Στο Παρίσι, ένα βράδυ του 1958 ένας εικοσιεπτάχρονος νεαρός βιάζεται να επιστρέψει στο μικρό διαμέρισμα που μένει μαζί με την σύζυγο του για να προλάβει μια συγκεκριμένη τηλεοπτική μετάδοση. Λέγεται Γιάννης Διακογιάννης, δουλεύει ήδη ως αθλητικογράφος στο περιοδικό της L’ Equipe αλλά δεν περπατάει γρήγορα για να μην χάσει την αρχή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.
Η Μαρία Κάλλας που εμφανίζεται εκείνο το βράδυ στο Palais Garnier ερμηνεύοντας άριες από διάφορες όπερες είναι μια γυναίκα που τον συγκλονίζει, ένας έρωτας που δεν θα εκπληρωθεί ποτέ. Η Γαλλική τηλεόραση μεταδίδει ζωντανά την εμφάνιση της, κι αυτό είναι μια παρηγοριά για τον νεαρό δημοσιογράφο, που δεν μπορούσε να την δει από κοντά.
Η τιμή του πιο φτηνού εισιτηρίου είναι δύο μισθοί του Διακογιάννη που είναι ήδη παντρεμένος με μια γοητευτική Γαλλίδα που τον περιμένει στο διαμέρισμα τους. Όταν αρχίζει η μετάδοση ο Διακογιάννης δεν ξεκολλάει τα μάτια του από την Μαρία Κάλλας και όταν η ντίβα αποθεώνεται από το κοινό στο τέλος της συναυλίας, σηκώνεται, πάει στην τηλεόραση «φιλάει» την Ελληνίδα ιέρεια και λέει την φράση «Σε αγαπώ πολύ» πριν επιστρέψει στον καναπέ.
«Η γυναίκα μου, μου έκανε σκηνή τότε» είπε μισό αιώνα μετά σε τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε στην ΕΡΤ αυτός ο bon viveur του αθλητικού ρεπορτάζ, όσο οξύμωρος κι αν ηχεί ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός. Πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο που λάτρευε τα σπαρακτικά τραγούδια της Εντίθ Πιαφ, την τρομπέτα του Miles Davis, την ποίηση του Ελύτη και τον λυρισμό του Χατζιδάκη; Οι νύχτες του στο Παρίσι ήταν ποτισμένες με πολλά πακέτα Gitanes φίλτρο, κουβέντες περί τέχνης και τραγούδια του Μπεκό και της Δαλιδά όταν τέλειωνε τη δουλειά στην εφημερίδα.
Οι υπέροχες εκρήξεις και η πολιτική
Μια δουλειά που δεν την επιδίωξε, δεν την κυνήγησε αφού ο Γιάννης Διακογιάννης ήθελε να γίνει πιανίστας, όμως ο θάνατος του πατέρα του έφερε τα πάνω κάτω στην ζωή του. Μια ζωή που του χάρισε απλόχερα μεγάλες στιγμές στον χώρο που μεγαλούργησε, στιγμές που «σημαδεύτηκαν» από αυτή την τόσο χαρακτηριστική φωνή του.
Όπως έλεγε η αείμνηστη Ρίκα Βαγιάνη για τον πατριό της, τον άνθρωπο που την έπαιρνε μαζί του στο γήπεδο για να δουν τον Παναθηναϊκό και την στρίμωχνε στα δημοσιογραφικά booth «είχε υπέροχες εκρήξεις γοητείας, αυθορμητισμού και οργής». Ίσως γι’ αυτό όταν γέννησε η Ρίκα πήγε στο μαιευτήριο με λάβαρο του ΠΑΟ και πιπίλες που είχε αγοράσει από την μπουτίκ της ομάδας για την εγγονή του!
Η απώλεια της συζύγου του Βαρβάρας αρχικά και ο θάνατος της κόρης του από καρκίνο ήταν κάτι που ποτέ δεν ξεπέρασε αυτός ο γητευτής του μικροφώνου, που σιωπούσε όταν ο αθλητής στο ύψος ετοιμαζόταν για το άλμα του. Ήταν αυτός που όταν έχασε η αγαπημένη του Γαλλία από την Γερμανία σε εκείνον τον αλήστου μνήμης ημιτελικό στο Μουντιάλ του 1982, παρέμεινε άτεγκτος κατά την διάρκεια της μετάδοσης.
Όπως έχει δηλώσει «έχω πολύ γαλλικό αίμα μέσα μου, λόγω της μητέρας μου» όμως αυτό ήταν κάτι που δεν τον εμπόδισε να κάνει τα λάθη του, αναφερόμενος στον πρώτο του γάμο στην Γαλλία. «Παντρεύτηκα στα 23 μου χρόνια άπειρος και ανώριμος σε μια ξένη χώρα ενώ δεν ήμουν έτοιμος για γάμο» ενώ μετέπειτα απέδειξε ότι η φήμη και η αναγνωρισιμότητα δεν άλλαξαν την μενταλιτέ του.
«Όταν μου πρότειναν να μπω στην πολιτική είπα όχι γιατί δεν θα είμαι ο Διακογιάννης, δεν θα μπορώ να λέω αυτό που πιστεύω», επισήμανε καλεσμένος στην εκπομπή της Βίκυς Φλέσσα. Ερωτώμενος για τις γυναίκες είπε ότι μόνο μια φορά αγάπησε ξανθιά στη ζωή του αφού οι επόμενες ήταν όλες μελαχρινές, ενώ δεν ξέχασε ποτέ την ημέρα που είδε τους τρεις τενόρους-Ντομίνγκο, Καρέρας, Παβαρότι-στην Ρώμη.
Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που ακόμη και αν διεξαγόταν την ίδια στιγμή ένας τελικός Μουντιάλ, ο Γιάννης Διακογιάννης θα επέλεγε να δει τους τρεις τενόρους.
Ήταν ξεκάθαρα ζήτημα αισθητικής, καλού γούστου και μουσικής παιδείας για τον άνθρωπο που του άρεσε ενίοτε να κάθεται μόνος στο σπίτι, να βάζει ένα cd του Αζναβούρ να παίζει και να απολαμβάνει ένα καλό κρασί από την Βουργουνδία καπνίζοντας τα αγαπημένα του Gitanes.