Η διακλαδικότητα είναι μια έννοια στην οποία πολλοί ομνύουν στην Ελλάδα, σχεδόν επί δεκαετίες. Όπως όμως αποδεικνύεται, στην Ελλάδα είμαστε όλοι καλοί όσο παραμένουμε στο επίπεδο της θεωρίας. Το να μετατρέψουμε όμως τη θεωρία σε πράξη μας φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολο, κυρίως όταν αυτή θίγει “κεκτημένα” και κατεστημένες αντιλήψεις. Η περιχαράκωση “στο δικό μας μαγαζί”, αποτελεί μια από τις πιο κλασικές παθογένειες. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι γίνονται ενέργειες προς τη σωστή κατεύθυνση, η επιθυμία να κυριαρχήσει ο ένας επί του άλλου, εξουδετερώνει στην πράξη την εφαρμοσμένη διακλαδική αντίληψη. Οι πικρές αυτές σκέψεις γεννήθηκαν στο DP, καθώς σκεπτόμασταν τις πρωτοβουλίες επανεξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων των τελευταίων ετών. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τις προμήθειες των γαλλικών φρεγατών FDI HN (Belharra) και των μαχητικών αεροσκαφών 4,5 γενιάς, Rafale F3R…
Το σκεπτικό είναι ιδιαίτερα απλό, όπως κάθε θεμελιακός συλλογισμός πίσω από κάθε ενέργεια. Το πλοίο που επελέγη ως ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου είναι η DFI HN. Από τη στιγμή που η πολιτική ηγεσία έδωσε στη στρατιωτική ένα υπερσύγχρονο οπλικό σύστημα, καθήκον της τελευταίας είναι να φροντίσει ώστε να το αξιοποιήσει, με τρόπο που να μεγιστοποιεί τη συνολική απόδοση της επένδυσης στην ελληνική άμυνα. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις αποφάσεις προμήθειας οπλικών συστημάτων.
Ένα από τα πλέον κομβικά επιχειρήματα που βάρυναν αποφασιστικά υπέρ αυτής της επιλογής, ήταν το πολυδιαφημισμένο ραντάρ Sea Fire 500 της THALES και ο συνδυασμός του με τους πυραύλους αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας, Aster 30. Οι κατασκευαστές του υπόσχονται αποτελεσματική προστασία του πλοίου και της ομάδας μάχης ή νηοπομπής, από όλη τη γκάμα των σύγχρονων απειλών για την επιβιωσιμότητα μιας σύγχρονης μονάδας επιφανείας. Προστασία από “ασύμμετρες απειλές“, μέχρι υπερσύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη μειωμένης παρατηρησιμότητας (stealth) και υπέρ-ευέλικτους αντιπλοϊκούς ή οριζόντιας πλεύσης πυραύλους, σε μια εποχή που ναυτικές πλατφόρμες και πληρώματα βρίσκονται εν ανεπαρκεία.
Με πλήρως ψηφιοποιημένες λειτουργίες, αναζητά ταυτόχρονα αεροπορικές και θαλάσσιες απειλές (ακόμα και επερχόμενα βλήματα που κινούνται πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας – sea-skimming) σε μια ζώνη 300 χιλιομέτρων, προσφέροντας κάλυψη 360 μοιρών στο οριζόντιο και 90 μοιρών στο κατακόρυφο επίπεδο (αντιβαλλιστική προστασία). Σύμφωνα πάντα με τους κατασκευαστές, μπορεί να παρακολουθεί ταυτόχρονα έως 800 στόχους, αυξομειώνοντας την ταχύτητα επαναφόρτωσης δεδομένων της κίνησης των στόχων που έχουν προτεραιοποιηθεί, ώστε να ενεργοποιηθούν έγκαιρα τα συστήματα αντιμετώπισης της απειλής. Εντυπωσιακές επιδόσεις. Οποιοσδήποτε βέβαια συνδυασμός πλοίου / ραντάρ και να επιλεγόταν, τα δεδομένα θα ήταν εν πολλοίς ίδια, αφού η τεχνολογική πρόοδος προσφέρει σήμερα άλλο επίπεδο λύσεων στα αμυντικά προβλήματα.
Πού όμως “κολλάει” η διακλαδικότητα στην οποία αναφερθήκαμε στην εισαγωγή του κειμένου, είναι λογικό να αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Ο προβληματισμός αφορά το αν οι υπεύθυνοι έχουν πλήρη συνείδηση της σημασίας της εισαγωγής τέτοιων συστημάτων, όχι στο επίπεδο του Κλάδου που θα επιχειρεί (Πολεμικό Ναυτικό), αλλά για το σύνολο της αμυντικής προσπάθειας της χώρας. Το αμυντικό εποικοδόμημα της χώρας ως σύνολο, ως “σύστημα”, ώστε η όποια επένδυση υλοποιείται, να αποδίδει τα μέγιστα στο σύνολο της εικόνας.
