2013, αλλά δυστυχώς χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να ξεκινήσει στις 4 Μαΐου 2023 και θα δώσει αποτελέσματα έπειτα από τρεις μήνες. Το ότι η γεώτρηση αυτή καθυστέρησε δέκα χρόνια είναι ενδεικτική των προβλημάτων που κληρονόμησε η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, αλλά η καθυστερημένη γεώτρηση δεν είναι το μόνο. Η διακρατική συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ Λευκωσίας και Καΐρου το 2018 περί αγωγού που θα εξάγει κυπριακό φυσικό αέριο στην Αίγυπτο δεν έχει ωριμάσει σχεδόν καθόλου από τεχνικοοικονομικής άποψης. Αν και η συγκεκριμένη επιλογή είχε νόημα όταν αυτή υπογράφηκε, η εξαγωγή του «Λεβιάθαν» στην Αίγυπτο το 2020 και η εμμονή της Αιγύπτου να μη δίνει άμεση πρόσβαση στα τερματικά υγροποίησης στους Κύπριους (αλλά και τους Ισραηλινούς) εξαγωγείς φυσικού αερίου έχουν αλλάξει άρδην τα δεδομένα. Η Αίγυπτος δεν μπορεί να αναδειχθεί σε διαμετακομιστικό κέντρο της ΝΑ Μεσογείου εάν απορροφάει το σύνολο των ισραηλινών και κυπριακών εξαγωγών για να καλύψει τη δική της κατανάλωση έτσι ώστε να εξάγει περισσότερο αιγυπτιακό LNG σε τιμές τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερες από αυτές που επικρατούν στην εσωτερική της αγορά.
Αυτό αποτελεί κοινό πρόβλημα για τις ενεργειακές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο και στο Ισραήλ αλλά και για τις κυβερνήσεις των δύο χωρών που καλούνται να βρουν εναλλακτική στο «διαμετακομιστικό» μονοπώλιο των αιγυπτιακών υποδομών υγροποίησης και εξαγωγής. Μία από αυτές τις εναλλακτικές θα μπορούσε να είναι η ανάπτυξη πλωτών τερματικών υγροποίησης που θα λειτουργούσαν ταυτόχρονα και ως πλατφόρμα παραγωγής για μεσαίας και μεγάλης κλίμακας πεδία αλλά ακόμη το κόστος αυτής της επιλογής είναι απαγορευτικό για τα βεβαιωμένα αποθέματα της Κύπρου και του Ισραήλ, με τη μερική ίσως εξαίρεση της β΄ φάσης παραγωγής του «Λεβιαθάν» που θα ξεκινήσει έως το 2026/2027. Μια άλλη επιλογή θα ήταν ο αγωγός EastMed.
Η συμφωνία μεταξύ Λευκωσίας και Καΐρου το 2018 περί αγωγού που θα εξάγει κυπριακό φυσικό αέριο στην Αίγυπτο δεν έχει ωριμάσει σχεδόν καθόλου από τεχνικοοικονομικής άποψης.
Μια τρίτη επιλογή, που ίσως να είναι και τεχνικο-οικονομικά η λογικότερη για την Κύπρο και το Ισραήλ, θα ήταν η κατασκευή ενός αγωγού που θα φέρει ισραηλινό και κυπριακό φυσικό αέριο προς υγροποίηση σε ένα πλωτό τερματικό εξαγωγής στην περιοχή του Βασιλικού, καλύπτοντας παράλληλα και τις πενιχρές ανάγκες εσωτερικής κατανάλωσης της Κύπρου που δεν θα ξεπεράσουν τα 0,4-0,6 δισ. κυβικά μέτρα/έτος για τα πρώτα δέκα χρόνια χρήσης του φυσικού αερίου στο κυπριακό ενεργειακό μείγμα. Η χρήση αυτή είναι απολύτως απαραίτητη για τη μείωση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής και την αντικατάσταση ρυπογόνων και μη αποδοτικών μονάδων που λειτουργούν με πετρελαιοειδή στη Μεγαλόνησο εδώ και δεκαετίες.
Η επιλογή του FSRU δηλαδή της εισαγωγής LNG και της επαναεριοποίησής του που προωθήθηκε από τη δεύτερη κυβέρνηση Αναστασιάδη φαίνεται να αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα καθυστέρησης, με την ημερομηνία παράδοσης του έργου να έχει πάρει ήδη δύο ετήσιες παρατάσεις χωρίς να έχει αποσαφηνισθεί νέο χρονοδιάγραμμα λειτουργίας του. Το σχέδιο του ισραηλινο-κυπριακού αγωγού όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνο με τα μικρά αποθέματα (Ολυμπος και Βόρειο Καρίς) που ανακάλυψε η Energean στην ισραηλινή ΑΟΖ.
Για να παράσχει ένα πραγματικό εναλλακτικό πόλο εξαγωγής στο αιγυπτιακό μονοπώλιο υποδομών, η δυναμικότητα αυτού του αγωγού και του συναρτώμενου πλωτού τερματικού (ή πλωτών τερματικών) υγροποίησης θα πρέπει να δεσμεύσει μέρος ή το όλον της ακόμη αδιευκρίνιστης ποσότητας της «Αφροδίτης» και μέρος της εξαγωγικής δυναμικότητα της β΄ φάσης ανάπτυξης του «Λεβιάθαν».
Η επίσκεψη του Κύπριου υπουργού Ενέργειας στο Ισραήλ στις 14-15 Ιουνίου και τα αποτελέσματα έως τον Ιούλιο της επιβεβαιωτικής γεώτρησης στην «Αφροδίτη» θα προσδώσουν μεγαλύτερη ευκρίνεια σε αυτή τη νέα και φερέλπιδα πτυχή της κυπριακής ενεργειακής στρατηγικής.
Ο δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.