Δρ. Χριστίνα Μπαρμπαρούση, Περιφερειολόγος*
Η συζήτηση για την υπεροχή μεταξύ γεωργίας και βιομηχανίας, για τη σχέση μεταξύ τους, τη θέση τους και τη συνεισφορά τους στην ελληνική οικονομία έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα, ότι το ζήτημα δεν είναι ποια θα αναπτυχθεί πρώτη στις αγροτικές και αστικές περιοχές, αλλά μάλλον η αναγκαιότητα ανακάλυψης των συνδυασμών που δίνουν τόσο για την κάλυψη των εθνικών όσο και των περιφερειακών και τοπικών αναγκών.
Προφανώς, οι κατάλληλες δόσεις των στοιχείων για τα μέτρα των δύο κλάδων στο μείγμα εθνικής πολιτικής μπορεί να οδηγήσουν στη μείωση των ανισοτήτων στο εισόδημα, στην παραγωγικότητα και στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής γενικότερα μεταξύ των περιοχών, οδηγώντας σε ισόρροπη ανάπτυξη ως στόχου αυτής της πολιτικής. Εξεναντίας, το αναπτυξιακό μοντέλο που εφαρμόζεται στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 έχει δώσει έμφαση στην εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση της χώρας, επιλέγοντας συνειδητά μια στρατηγική άνισης ανάπτυξης.
Ήδη, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘40, οι διαμορφωτές των δημόσιων πολιτικών έθεσαν το δίλημμα «γεωργία ή βιομηχανία», ως κύρια κινητήρια δύναμη της εθνικής οικονομικής ανάπτυξης.
Από τη μία πλευρά, οι υποστηρικτές της αγροτικής ανάπτυξης (όπως οι Κυριάκος Βαρβαρέσσος, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και Αγγελος Αγγελόπουλος, Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας) θεωρούσαν τη γεωργία ως πρώτη προτεραιότητα και ότι η βιομηχανία πρέπει να είναι απαραιτήτως το συμπλήρωμα. Εξέφραζαν βαθμούς φόβου για την ικανότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και πρότειναν την εμπλοκή του Κράτους στις μεγάλες βιομηχανίες.Προειδοποιούσαν, ότι μια διχοτόμηση μεταξύ των δύο θα δημιουργούσε σύγκρουση ανάμεσα στη βιομηχανική και την αγροτική ανάπτυξη, τη στιγμή που ως διαστάσεις είναι εξίσου αναγκαίες και συμπληρωματικές μεταξύ τους.
Από την άλλη πλευρά, οι εκφραστές της αντίθετης άποψης (εκ των οποίων και ο Ξενοφών Ζολώτας, Πρωθυπουργός της Ελλάδος) υποστήριζαν, ότι η ελληνική γεωργία δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί από μόνη της στο στόχο της επέκτασης των εξαγωγών και της παροχής απασχόλησης σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Ακόμη, διατείνονταν ότι οποιαδήποτε πρόοδος στη γεωργία δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αγροτικής παραγωγικότητας, εάν ο αγροτικός πληθυσμός μειωνόταν σημαντικά, για παράδειγμα, στην περίπτωση μιας μαζικής εξόδου από τον κλάδο.
Πίστευαν, ότι η ανάπτυξη της μεταποιητικής βιομηχανίας μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της στήριξης του Κράτους που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την επαρκή χρηματοδότηση των επενδύσεων και τη σωστή χρήση της τεχνολογίας, που εισάγεται, κυρίως, μέσω ξένων άμεσων επενδύσεων, θα μπορούσε να απορροφήσει τον πλεονάζοντα αγροτικό πληθυσμό. Μέσα σε αυτούς ήταν κι εκείνοι, οι οποίοι τάσσονταν υπέρ της ίδρυσης βαριάς βιομηχανίας με κεντρικό σχεδιασμό και της ταχείας εκβιομηχάνισης με εκτεταμένη κρατική συμμετοχή αντί της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Ή διαφωνία έληξε το 1953, όταν οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης (όπως ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, Υπουργός Συντονισμού της Κυβέρνησης Αλέξανδρου Παπάγου) υιοθέτησαν την εκβιομηχάνιση, παρέχοντας ένα ευνοϊκό καθεστώς για την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων. Συγκεκριμένα, εισήγαγαν ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής, που επιδίωκε τη νομισματική σταθερότητα, υποτιμώντας τη δραχμή κατά 50% έναντι του δολαρίου ΉΠΑ και διατηρώντας σταθερή τη διμερή συναλλαγματική ισοτιμία, απελευθερώνοντας το εξωτερικό εμπόριο, άροντας όλες τις ποσοστώσεις και παρόμοιους φραγμούς στο εμπόριο εκτός από τους δασμούς. Αργότερα, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, η στρατηγική της εκβιομηχάνισης συμπληρώθηκε από την επέκταση των εξαγωγών, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 προστέθηκε ως κρίσιμο αναπτυξιακό εργαλείο η συμμετοχή στην, τότε, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).