Το ερώτημα απευθύνεται στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) και φυσικά στην ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ), στο μέτρο που υπό φυσιολογικές συνθήκες κάποιος από τους, υποτίθεται εξειδικευμένους, συμβούλους που αξιοποιούνται, θα έπρεπε να έχει ήδη εγείρει το θέμα και δεν περιμένει κάποιο δημοσίευμα για να κινητοποιηθεί. Στο πλαίσιο της επιχειρησιακής διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων για την οποία είναι υπεύθυνο το ΓΕΕΘΑ, ζήτησε άραγε την εκπόνηση μελέτης στην οποία θα αποτυπώνονται τα νέα επιχειρησιακά δεδομένα που προκύπτουν για το σύνολο της ελληνικής αεράμυνας από την εισαγωγή σε υπηρεσία ενός τέτοιου συστήματος;
Κι αυτό δεν πρέπει να γίνει αποκλειστικά στο επίπεδο του Κλάδου που θα αξιοποιεί το σύστημα, αλλά θα οφείλεται να αναζητηθεί η εκτίμηση της νέας κατάστασης από έναν διακλαδικό φορέα, ώστε να διαπιστωθούν οι ευεργετικές επιπτώσεις και το εύρος τους σε κάθε Κλάδο των Ενόπλων Δυνάμεων. Τρεις FDI HN ή αργότερα περισσότερες, προσφέρουν στο σύνολο της ελληνικής αεράμυνας μια “μετακινούμενη ομπρέλα“, η οποία μπορεί αν τύχει αξιοποίησης από όλους τους Κλάδους και τα Όπλα των Ενόπλων Δυνάμεων, επηρεάζοντας συνεπώς τις εξοπλιστικές τους ανάγκες και την προτεραιοποίηση αυτών.
Η απλή λογική υπαγορεύει, ότι η εισαγωγή αυτής της δυνατότητας θα πρέπει να συνυπολογιστεί και συνεκτιμηθεί στις συμπληρωματικές κινήσεις που απαιτούνται στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού της αεράμυνας της χώρας και όχι μόνο. Από το αν εξυπηρετούνται γενικότερα οι επιχειρησιακοί στόχοι από την απόκτηση περισσοτέρων πλοίων του τύπου, ώστε να υπάρχει πάντα σε επιχειρησιακή διαθεσιμότητα συγκεκριμένος αριθμός που να καλύπτει τις ανάγκες, μέχρι τις προδιαγραφές των υπολοίπων αντιαεροπορικών ή/και αντιβαλλιστικών συστημάτων που θα πρέπει να προμηθευτεί η χώρα για να καλύψει άλλες “τρύπες” στην άμυνά της. Πώς θα επηρεαζόταν η συνολική εξίσωση / εικόνα, ενεργοποιώντας το δικαίωμα προαίρεσης (option) για άλλη μια φρεγάτα στην “κλειδωμένη” τιμή -τη στιγμή που πλησιάζει ταχύτατα η εκπνοή της προθεσμίας- πέραν της ναυτικής ισχύος, επωφελείται και συνολικότερα η άμυνα της χώρας. Δεν πρέπει να συνυπολογιστεί στην απόφαση για τις κορβέτες;
Ή μήπως περιμένουμε πρώτα να διαπιστώσουμε προσεχώς, ότι τα ρωσικής προέλευσης συστήματα (S-300, TOR M1, OSA-AK) δεν θα υποστηρίζονται λόγω των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία; Για τα δε HAWK είναι προτιμότερο να αποφευχθεί σε αυτή τη φάση να πούμε περισσότερα; Έχει ξεκινήσει ο επιχειρησιακός προβληματισμός, ώστε να ακολουθήσουν οι απαραίτητες προσαρμογές στο στρατιωτικό Δόγμα της χώρας; Διότι έχουμε μια τάση να θεωρητικολογούμε, ενώ σε αυτό τον τομέα τα πράγματα είναι κατά κυριολεξία μετρήσιμα.
Εάν είχε διαταχθεί τέτοια μελέτη από τον επιχειρησιακό διοικητή, τα συμπεράσματά της θα οδηγούσαν κάποια στιγμή σε ένα συμπληρωματικό σύστημα που θα αντικαθιστούσε στις χερσαίες δυνάμεις της χώρας τα τέσσερα προαναφερθέντα, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν στο επίπεδο της εξοικονόμησης κονδυλίων μακροπρόθεσμα, από τη μείωση των συστημάτων υποστήριξης από τέσσερα σε ένα, παράλληλα με την εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας και σε αυτό τον τομέα.
Τούτων λεχθέντων, κατά συνέπεια, μήπως ισχύει ακριβώς το ίδιο και για την εισαγωγή σε υπηρεσία των μαχητικών αεροσκαφών Rafale F3R; Ζητήθηκε από τον επιχειρησιακό διοικητή (ΓΕΕΘΑ) η εκπόνηση εξειδικευμένης μελέτης που θα προβαίνει σε μια πρώτη εκτίμηση της συνολικής επίπτωσης στο αμυντικό σύστημα της χώρας ενός μαχητικού αεροσκάφους με δυνατότητα εξαπόλυσης βλημάτων από πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις (π.χ. METEOR), αλλά και της ενσωμάτωσης ενός συστήματος αυτοπροστασίας και ηλεκτρονικού πολέμου με τρομακτικές δυνατότητες (SPECTRA);
Όταν το ελληνικό στρατιωτικό Δόγμα, στην τελευταία του επικαιροποίηση, λογικά είχε λάβει ως δεδομένη την παρουσία στο οπλοστάσιο των πλέον σύγχρονων εκδόσεων των μαχητικών F-16 και των MEKO 200HN, δεν θα έπρεπε να έχει ήδη κινητοποιηθεί η στρατιωτική ηγεσία της χώρας; Ή μήπως είναι υπερβολικά απορροφημένη με την απόκτηση δυνατοτήτων… ανακατάληψης νήσων και με σκεπτικό που στους περισσότερους αναλυτές θυμίζει Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Πότε σκοπεύουμε να (εκ)συγχρονιστούμε;