Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΔΕΡΗ – HELLAS JOURNAL, Αθήνα
Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι θα βρίσκεται τις επόμενες ημέρες στην Αθήνα ώστε να συζητήσει με τον πρωθυπουργό μια σειρά ζητημάτων που αφορούν στις δύο γειτονικές χώρες, με κορυφαίο την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού που δείχνει να γιγαντώνεται.
Μπορεί στις αποσκευές και τους φακέλους της, η Ιταλίδα πρωθυπουργός, να έχει όλα εκείνα που κρίνει η Ρώμη απαραίτητα, ώστε να εκκινήσει ή να συνεχιστεί από εκεί που έχει μείνει, ένας διάλογος που θα αφορά στη συνεργασία και ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας, ιδίως των ναυπηγείων, καθώς επίσης και την αναθεωρημένη πρόταση της Ιταλίας για τις κορβέτες.
Και μπορεί σε επίπεδο κορυφής να υπάρξουν αναφορές ή ακόμη και ερωτήσεις διερευνητικού περιεχομένου, τουλάχιστον από την ιταλική πλευρά η οποία δεν εγκαταλείπει το «φλερτ» με τις κορβέτες.
Κύκλοι όμως που είναι σε θέση να γνωρίζουν αρκετά καλά τον τρόπο με τον οποίο συνθέτει η κυβέρνηση στην δεύτερη θητεία της το παζλ των εξοπλισμών, σημείωναν εσχάτως πως «βρισκόμαστε προς το παρόν μακριά από αυτές τις αποφάσεις»…
Αυτό άλλωστε έχει φανεί και μέσα από την απάντηση που έδωσε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας στην Βουλή. Οι κατάλογοι της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών και Επενδύσεων δείχνουν ότι οι κορβέτες θα «αποχαιρετίσουν» το 2023. Πρόθεση αποφάσεων για οτιδήποτε αφορά αμιγώς καινούριο υλικό, ίσως φανεί τη νέα χρονιά κι όχι βεβαίως στην αρχή του έτους.
Σε κάθε περίπτωση, οι Γάλλοι για τις κορβέτες Gowind και οι Ιταλοί για τις Doha θα καταθέσουν εκ νέου αναθεωρημένες προτάσεις. Αλλά και οι δύο, ίσως σε αυτό τον γύρο της «ναυμαχίας» να μην παίξουν τα ρέστα τους αναμένοντας κινήσεις της Αθήνας…
Την ίδια στιγμή σε εξέλιξη είναι οι προετοιμασίες για την υπογραφή, στην Αθήνα, της δανειακής σύμβασης ανάμεσα στην αμερικανική τράπεζα DFC και την ΟΝΕΧ στο πρώτο 10ήμερο του Σεπτεμβρίου καλώς εχόντων των πραγμάτων. Και παράλληλα θα εγκαινιαστεί και η δεξαμενή του ναυπηγείου Ελευσίνας.
Η ένταση δεν κάνει καλό…
Ανώτατες στρατιωτικές πηγές ωστόσο, που παρακολουθούν την αρθρογραφία εκφράζουν μια ειλικρινή αγωνία, σημειώνοντας ότι γύρω από το πολεμικό ναυτικό συγκεντρώνεται «μεγάλη ένταση, γεγονός που δεν κάνει σε καμία περίπτωση καλό».
Παράλληλα καταγράφεται η διαρκής προσπάθεια πίεσης και πειθούς, ώστε πλοία μεταχειρισμένα, ενδιάμεσης «λύσης», ν’ αποτελέσουν τον… «ακρογωνιαίο λίθο» του άμεσου μέλλοντος.
Και σε προηγούμενες δεκαετίες είχαν προταθεί ως «λύση ανάγκης» πλοία που ήρθαν στην Ελλάδα και το υπουργείο Εθνικής άμυνας και το ΠΝ είχαν δαπανήσει πολλά κονδύλια για την συντήρησή τους, την εκπαίδευση πληρωμάτων, κ.ο.κ.
Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, περίπου μία δεκαετία, τα πλοία εκείνα- συμπωματικώς αμερικανικά- αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση στο Αρχιπέλαγος.
Δεν διαφεύγει σε κανέναν βεβαίως ότι οι προγενέστερες μονάδες επιφανείας δόθηκαν στην Ελλάδα ήδη με φορτωμένα χρόνια στην πλάτη, εν αντιθέσει με τα τωρινά πλοία που αποσύρθηκαν μετά από έναν ιδιαίτερα σύντομο επιχειρησιακό βίο, κυρίως λόγω μηχανικών προβλημάτων.
Το ρίσκο με τα πιθανώς μεταχειρισμένα πλοία
Το συμπέρασμα, εξηγούσαν Ανώτατες πηγές από το Πολεμικό Ναυτικό, είναι ότι ακόμη και να έρθουν στη χώρα μας πλοία- ημίμετρα, ο στόλος θα πρέπει ξανά να καταθέσει άμεσα στο επιτελείο -κι αυτό με την σειρά του στην πολιτική ηγεσία και την κυβέρνηση- το επόμενο, επιτακτικό πρόγραμμα ενίσχυσης με νέες μονάδες επιφανείας, διότι γρήγορα οι μεταχειρισμένες μονάδες θα φέρνουν και δεν θα λύνουν προβλήματα.
Δεν είναι λίγες οι συζητήσεις που γίνονται σε επίπεδο ναυτικού επιτελείου, το ίδιο και οι οικονομοτεχνικές μελέτες από διευθύνσεις, ώστε να φανεί αν ένας σχεδιασμός εισαγωγής μεταχειρισμένων πλοίων θα είναι βιώσιμος. Ιδίως από την στιγμή που θα χρειαστούν- όπως λέγεται από πηγές του ναυτικού- προσθήκες όπλων και συστημάτων άκρως απαραίτητων για το επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου και της Μεσογείου.
Ακόμη κι αν μεταχειρισμένες μονάδες δοθούν στην Ελλάδα έναντι συμβολικού τιμήματος, το ερώτημα που προκύπτει είναι, που θα φτάσει το ποσό που χρειάζεται ώστε αυτές να γίνουν πλοία που θα θεωρεί το ναυτικό ότι στέκονται ως έναν βαθμό ικανά ν’ ανταπεξέλθουν στις επιχειρησιακές απαιτήσεις του;
Και με τέτοιες δαπάνες μήπως η λύση των νέων μονάδων επιφανείας είναι η ενδεδειγμένη, μακροβιότερη λύση, σε συνδυασμό πάντοτε με την κατασκευή στα ελληνικά ναυπηγεία, όπως άλλωστε έχει προτείνει κατ’ επανάληψη το ναυτικό συμβούλιο;