Μία ιστορία τρόμου «καλύπτει» ένα από τα πιο σημαντικά περιουσιακά που άφησε πίσω του με την περιβόητη διαθήκη του ο Γιώργος Τράγκας, τη βίλα του στην Εκάλη.
Μιλάμε για ένα από τα πιο σοκαριστικά οικογενειακά εγκλήματα που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα.
Στην «στοιχειωμένη» όπως πολλοί την αποκαλούν- βίλα, έζησε ο γνωστός δημοσιογράφος, Γιώργος Τράγκας με τη σύζυγό του.
Ηταν βράδυ της 24ης Ιουνίου του 1991, όταν τρεις άνδρες συναντήθηκαν έξω από τη βίλα της οικογένειας Χρυσαφίδη στην Εκάλη. Ήταν ο γείτονάς τους Βασίλης Σαλαπάτας, ο ανιψιός του Μιχάλη Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης και ο διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου του, Αντώνης Γεωργιάδης.
Επικρατούσε απόλυτη ησυχία, το σπίτι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και δεν υπήρχε κανένα σημάδι ζωής. Αυτή η ησυχία ήταν που έκανε τους τρεις άνδρες να πάρουν την απόφαση να μπουν στη βίλα με τη βοήθεια κλειδαρά!
Για επτά ολόκληρες ημέρες, τα μέλη της οικογένειας Χρυσαφίδη δεν είχαν δώσει σημεία ζωής και η τελευταία είδηση που είχαν ακούσει προερχόταν από τα χείλη του Ταϊλανδού, Πρασέρτ Σερτουασάνα, ο οποίος εργαζόταν στο σπίτι ως μπάτλερ.
Στις 18 Ιουνίου, ο 28χρονος Τάι, όπως τον αποκαλούσαν, ενημέρωσε, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με συνεργάτες του Χρυσαφίδη, πως η οικογένεια έλειπε σε διακοπές και θα επέστρεφε στις 28 του μηνός.
Το ίδιο είπε και στον κηπουρό, όταν την ίδια ημέρα έφτασε στη βίλα της Εκάλης για να φροντίσει τον κήπο.
Κανείς, όμως, από το περιβάλλον της οικογένειας δεν γνώριζε πως θα έφευγαν διακοπές.
Το γεγονός ότι ο Μιχάλης Χρυσαφίδης δεν ενημέρωσε τους συνεργάτες του, στο εργοστάσιο που διοικούσε ότι θα απουσίαζε, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Ο Χρυσαφίδης ήταν πάντα συνεπής στη δουλειά του, είχε πολλές καθημερινές υποχρεώσεις και σπάνια έλειπε από το γραφείο.
Ήταν γνωστός βιομήχανος και ιδιοκτήτης συνολικά έξι εταιρειών, οι οποίες έκαναν τζίρο που ξεπερνούσε τα 600 εκατομμύρια δραχμές ετησίως και για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δουλειάς, τηρούσε πολύ αυστηρό πρόγραμμα.
Αλλά και η Λιζ, η σύζυγός του, δεν είπε τίποτα στη φίλη της, Αγγελική Παπαλεξανδράτου, το βράδυ της 17ης Ιουνίου 1991, όταν την επισκέφθηκε στην Εκάλη, όπου συζήτησαν για το πάρτι που οργάνωναν για την κόρη της.
Εκείνο το βράδυ, όπως θα έλεγε αργότερα η Αγγελική Παπαλεξανδράτου, στη βίλα της Εκάλης ήταν όλα τα μέλη της οικογένειας. Η Λιζ και ο Μιχάλης Χρυσαφίδης, αλλά και οι δύο γιοι τους, ο 18χρονος Γιώργος και ο 16χρονος Μιχάλης -Δημήτρης.
Η Παπαλεξανδράτου έφυγε από το σπίτι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, χωρίς κανείς να αναφέρει ότι την επομένη σκόπευαν να φύγουν ταξίδι.
Το μακελειό
Τα τελευταία 24ωρα σταμάτησε να απαντά στο τηλέφωνο και ο Τάι, ο έμπιστος μπάτλερ της οικογένειας, και αυτό αναστάτωσε ακόμη περισσότερο τους κοντινούς τους ανθρώπους.
Γι’ αυτό και αποφάσισαν να μπουν στη βίλα της Εκάλης. Ο κλειδαράς παραβίασε την πόρτα, πάνω στην οποία ήταν κολλημένο ένα χειρόγραφο σημείωμα, που ενημέρωνε πως η οικογένεια Χρυσαφίδη απουσίαζε σε διακοπές και θα επέστρεφε στις 26 Ιουνίου.
Οι τρεις άνδρες ανήσυχοι μπήκαν στο σπίτι, ελπίζοντας πως θα εντοπίσουν κάποια στοιχεία που θα τους οδηγήσουν στη λύση του γρίφου της μυστηριώδους εξαφάνισης της οικογένειας.