Εντούτοις, η αποβιομηχάνιση δεν άργησε να έρθει. Φαίνεται, ότι οι υποστηρικτές της πρώτης θεώρησης, ως μετριοπαθείς, ήταν πιο προσγειωμένοι. Τη δεκαετία του ‘70 η ελληνική εκβιομηχάνιση υποχώρησε μπροστά στη διεθνή οικονομική κρίση του στασιμοπληθωρισμού με μειωμένες επενδύσεις, αρνητικές επιδόσεις των μεταποιητικών τομέων που ιδρύθηκαν τη δεκαετία του ‘60 και στασιμότητα των εξαγωγών, που σημαίνει απώλεια και περαιτέρω διάβρωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, η παραγωγικότητα στη γεωργία συνέχισε να είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με τους άλλους τομείς οικονομικής παραγωγής. Γεγονός, που συνεχίστηκε μέχρι το 2007, ακριβώς λίγο πριν την τελευταία διεθνή οικονομική κρίση.
Ετσι, οι υπηρεσίες διεύρυναν σημαντικά τη συμβολή τους στο ΑΕΠ και στην απασχόληση και έγιναν ο κορυφαίος τομέας της ελληνικής οικονομίας. Επομένως, η αμοιβαία υποχώρηση των δύο δείχνει, ότι το δίλημμα «γεωργία ή βιομηχανία», ως κύρια κινητήρια δύναμη της εθνικής οικονομικής ανάπτυξης, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αλλωστε, η πραγματικότητα πάντα ξεπερνά τις πολιτικές θεωρήσεις, που αρνούνται να βασιστούν στην επιστημονική εκτίμηση των κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων.
Με απλά λόγια, η αποτυχία της γεωργίας να γίνει σημαντικός τομέας της ελληνικής οικονομίας οφείλεται, κατά βάση, στην αποτυχημένη εκβιομηχάνιση, ιδιαίτερα στην αδυναμία της βιομηχανίας να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με την παραγωγή του Πρωτογενούς Τομέα, να απορροφήσει την περιττή εργασία του και να βελτιώσει την παραγωγικότητα (συνδυασμός των δύο τομέων έναντι της διχοτόμησης).
Εκτοτε, η εικόνα της ελληνικής γεωργίας δεν έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Απεναντίας, ο αριθμός των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών και των συνεταιρισμένων αγροτών μειώνεται, οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις συρρικνώνονται, ο σχεδιασμός και η επιδότηση της παραγωγής έχουν τη δύναμη της ασπιρίνης, η πολιτική ηγεσία που διαχειρίζεται την αγροτική οικονομία αντικαθίσταται συχνά και η φροντίδα των αγροτικών υποθέσεων εμποδίζεται από την ασυνέχεια του Κράτους.
Παρά ταύτα, σε πείσμα των οπαδών της μονοκαλλιέργειας, οι περιφέρειες που έδειξαν, ότι αντιστέκονται στις οικονομικές διαταραχές και αντιμετώπισαν καλύτερα τις επιπτώσεις της κρίσης, ήταν εκείνες, που βάσισαν την τοπική οικονομία τους σε συνδυασμούς κλάδων των τομέων παραγωγής και ιδιαιτέρως στη σύμπλεξη του Πρωτογενούς (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) με τον Τριτογενή Τομέα (υπηρεσίες), όπως οι Περιφέρειες Αττικής, Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης. Για την ακρίβεια, σε επίπεδο περιφερειών και αναφορικά με τον Πρωτογενή Τομέα, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου παρουσίασε τον υψηλότερο δείκτη ανθεκτικότητας σε σύνολο χώρας και πάνω από τον εθνικό μέσο όρο καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ενώ ακολουθούν οι Περιφέρειες Αττικής και Κρήτης.
Σε επίπεδο τομέων παραγωγής, ο Δευτερογενής (μεταποίηση – βιομηχανία, βιοτεχνία) παρουσίασε τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, ο Τριτογενής (υπηρεσίες) μεταβλήθηκε ελάχιστα πτωτικά, ενώ ο Πρωτογενής (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) διαφαίνεται, ότι επλήγη περισσότερο και δεν μπορεί να επανέλθει. Επιπλέον, οι Περιφέρειες Αττικής και Νοτίου Αιγαίου καταγράφουν τα υψηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε εθνικό επίπεδο και ένας λόγος είναι αυτός ο συνδυασμός των κλάδων.Εν κατακλείδι, η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ μια αγροτική χώρα.
Ή ελληνική γεωργία, αν και έχει δυνατότητες και ενώ έδειξε ότι αν συνδυαστεί με άλλους κλάδους αυξάνει τα περιθώρια ανάπτυξης των περιφερειών, παραμελήθηκε, λαμβάνοντας πολύ λιγότερες επενδύσεις από οποιονδήποτε άλλο τομέα της οικονομίας, δεν κατάφερε να αναπτύξει δεσμούς με τη βιομηχανία, αποτυγχάνοντας έτσι να συμβάλλει στην εθνική ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, μείωσε σημαντικά το μερίδιό της στη συνολική εγχώρια παραγωγή ως αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης της οικονομίας, που προκλήθηκε από την πολιτική επιλογή της εκβιομηχάνισης, ως στρατηγικής της ανάπτυξης της χώρας. Ωστόσο, αυτή η μονοδιάστατη πολιτική επιλογή δεν θα αποτελούσε πρόβλημα για την Ελλάδα, αν η εκβιομηχάνιση είχε επιτύχει…
*Διδάκτωρ Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πολυτεχνικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλία