Όσοι θυμούνται τις δηλώσεις για τους «τεμπέληδες Νότιους που πληρώνουν οι Γερμανοί -αλλά και άλλοι Βορειοευρωπαίοι- φορολογούμενοι» την περίοδο της κρίσης, μπορούν να θεωρήσουν ως μια εκδίκηση της Ιστορίας τις εξελίξεις στη γερμανική οικονομία.
Η άλλοτε «οικονομική ατμομηχανή» της Ευρώπης βρίσκεται σε βαθιά κρίση, αφότου έχασε το πλεονέκτημα της φτηνής ρωσικής ενέργειας, παραμένει στάσιμη για 18 συνεχείς μήνες, ενώ η αυτοκινητοβιομηχανία, που ήταν η κορώνα του στέμματος του «γερμανικού εξαγωγικού θαύματος» διάγει περίοδο παρακμής από την οποία δεν φαίνεται διέξοδος.
Η βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία έχει μειωθεί σωρευτικά κατά 8% από το 2015, ενώ στην υπόλοιπη ευρωζώνη έχει αυξηθεί κατά 4%. Η μείωση αυτή είναι ενδεικτική της διαρθρωτικής ύφεσης της γερμανικής οικονομίας, ιδίως σε ενεργοβόρους τομείς όπως ο χάλυβας και τα χημικά, οι οποίοι είναι κρίσιμοι για την αλυσίδα εφοδιασμού του μηχανολογικού τομέα.
Η καθίζηση της αυτοκινητοβιομηχανίας σφραγίζεται από τις ανακοινώσεις της εμβληματικής Volkswagen ότι πιθανότατα θα κλείσει εργοστάσιο στη Γερμανία, για πρώτη φορά στην ιστορίας της και ότι θα ανατρέψει το καθεστώς της εργασιακής ασφάλειας που παρέχει στους εργαζόμενους.
Η διασφάλιση των θέσεων εργασίας των Γερμανών ήταν μέχρι τώρα η «ιερή αγελάδα» της γερμανικής κοινωνίας και εκ των ων ουκ άνευ για τα γερμανικά συνδικάτα, τα οποία στήριξαν το «εξαγωγικό θαύμα» αποδεχόμενα μέτριες ή καθόλου αυξήσεις μισθών μετά την εισαγωγή του ευρώ, με αντάλλαγμα την διασφάλιση των θέσεων εργασίας και τη μείωση των ωραρίων.
Τώρα, όμως, εν μέσω της κρίσης, οι εργοδότες και η Bundesbank -η κεντρική τράπεζα της χώρας- υποδεικνύουν ότι η… εξίσωση δεν βγαίνει.
Η Volkswagen συνόδευσε τις ανακοινώσεις για το κλείσιμο του εργοστασίου με δηλώσεις ότι δεν μπορεί να τετραγωνίσει τον κύκλο, ήτοι να παράγει κέρδη και να ικανοποιεί ταυτόχρονα τους πελάτες και τους εργαζόμενους.
Η εταιρεία τον περασμένο Ιούνιο ανακοίνωσε ότι ήθελε να μειώσει το κόστος κατά 10 δισ. ευρώ έως το 2026, καθώς έθεσε ως στόχο τα λειτουργικά περιθώρια κέρδους που έχουν καταρρεύσει στο 2,3%, να φθάσουν πάλι στο 6,5%.
Ο επικεφαλής της της Deutsche Bank Christian Sewing από την πλευρά του δήλωσε σε συνέδριο ότι «περισσότερη ανάπτυξη στη Γερμανία θα έρθει μόνο αν αλλάξουμε και τη στάση μας απέναντι στην εργασία– αν είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε διαφορετικά, αλλά συνολικά να εργαστούμε περισσότερο και σκληρότερα».
Και εξήγησε ότι οι πολίτες της ΕΕ εργάζονται κατά μέσο όρο περίπου 34 ώρες την εβδομάδα σε σύγκριση με περίπου 28 ώρες στη Γερμανία. «Δεν θα τα καταφέρουμε με μέσο όρο 28 ώρες την εβδομάδα και σύνταξη στα 63», είπε.
Η κατάσταση περιπλέκεται από το γεγονός ότι σπανίζουν πλέον οι καλοπληρωμένες θέσεις στην μεταποίηση, ενώ ταυτόχρονα λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και των συνταξιοδοτήσεων, οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν εξειδικευμένους εργαζόμενους.
Την ίδια στιγμή, η άνοδος του ακροδεξιού AfD, αλλά και της αριστερής Συμμαχίας Σάρζ Βάγκενκνεχτ πιέζουν για περιορισμό των μεταναστευτικών ροών, καθώς και τα δύο κόμματα έχουν σκληρές θέσεις για το μεταναστευτικό.
Οι εργοδότες όμως, τα οικονομικά ινστιτούτα αλλά και κρατικοί αξιωματούχοι, τονίζουν ότι χωρίς μετανάστες η χώρα θα υποστεί δημογραφική κατάρρευση και επιδείνωση της παραγωγικής κρίσης.
Η ανεργία στη Γερμανία έφτασε σε ιστορικό χαμηλό 4,9% την άνοιξη του 2019, αλλά τώρα βρίσκεται στο 6%.
Αν και το ποσοστό είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, πολλοί αναλυτές προειδοποιούν ότι τα στοιχεία κρύβουν μια πτώση της υψηλής εξειδίκευσης και των καλά αμειβόμενων εργασιών στη μεταποίηση, σε μια περίοδο που η βιομηχανία αγωνίζεται να αντιμετωπίσει τις υψηλές τιμές της ενέργειας, τις μειούμενες εξαγωγές και τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Η απασχόληση στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας μειώθηκε κατά 6,5% σε 780.000 εργαζόμενους πέρυσι.
Η Bundesbank υπογραμμίζει με έμφαση την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η ανησυχητική μείωση του εργατικού δυναμικού της Γερμανίας. Η Τράπεζα υπολογίζει ότι μέχρι το 2026, η Γερμανία θα χάνει λόγω συνταξιοδότησης κάθε χρόνο περισσότερους εργαζόμενους από ό,τι κερδίζει από τη μετανάστευση, ακόμη και με τον σημερινό υψηλό ρυθμό.
Ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ επεσήμανε ότι χωρίς μετανάστες η οικονομία θα μπορούσε να καταρρεύσει. Η γήρανση του πληθυσμού και η μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας ασκούν πρόσθετη πίεση στην αγορά εργασίας.
Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, όπου το AfD σάρωσε. Η Scope Ratings υπολογίζει ότι, εάν φρενάρει η μετανάστευση, ο πληθυσμός της Σαξονίας σε ηλικία εργασίας θα μειωνόταν κατά περίπου 0,5% ετησίως μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, ενώ της Θουριγγίας θα συρρικνωνόταν κατά 1,1% ετησίως, σχεδόν τρεις φορές ταχύτερα από τον εθνικό μέσο όρο.
Το AfD, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει το εγχώριο εργατικό δυναμικό και εκπρόσωπός τους δήλωσε στο POLITICO ότι 270.000 εξειδικευμένοι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν τη Γερμανία κάθε χρόνο.
Και βέβαια το πρόβλημα είναι ότι σε κανέναν δεν αρέσουν οι εναλλακτικές, όπως η επιμήκυνση των ωρών εργασίας ή η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης -μέτρα για τα οποία οι Γερμανοί πίεζαν την Ελλάδα να τα εφαρμόσει την περίοδο των μνημονίων.