Το μυαλό τους πήγαινε στο κακό, γι’ αυτό άλλωστε αποφάσισαν να ερευνήσουν το σπίτι, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν ήταν προετοιμασμένοι για το αποτρόπαιο θέαμα που θα αντίκριζαν.
Κατεβαίνοντας στο υπόγειο του σπιτιού, σε τρία ξεχωριστά δωμάτια, εντόπισαν τέσσερα πτώματα, σκεπασμένα με κουβέρτες και πετσέτες.
Ήταν τα μέλη της οικογένειας Χρυσαφίδη, τα οποία είχαν βρει φρικτό θάνατο. Παντού υπήρχαν αίματα και δεν χρειαζόταν να είναι κανείς ειδικός για να καταλάβει πως είχαν βασανιστεί.
Η εικόνα ήταν σοκαριστική. Ο 16χρονος Μιχάλης είχε φιμωθεί με ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα με νάιλον σχοινί και το πτώμα του είχε σκεπαστεί με μία κουβέρτα.
Στο διπλανό δωμάτιο, βρέθηκαν νεκροί ο μεγαλύτερος αδελφός του και ο πατέρας του.
Τα χέρια και τα πόδια του μικρού ήταν δεμένα, αλλά όχι και του πατέρα του. Και τα δύο πτώματα ήταν σκεπασμένα με κουβέρτες και πετσέτες.
Στο τρίτο δωμάτιο, εντοπίστηκε το πτώμα της Λιζ Χρυσαφίδη. Η γυναίκα κειτόταν νεκρή, ντυμένη με ένα ακριβό φόρεμα και δεν φορούσε εσώρουχο, κάτι που οδήγησε τις αρχές στο συμπέρασμα πως είχε βιαστεί.
Η έρευνα
Η αστυνομία δεν άργησε να φτάσει στη βίλα της Εκάλης και η έρευνα για την εξιχνίαση της τετραπλής δολοφονίας ξεκίνησε. Οι αρχές άρχισαν να ξετυλίγουν το κουβάρι της υπόθεσης, με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τις ιατροδικαστικές εκθέσεις, που διενεργήθηκαν στα πτώματα των μελών της οικογένειας.
Η οικογένεια βασανιζόταν για τέσσερις ολόκληρες ημέρες και οι δολοφονίες έγιναν σταδιακά, παραπέμποντας τις αρχές σε μαφιόζικες τακτικές.
Στις 20 Ιουνίου, πέθαναν τα παιδιά της οικογένειας. Ο μικρότερος γιος Μιχάλης είχε ξυλοκοπηθεί άγρια, το στέρνο του είχε σπάσει, ενώ του έδωσαν τη χαριστική βολή με μια βαριοπούλα. Την επόμενη ημέρα, στις 21 Ιουνίου, δολοφονήθηκε ο πατέρας και στις 23 η Λιζ Χρυσαφίδη.
Στο λεβητοστάσιο και κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας, βρέθηκαν τα φονικά όπλα. Μια βαριοπούλα, έναν τσεκούρι κι ένα σκερπάνι. Κανείς δεν φρόντισε να τα κρύψει ή να τα καθαρίσει από το αίμα. Αίμα εντόπισαν οι αστυνομικοί και στο χώρο του γκαράζ.
Μέσα στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού βρέθηκαν χρυσαφικά, ομόλογα και διάφορα έγγραφα, αλλά όχι χρήματα. Προφανώς, όπως εκτίμησε η αστυνομία, οι δράστες επέλεξαν να πάρουν μόνο τα χρήματα, ίσως και ορισμένα κοσμήματα, η πώληση των οποίων δεν θα τους έβαζε στο επίκεντρο των ερευνών.
Ο βασικός ύποπτος
Βασικός ύποπτος για την τετραπλή δολοφονία θεωρήθηκε από την πρώτη στιγμή ο 28χρονος Ταϊλανδός, Πρασέρτ Σερτουασάνα ή Τάι, ο οποίος δούλευε για την οικογένεια Χρυσαφίδη από το 1989 και τον εμπιστεύονταν απόλυτα.
Ο 28χρονος ζούσε πολλά χρόνια στην Ελλάδα, στην οποία είχε έρθει με τη μητέρα του και τη θεία του και όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραψαν στην αστυνομία ως ένα ήρεμο και ευγενικό νεαρό άνδρα. Δυο μήνες πριν το φονικό, ο Τάι είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Ουαζίτα, η οποία εργαζόταν στο σπίτι της οικογένειας Πουλιάση, στη Βάρη.
Όλες οι μαρτυρίες συνέτειναν στο γεγονός πως ο Πρασέρτ Σερτουασάνα προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, λέγοντας ψέματα ότι η οικογένεια είχε φύγει διακοπές.
Από την έρευνα της αστυνομίας προέκυψε πως το πρωί της 19ης Ιουνίου, η σύζυγος του Ταϊλανδού πήγε στο σπίτι του Αιγύπτιου πρέσβη, όπου δούλευε η πεθερά της Κάνυα και της είπε ότι ο πατέρας της ήταν σοβαρά άρρωστος και έπρεπε να ταξιδέψει άμεσα στη Μπανγκόκ για να τον δει.
Έφυγαν μαζί από το σπίτι και πήγαν να αγοράσουν δύο αεροπορικά εισιτήρια για την Ταϊλάνδη, στο όνομα της Ουαζίτα και του συζύγου της.
Λίγο αργότερα, επισκέφτηκαν την αδελφή τής Κάνυα, Μαλιράτ, και της είπαν πως και ο δικός τους πατέρας ήταν άρρωστος και έπρεπε να επιστρέψουν στο πατρικό τους.
Η Μαλιράτ τηλεφώνησε στους δικούς της και έμαθε ότι ο πατέρας της ήταν καλά, ωστόσο, την επόμενη μέρα, η Κάνυα αγόρασε άλλα δύο εισιτήρια για Μπανγκόκ, τα οποία πλήρωσε με χρήματα που δανείστηκε από το αφεντικό της.
Τελικά, και οι τέσσερις έφυγαν για την Ταϊλάνδη το απόγευμα της Παρασκευής, 21 Ιουνίου. Ήταν η ημέρα που δολοφονήθηκε ο Μιχάλης Χρυσαφίδης.
Η σύζυγός του Λιζ βρήκε φρικτό θάνατο στις 23 του μηνός και ενώ ο Ταϊλανδός και η οικογένειά του είχαν ήδη φύγει στο εξωτερικό, γεγονός που ενίσχυσε τις υποψίες των αρχών, πως οι δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος ήταν περισσότεροι του ενός. Τα σενάρια που εξετάστηκαν από τις αρχές ήταν πολλά.
Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν πως ο φρικτός τρόπος με τον οποίο η οικογένεια δολοφονήθηκε, υποδείκνυε ότι οι δράστες προσπαθούσαν ενδεχομένως να αποσπάσουν κάποιο μυστικό από το βιομήχανο.
Γι’ αυτό και τα παιδιά τής οικογένειας βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν πρώτα. Ήταν ίσως ένας τρόπος για να πιεστούν οι γονείς να προχωρήσουν σε αποκαλύψεις.
Εκφράστηκε και η άποψη ότι ο Ταϊλανδός μπάτλερ δεν είχε άμεση σχέση με τις δολοφονίες, αλλά πως χρησιμοποιήθηκε από τους δράστες, οι οποίοι τελικά του επέτρεψαν να φύγει άρον–άρον, γι’ αυτό και άφησε πίσω του πολλά προσωπικά αντικείμενα, μεταξύ των οποίων τα γυαλιά του και άλλα σημαντικά έγγραφα.
Η Μαρία Πουλιάση, στην οποία εργαζόταν η σύζυγος του 28χρονου μπάτλερ, σε συνέντευξή της είχε πει, πως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το ζευγάρι ήταν υπεύθυνο για τις δολοφονίες: «Αν έχουν σχέση με τις δολοφονίες, κάποιος τους έβαλε, κάποιος τους ανάγκασε να το κάνουν». Τίποτα, όμως, δεν αποδείχθηκε.
Από την έρευνα εντοπίστηκε χειρόγραφο σημείωμα του Χρυσαφίδη, σύμφωνα με το οποίο, στην περίπτωση που πέθαιναν όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η περιουσία τους θα πήγαινε στον ανιψιό του.
Η έρευνα, όμως, της αστυνομίας δεν κατέληξε πουθενά και ουδέποτε θεωρήθηκε ύποπτο το συγκεκριμένο συγγενικό πρόσωπο.
Αν και πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση είχε πάντα για τις αρχές ο Ταϊλανδός μπάτλερ, το παζλ της δολοφονίας της οικογένειας Χρυσαφίδη δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να καταγραφεί με ακρίβεια τι συνέβη τα μοιραία εκείνα 24ωρα στη βίλα της Εκάλης.
Το 1993, αλλά και το 1995, ήρθαν στην Ελλάδα Ταϊλανδοί αξιωματικοί, οι οποίοι συνεργάστηκαν για την υπόθεση με τις ελληνικές αρχές, αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Άλλωστε, η χώρα μας δεν έχει υπογράψει συμφωνία δικαστικής συνδρομής με την Ταϊλάνδη, με αποτέλεσμα ο Πρασέρτ Σερτουασάνα να μην εκδοθεί ποτέ στην Ελλάδα, προκειμένου να δώσει εξηγήσεις για την υπόθεση.
Έτσι, η στυγερή δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη, 26 χρόνια μετά, παραμένει ανεξιχνίαστη. Ένα έγκλημα δίχως τιμωρία.